ΜΕ ΣΕΒΑΣΜΟ ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ
Σάββατο | 2 Δεκεμβρίου 2023
Αττική Τοπική Αυτοδιοίκηση

Καθοριστική η συμβολή του 1544 και των συνεργείων άμεσης επέμβασης στη βελτίωση του οδικού δικτύου της Αττικής

Ο τετραψήφιος τηλεφωνικός αριθμός 1544 αποτελεί αποδεδειγμένα πλέον ένα αποτελεσματικό τεχνολογικό εργαλείο, το οποίο συμβάλλει στην επίτευξη του στρατηγικού σχεδίου της Περιφέρειας Αττικής στον τομέα της οδικής ασφάλειας και της βελτίωσης του οδικού δικτύου.
Ιστορία Κεντρικός Τομέας Κοινωνία

Εξαιρετική η διάλεξη του κορυφαίου ερευνητή της κοπτικής γλώσσας π. Ugo Zanetti στην Εταιρεία Φίλων του Λαού, στην Αθήνα

Το απόγευμα της Δευτέρας 27 Νοεμβρίου 2023, στον χώρο της Εταιρείας Φίλων του Λαού, στην Αθήνα, στο πλαίσιο των προγραμματισμένων μαθημάτων της Καθηγήτριας Αραβικού Πολιτισμού και Αραβικής Λογοτεχνίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α. κ. Ελένης Κονδύλη, ο καλεσμένος της, κορυφαίος ερευνητής της κοπτικής γλώσσας, αλλά και άλλων αρχαίων ανατολικών γλωσσών, π. Ugo Zanetti, Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Λουβαίν, έδωσε μια εξαιρετική διάλεξη, στην ελληνική γλώσσα, με θέμα: «Μοναχισμός στις σκήτες της ερήμου, άλλοτε και τώρα.».
Δυτική Ελλάδα Κοινωνία Τοπική Αυτοδιοίκηση

Σύσκεψη φορέων για τις εξελίξεις στον τομέα της απεξάρτησης πραγματοποιήθηκε στο Δημαρχείο της Πάτρας

Το απόγευμα της Τετάρτης 29 Νοεμβρίου 2023, με πρωτοβουλία της Δημοτική Αρχή του Δήμου Πατρέων, πραγματοποιήθηκε μια σημαντική σύσκεψη στο Δημαρχείο της Πάτρας σχετική με τις εξελίξεις στον τομέα της απεξάρτησης, όπου συμμετείχαν φορείς της πόλης, οι οποίοι μεταξύ άλλων εκτίμησαν σε ποιο σημείο βρίσκεται το ζήτημα αυτό, προς ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθούν οι διάφοροι φορείς και πώς μπορούν να ξεπεραστούν τα διάφορα εμπόδια που βάζει η κυβερνητική πολιτική στο σοβαρό αυτό κοινωνικό θέμα.

Ξεκίνησε το πρόγραμμα δωρεάν στειρώσεων αδέσποτων ζώων του Δήμου Γαλατσίου

Το Γραφείο Προστασίας Ζώων του Δήμου Γαλατσίου ξεκίνησε την προηγούμενη εβδομάδα πρόγραμμα δωρεάν στειρώσεων μέσω του Προγράμματος «Φιλόδημος ΙΙ», για αδέσποτα ζώα στην πόλη.

Υπογράφτηκε σύμβαση για την αξιοποίηση και προβολή των θρησκευτικών και πολιτιστικών μνημείων της Δυτικής Μακεδονίας

Με στόχο την καταγραφή, ανάδειξη και αξιοποίηση του πλούσιου πολιτιστικού αποθέματος της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας υπογράφτηκε σήμερα, Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2023, από τον Περιφερειάρχη Δυτικής Μακεδονίας κ. Γεώργιο Κασαπίδη και τον ανάδοχο, η σύμβαση για την υλοποίηση του υποέργου: «Υπηρεσίες για τη δημιουργία ενιαίου δίκτυο και ψηφιακού αποθέματος της πολιτιστικής κληρονομιάς των Ιερών Μοναστηριών της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας», προϋπολογισμού 143.381,45 ευρώ (με Φ.Π.Α.).
Δυτική Ελλάδα Κοινωνία Τοπική Αυτοδιοίκηση Υγεία

«Η Πρόληψη κοντά μας» - Ολοκληρώθηκε η δράση ιατρικών ελέγχων της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας

Οι υπηρεσίες πρόληψης και προαγωγής υγείας (προληπτικός καρδιολογικός έλεγχος, αλλεργικά τεστ, πνευμονολογικός...
Δυτική Μακεδονία Τοπική Αυτοδιοίκηση

Υπογραφή σύμβασης για τη ριζική ανάπλαση του ισόγειου κοινόχρηστου χώρου του Δημαρχείου Γρεβενών

Το έργο αφορά στην καθολική αναβάθμιση του ισόγειου κοινόχρηστου χώρου του Δημαρχείου...
Κεντρική Μακεδονία Τοπική Αυτοδιοίκηση

Εγκαίνια νέων παιδικών χαρών σε Χωρύγι και Μυριόφυτο του Δήμου Κιλκίς

Αύριο το απόγευμα, Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023, ώρα 5:30, ο Δήμαρχος Κιλκίς,...

«Σκοτσέζικο Ντους», της Χρύσας Σπηλιώτη, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Τσόγκα | Από 2 Δεκεμβρίου 2023, στο Θέατρο «ΠΡΟΒΑ»

Ο κ. Σωτήρης Τσόγκας, εμπνευσμένος από το κείμενο, του οποίου υπογράφει και τη θεατρική προσαρμογή, με τη σκηνοθετική αριστοτεχνική του ματιά, μας βάζει διαδραστικά στο κλίμα της δημιουργίας μια θεατρικής παράστασης, από τα καμαρίνια έως τη σκηνή. Κωμικές μέχρι δακρύων σκηνές εξελίσσονται μπροστά στα...
Ιόνια Νησιά Κοινωνία Περιβάλλον Τοπική Αυτοδιοίκηση

Ψήφισμα κατά της εγκατάστασης ανεμογεννητριών στα Διαπόντια Νησιά εξέφρασαν με ψήφισμα τους σύλλογοι της περιοχής

Ακολουθεί το ψήφισμα διαμαρτυρίας των Πολιτιστικών Συλλόγων Διαποντίων Νήσων Οθωνών-Ερεικούσας-Μαθρακίου: Ψήφισμα Διαμαρτυρίας Πολιτιστικών Συλλογών Διαποντίων Νήσων Οθωνών-Ερείκουσας-Μαθρακίου «ΟΧΙ ΣΤΙΣ ΑΝΕΜΟΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ ΣΤΑ ΔΙΑΠΟΝΤΙΑ ΝΗΣΙΑ» Εμείς όλοι, οι ακρίτες κάτοικοι των Διαποντίων Νήσων (Οθωνών-Ερείκουσας-Μαθρακίου), από το  βοριοδυτικότερο σημείο της Ελλάδας, ενώνουμε τις φωνές με Αυτοδιοικητικούς και λοιπούς φορείς, Συλλόγους και συλλογικότητες, δηλώνοντας την κάθετη αντίθεσή μας στην προσπάθεια καταστροφής του τόπου μας με την επιχειρούμενη εγκατάσταση αιολικού πάρκου μεταξύ των Διαποντίων Νησιών. Από την Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων και Ενεργειακών Πόρων, με καταληκτική ημερομηνία στις 31/11/2023, τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση η Μελέτη...
Βόρειος Τομέας Ιστορία Κοινωνία

Εισηγήσεις Ημερίδας Ο.Π.Ι. Ελλάδας στη Νέα Ιωνία, για τον ερχομό των Μικρασιατών προσφύγων το 1922

Στο δημοσίευμα αυτό, το οποίο συνδέεται με το κεντρικό δημοσίευμα για την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα Ημερίδα, που συνδιοργάνωσαν οι Ομάδες Προφορικής Ιστορίας (Ο.Π.Ι.) της Νέας Ιωνίας Αττικής, της Αθήνας, του Βόλου, του Δήμου Χαλανδρίου, της Καλλιθέας-Τζιτζιφιών και της Χίου, περιλαμβάνει την εισαγωγή του ερευνητή, μέλους της Ο.Π.Ι. Νέας Ιωνίας κ. Αλέκου Μοριανόπουλου, καθώς και ολόκληρα τα κείμενα των εισηγήσεων των Ο.Π.Ι.: Νέας Ιωνίας, Βόλου και Δήμου Χαλανδρίου.

Ακολουθούν τα σχετικά κείμενα (Πατώντας ΕΔΩ επιστρέφετε στο αρχικό άρθρο):

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΗΜΕΡΙΔΑΣ (Αλέκος Μοριανόπουλος)

«Θέλω να πω πριν ξεκινήσω ότι στην Ημερίδα παραβρίσκονται μερικοί από τους αφηγητές μας, τους οποίους ευχαριστούμε πάρα πολύ. Και, φυσικά, σας ευχαριστούμε και εσάς, που κάποιοι έχετε έρθει από πολύ μακριά, από τη Χίο, από τον Βόλο και από άλλες περιοχές της Αθήνας.

Σας καλωσορίζουμε και σας ευχαριστούμε, που είστε σήμερα εδώ, στην Ημερίδα που συνδιοργανώνουμε από κοινού οι Ομάδες Προφορικής Ιστορίας της Νέας Ιωνίας, της Αθήνας, του Βόλου, του Δήμου Χαλανδρίου, της Καλλιθέας-Τζιτζιφιών και της Χίου, με αφορμή  τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή και την προσφυγική μνήμη, όπως αυτή έχει εκφραστεί μέσω της δημόσιας καταγραφής μαρτυριών ανθρώπων πρώτης, δεύτερης, αλλά και τρίτης γενιάς.

Βρισκόμαστε στη γειτονιά της Νέας Ιωνίας, έναν από τους πρώτους προσφυγικούς συνοικισμούς, που δημιουργήθηκε, κυρίως, για να στεγάσει τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, και στην Ημερίδα μας αυτή θα συζητήσουμε, θα παρουσιάσουμε, αλλά  και θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε, στο μέτρο του δυνατού, ερωτήματα που δημιουργήθηκαν και αναδείχτηκαν μέσα από την έρευνά μας στα αρχεία των συνεντεύξεών μας.

Ερωτήματα, που η κυρίαρχη αφήγηση/ιστορία, όπως έχει καταγραφεί στα κρατικά αρχεία και διδασκόμαστε, δεν απαντά ή αδυνατεί να δώσει. Πρώτο και βασικό ερώτημά μας είναι το γιατί αποφασίσαμε να κάνουμε αυτή την Ημερίδα, ανάμεσα στις τόσες που έγιναν, γίνονται και, πιθανώς, θα γίνουν και αργότερα.

Καταρχάς, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη διαχρονική –και όχι τυχαία– απουσία μιας σειράς χαρακτηριστικών σημείων από την εξιστόρηση των γεγονότων της Μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής, αλλά και από τα αμέτρητα αφιερώματα που έχουν γίνει. Απουσία, που περιορίζει την αφήγηση της Μικρασιατικής καταστροφής στον πόνο που αυτή προξένησε, χωρίς να αφήνει περιθώρια για απαντήσεις στο γιατί συνέβησαν τα όσα συνέβησαν και στο αν θα μπορούσαν τα πράγματα να έχουν διαφορετική εξέλιξη για τις χιλιάδες κόσμου, που πλήρωσαν τις συνέπειες του πολέμου και της «μεγάλης» ιδέας, και που, τελικά, προσδίδει έναν τόνο φολκλόρ, χωρίς να επιδιώκει να αναδείξει την ουσία.

Η Μικρασιατική καταστροφή είναι ένα από εκείνα τα γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας της χώρας μας, που φέρνει δραματικές εικόνες στον νου. Επαναχάραξη συνόρων, μετακινήσεις πληθυσμών, είναι μερικά μόνο στιγμιότυπα, που έχουν καταγραφεί  από τις ομάδες, καθώς ξεπηδούν από τη μνήμη των αφηγητών μας και φέρνουν στην επιφάνεια της ιστορικής έρευνας, εκτός από τα πολιτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα όλων όσοι σχεδίασαν και οδήγησαν στον πόλεμο, και μνήμες πόνου, πένθους ξεριζωμού, τέλους, αλλά και νέας αρχής, ελπίδα για ζωή σε έναν νέο, αλλά εξίσου παλαιό τόπο.

Μέσα από τις βιωματικές εμπειρίες και τις αναμνήσεις των προσφύγων διαφορετικών γενεών, που, ίσως, δεν συναντήθηκαν στον χρόνο, αλλά με εντυπωσιακό τρόπο αλληλοσυμπληρώθηκαν στα 100 χρόνια που πέρασαν και που μας μεταφέρονται από τις αφηγήσεις τους, θα ακολουθήσουμε τις αναγκαστικές μετακινήσεις από τον γενέθλιο τόπο τους και τις διαδρομές τους, την περιπλάνησή τους στα νησιά του Αιγαίου, του νοτιοανατολικού άκρου της Μεσογείου και της Ανατολικής Θράκης, θα δούμε τις πόλεις, τις γειτονιές και τα χωριά, όπου εγκαταστάθηκαν στα πρώτα χρόνια της άφιξης-στέγασης, την υποδοχή τους από τους ντόπιους πληθυσμούς και τις σχέσεις που ανέπτυξαν μ’ αυτούς, την κοινωνική και ταξική τους θέση/διαφοροποίηση σε σχέση με το παρελθόν, καθώς και τις εργασιακές τους εμπειρίες. Ακόμη, θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τις πολιτικές και τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος, που εφάρμοσαν η εκάστοτε τοπική, αλλά και η κεντρική εξουσία, τις μορφές κοινωνικής και συλλογικής οργάνωσής τους, την εμπλοκή και τη συμμετοχή τους στα κοινά και, συνολικά, την πορεία και τη ζωή που έφτιαξαν εδώ.

Το 1922, αποτελεί σημείο καμπής για την ιστορία της Μικράς Ασίας και έχει συμβολική διάσταση τόσο για την ελληνική όσο και για την τουρκική ιστορία.

Στην Τουρκία, σηματοδοτεί τη «νίκη» και την «απελευθέρωση», ενώ στην Ελλάδα είναι συνώνυμο της «καταστροφής». Δεν πρόκειται μόνο για τον αφανισμό μιας πόλης από τις φλόγες. Αλλά και για την εξάλειψη του παρελθόντος και της ανάμνησής του. Το 1923, για την Τουρκία είναι, κυρίως, μετωνυμία της ανακήρυξης της Τουρκικής Δημοκρατίας, ενώ για την Ελλάδα, της ανταλλαγής των πληθυσμών.

Το 1922 ήταν, ίσως, ο τελευταίος σταθμός μιας περιόδου. Τα προβλήματα, που είχαν συσσωρευθεί από τις πολιτικές διαμάχες ανάμεσα στις δύο χώρες για την επικράτηση στην ευρύτερη περιοχή, οι πόλεμοι για την αλλαγή των συνόρων, αλλά και οι νέοι εμπορικοί δρόμοι, που έπρεπε να χαραχθούν για να εξυπηρετήσουν νέες αγορές, γέννησε νέες δοκιμασίες στους λαούς της περιοχής, συρράξεις, αποκλεισμούς, εξορίες, σφαγές, ξεριζωμούς. Η συσσώρευση όλων αυτών διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης και της διχοτομικής κατασκευής των «άλλων».

Στην Ελλάδα, πάρα πολλά τοπωνύμια συνοδεύονται από τον προσδιορισμό «νέος». Όσοι ήρθαν εδώ έφεραν μαζί τους το όνομα του τόπου τους, τις συνήθειές τους, αλλά, ταυτόχρονα, άφησαν τις ζωές τους πίσω, μαζί με ένα κομμάτι του εαυτού τους.

Μεγάλο μέρος του προσφυγικού πληθυσμού ρίζωσε σε Αθήνα, Πειραιά, Βόλο και άλλα αστικά κέντρα. Μέσα από τις φτωχογειτονιές των προσφυγικών συνοικιών, τις παράγκες και τα σπίτια της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (Ε.Α.Π.) θα τροφοδοτηθεί η μαζική ανάπτυξη της εργατικής τάξης, που θα βρει δουλειά στις φάμπρικες της αναπτυσσόμενης βιομηχανίας.

Το ναυάγιο της Μεγάλης Ιδέας επιχειρήθηκε να ξεπεραστεί με τον προσανατολισμό στο εσωτερικό της χώρας. Η αναζήτηση κερδοφορίας, που, άλλωστε, ήταν και επιδίωξη της αστικής τάξης της χώρας, στρέφεται στην καπιταλιστική ανάπτυξη, για την οποία το προσφυγικό στοιχείο θα είναι σε σημαντικό βαθμό «η καύσιμη ύλη».

Ας μην ξεχνάμε πως η ένταξη των προσφύγων στη ζωή της μητέρας πατρίδας, τελικά, δεν ήταν ούτε ευθύγραμμη, ούτε εύκολη. Τις πρώτες δεκαετίες κυριαρχούσαν οι διακρίσεις ανάμεσα σε «πρόσφυγες» και «ντόπιους».

Κάνοντας μια σύνδεση της Ιστορίας με τη σύγχρονη πραγματικότητα, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε σε όλους όσοι σήμερα μιλούν για «πρόσφυγες που αλλοιώνουν τη σύνθεση της χώρας», γιατί τάχα έχουν χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, διαφορετική κουλτούρα κ.τ.λ., ότι ίδια ήταν η συμπεριφορά των ντόπιων απέναντι στους Μικρασιάτες πρόσφυγες, ακόμη και όταν αυτοί ήταν ομοεθνείς, ομόδοξοι, ομόγλωσσοι και, μάλιστα, με καλύτερο μορφωτικό επίπεδο.

Οι εικόνες, που μας περιγράφουν οι αφηγητές μας, μοιάζουν τόσο πολύ με τις εικόνες που σήμερα βλέπουμε, εκατό χρόνια μετά, και που αποτυπώνουν τις συνέπειες των πολεμικών αναμετρήσεων για τους λαούς των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής, της Ουκρανίας και άλλων τόπων.

Τα ερωτήματα παραμένουν το ίδιο βασανιστικά και αγωνιώδη. Μια, δυο, τρεις, δέκα ή εκατό ιστορικές αφηγήσεις δεν είναι αρκετές. Με αυτή μας την εκδήλωση επιχειρούμε ένα «ταξίδι» στην Ιστορία, για να καταφέρουμε, ίσως, μέσα απ’ αυτό να δούμε και τη δική μας διαδρομή, την ίδια μας την ύπαρξη μέσα στον χρόνο, και να μπορέσουμε έτσι να προχωρήσουμε μπροστά. Αλλά και για να αντιληφθούμε ακόμη καλύτερα ότι και εμείς οι ίδιοι είμαστε κομμάτι αυτής της Ιστορίας.».

Αμέσως μετά ξεκίνησε η πρώτη συνεδρία, την οποία συντόνισε η κ. Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν, από την Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Βόλου (Ο.Π.Ι.ΒΟ.), Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, η οποία ανέφερε πως: «Ευχαριστώ πολύ, που μου κάνατε την τιμή να ξεκινήσω αυτή την Ημερίδα. Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό που για πρώτη φορά οι ομάδες συναντήθηκαν μεταξύ τους και δουλεύουν με ένα κοινό θέμα. Και δουλέψανε έναν χρόνο ολόκληρο, ίσως και παραπάνω για να φτάσουν σ’ αυτό το αποτέλεσμα. Και ελπίζω να επαναληφθεί μια τέτοια προσπάθεια. Είναι πολύ σημαντικό. Είναι ένας σταθμός στην ιστορία των ομάδων.».

ΕΙΣΗΓΗΣΗ Ο.Π.Ι. ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ

Η Ημερίδα, ουσιαστικά ξεκίνησε με πρώτη την εισήγηση της Ο.Π.Ι. Νέας Ιωνίας, με τίτλο: ««Εμείς τη χτίσαμε…». Χώρος, Ιστορία, καθημερινότητα, εργασία στη Νέα Ιωνία».

Αρχικά, η Πολιτική Μηχανικός, μέλος της Ο.Π.Ι.Ν.Ι., κ. Αγγελική Βάσιλα, η οποία, αφού καλωσόρισε τους πολυπληθείς παρευρισκόμενους, συνέχισε λέγοντας πως: «Η παρουσίασή μας αφορά στους χωρικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς της Νέας Ιωνίας στο πέρασμα των χρόνων και θα κινηθεί σε τέσσερις θεματικές ενότητες, αυτές που αναφέρονται και στον τίτλο μας.

Σύμφωνα με την κυρίαρχη αφήγηση, οι πρώτοι πρόσφυγες που έφτασαν στη Νέα Ιωνία, «Ποδαράδες» τότε, ήταν από τη Σπάρτη της Πισιδίας. Η περιοχή ήταν μια μεγάλη  έκταση  ιδιοκτησίας του Παναγίου Τάφου, που απαλλοτριώθηκε για την ανέγερση του συνοικισμού και την εγκατάσταση 500 περίπου οικογενειών προσφύγων ταπητουργών.

Σε χάρτη του 1883 όλη η περιοχή μέχρι τα Πατήσια προς Νότο και τις Κουκουβάουνες και το Ηράκλειο προς Βορρά αποτυπώνεται αδόμητη. Σημειώνεται το τοπωνύμιο Ποδαράδες δίπλα στο ρέμα του Ποδονίφτη, ενώ σε παλαιότερα συμβόλαια του 19ου αι. καταγράφεται το τοπωνύμιο «Ποδάρες».

Αυτή η εικόνα άλλαξε με την άφιξη των προσφύγων.

Ημερομηνία ίδρυσης της Νέας Ιωνίας θεωρείται η 27η Ιούνη του 1923. Ως πρώτη ονομασία της εγκατάστασης προτάθηκε το «Νέα Πισιδία», ωστόσο, πολύ σύντομα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής πληθυσμών, κατέφθασαν εδώ πρόσφυγες από πολλές περιοχές του Πόντου και της Μικράς Ασίας, οπότε ονομάστηκε Νέα Ιωνία.

Η περιοχή επιλέχθηκε για δύο λόγους: Ο πρώτος λόγος ήταν ότι σύμφωνα με το πρωτόκολλο της Γενεύης (Φ.Ε.Κ. 289/13.03.1923) η Ε.Α.Π. έπρεπε να φροντίσει για τη στέγαση, την επαγγελματική αποκατάσταση και την ένταξη των προσφύγων στο κοινωνικό σύνολο, οπότε, σε συνδυασμό με το γεγονός πως οι «Σπαρταλήδες» είχαν ήδη εγκατασταθεί στον συνοικισμό και ήταν άριστοι γνώστες και τεχνίτες της ταπητουργικής τέχνης,  η Νέα Ιωνία ορίστηκε ως «Κέντρο Ταπητουργίας».

Ταυτόχρονα, οικονομικοί παράγοντες του προσφυγικού κόσμου έλαβαν οικόπεδα του ελληνικού δημοσίου, όπου εγκατέστησαν εργοστάσια, με παραχωρητήρια ή έναντι χαμηλού αντιτίμου, κάτι που επιβεβαιώνουμε από τους αφηγητές μας, καθώς το ιδιαίτερο αυτό καθεστώς, με το πολύ χαμηλό ενοίκιο, παραμένει έως σήμερα.

Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι στην περιοχή, ήδη από το 1914, δραστηριοποιείται ο βιομήχανος Κυρκίνης, ιδρυτής της «Ελληνικής Εριουργίας» στα Πατήσια. Το 1919, επεκτείνεται προς στον Περισσό για την εγκατάσταση του πλυντηρίου και του βαφείου της Εριουργίας και δυο χρόνια αργότερα με την κατασκευή νέου υφαντήριου ιδρύει την «Ελληνική Μεταξουργία». Το 1923, έχει αγοράσει επιπλέον 150 στρέμματα από το κτήμα του Πανάγιου Τάφου, και έως το 1926 δημιουργεί εκεί μια κολοσσιαία βιομηχανική εγκατάσταση, με εργοστάσια Μεταξουργίας, Βαμβακουργίας, Ηλεκτροβιομηχανικής Κοπής-Ραφής και Ταπητουργίας, σε συνδυασμό με εργατικό συνοικισμό (μέσα στον χώρο των εργοστασίων). Στα εργοστάσιά του, χιλιάδες εργάτες, πρόσφυγες (και μη), βρίσκουν δουλειά, όντας φτηνά εργατικά χέρια.

Οι ταξικές διαφοροποιήσεις, που υπήρχαν και στον προσφυγικό και στον ελλαδικό πληθυσμό, αντανακλώνται στην πολιτική αποκατάστασης των προσφύγων. H Νέα Ιωνία χαρακτηρίστηκε, τελικά, από το εργατικό και λαϊκό στοιχείο προσφύγων και μη. Το γεγονός ότι από τα 40 οικόπεδα, που διέθεσε η Ε.Α.Π. για την ανέγερση εργοστασίων, τα 25 δόθηκαν στη Νέα Ιωνία, δείχνει αυτόν τον χαρακτήρα.

Η θεματική, με την οποία ξεκινάμε, αφορά στους χωρικούς μετασχηματισμούς στη Ν. Ιωνία, με βάση περιγραφές 13 αφηγητών μας.

Μέχρι και τη δεκαετία του ’50 η Νέα Ιωνία ήταν «έρημος κι άγριος τόπος…», λέει ένας αφηγητής μας.

Αντίστοιχη ήταν η κατάσταση και στον Περισσό, όπου υπήρχαν ρέματα, υψώματα, πεύκα, η Ηρακλείου ήταν χωματόδρομος με ρέμα και γεφυράκι, από το οποίο περνούσε και το λεωφορείο όταν δημιουργήθηκε λεωφορειακή γραμμή.».

Στη συνέχεια, μετά από την προβολή σχετικού βίντεο με μαρτυρίες ανθρώπων της περιοχής, η κ. Βάσιλα ανέφερε πως: «Το πρόγραμμα αποκατάστασης εκτείνεται σε όλη, σχεδόν, την έκταση της σημερινής Νέας Ιωνίας, χωρίς συνεχή δόμηση. Προς Βορρά, οι Ποδαράδες έφταναν λίγα μέτρα μετά από την Πλατεία της Μητέρας.

Οι γειτονιές, που διαμορφώθηκαν μετά την πρώτη εγκατάσταση ήταν: το Κέντρο, το π. Κτήμα Λαζάρου, η Ινέπολη και η Σαφράμπολη, μαζί με την Ελευθερούπολη, και αργότερα ο Περισσός και η Νεάπολη. Σκόρπιες κατοικίες προϋπήρχαν στην περιοχή της Καλογρέζας, ενώ η περιοχή των Ανθρακωρυχείων ήταν ακόμη αδιαμόρφωτη, αγρός.

Οι κάτοικοι στεγάστηκαν με δύο τρόπους: με παραχώρηση οικοπέδου, το οποίο ανέλαβαν να κτίσουν με ίδια μέσα (τέτοιες «ακατάστατες» κατοικίες συναντάμε στην Ελευθερούπολη και στη Σαφράμπολη) ή τους παραχωρήθηκαν κατοικίες έτοιμες από την Ε.Α.Π. (περισσότερο ομοειδείς στο κέντρο της Νέας Ιωνίας).

Επίσης, κάποιοι, αγόρασαν οικόπεδα στην περιοχή (γύρω στο 1935-36, πιθανά γιατί είχαν συγγενείς εδώ. Ταυτόχρονα, από τις αφηγήσεις προκύπτει ότι το αίσθημα της ενότητας και της συνοχής της οικογένειας ήταν τόσο ισχυρό, που παρατηρήθηκε το φαινόμενο της ανταλλαγής κατοικιών ανάμεσα σε προσφυγικές περιοχές (π.χ. Καισαριανή με Καλογρέζα.

Το Ταμείο Περιθάλψεως και η Ε.Α.Π. μαζί με Νομομηχανικούς του Κράτους έκαναν τις κατατμήσεις οικοπέδων και όρισαν τον χώρο των εργοστασίων και των κατοικιών.

Χαρακτηριστικό του πώς αντιλαμβάνονταν οι ίδιοι οι κάτοικοι τη διάκριση των επί μέρους συνοικιών και τις μεταξύ τους αποστάσεις είναι ότι κάτοικος της Βαμβακουργίας (μεταξύ Πευκακίων-Περισσού) τονίζει ότι ο Περισσός ήταν: «Ο Περισσός, εκεί κάτω, όχι όπως σήμερα που τα λένε όλα Περισσός.». Άλλος αφηγητής μας μεταφέρει πως: «Ο Περισσός ήταν ο δεύτερος συνοικισμός που χτίστηκε.» και ότι: «Το κέντρο της Νέας Ιωνίας ήταν πολύ πιο πυκνοκατοικημένο από τα σπίτια του Περισσού.».

Τα τυποποιημένα προσφυγικά κτήρια της Ε.Α.Π., τύπου «κουτιά», στέκουν έως και σήμερα συγκεντρωμένα ή σκόρπια στις γειτονιές της Νέας Ιωνίας, δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής.

Από τις περιγραφές των σπιτιών γνωρίζουμε ότι ήταν μονοκατοικίες, διπλοκατοικίες και τετρακατοικίες, με κεραμοσκεπές, ανεξάρτητες εισόδους των διαμερισμάτων, με μικρές αυλές, πολλές φορές σε ιδιαίτερα στενά σοκάκια. Υπήρχαν διαμερίσματα 20 ως 35 τ.μ., με ένα ή δύο δωμάτια, μαγειριό και τουαλέτα, μέσα ή έξω, καθώς και πλυσταριό.

Πολλές αφηγήσεις έχουν αναφορές των εργοστασίων, είτε των μεγάλων συγκροτημάτων είτε των μικρών υφαντηρίων-βιοτεχνιών της περιοχής. Οι αυλές των εργοστασίων, τα φουγάρα, τα βαφεία, τα εκκοκκιστήρια,  τα πλυντήρια, τα αργαλειά, η μπουρού, πετάγονται στη συζήτηση, κατά κύριο λόγο όχι για να τα περιγράψουν, αλλά ως αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής και της καθημερινότητάς τους.

Η προσφυγική οικογένεια του αφηγητή μας (Ιδομενέα Σαρρή, πρόσφυγα 3ης γενιάς), όπως λέει, έμενε στα σπίτια της «Εριουργίας», που είχε χτίσει ο Κυρκίνης, δίπλα στο εργοστάσιο της Βαμβακουργίας στον Περισσό. Επίσης, αναφέρει πως τα παιδιά έπαιζαν δίπλα στα εργοστάσια και έσπαγαν και κανένα τζάμι της βαμβακουργίας. Η γειτονιά περιβαλλόταν από ανοιχτή έκταση, με πεύκα και βράχια, τόπος εκδρομής για τους μαθητές του σχολείου της Δριμηλιώτου, που βρισκόταν σχεδόν δίπλα στην Αγία Αναστασία, ακόμη τη δεκαετία του ’50.

Επίσης, τα βιομηχανικά κτήρια στη Νέα Ιωνία συνιστούν μια εκφραστική πτυχή της αρχιτεκτονικής της φυσιογνωμίας. Κτήρια που είτε εξέφραζαν τις προθέσεις του ιδιοκτήτη για προβολή και καταξίωση, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Βαμβακουργία στον Περισσό, είτε κτήρια που ακολουθούν τη βιομηχανική αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου, με καθαρό χρηστικό χαρακτήρα (Ανατολική Ταπητουργία Ο.Τ. 150, η σημερινή Eurobank).

Από τις περιγραφές γίνεται φανερό πως οι  χώροι των εργοστασίων ήταν, ταυτόχρονα, και χώροι διαβίωσης των οικογενειών, είχαν ζωή, ήταν μέρη που …«βολευόταν η φτωχολογιά». Οι οικογένειες «ζούσαν» σε αυτούς, είχαν τα καφενεία που «έσφυζαν από ζωή» μέσα σε αυτούς, όπως μας αναφέρει ένας άλλος αφηγητής, ιδιοκτήτης μιας μικρής βιοτεχνίας στην Καλογρέζα.

Ίσως, αυτό να είχε να κάνει και με την ιδιοσυγκρασία των προσφύγων, που ήταν μαθημένοι στο να διασκεδάζουν, να πηγαίνουν σινεμά, να κυκλοφορούν, τόσο για τις δουλειές τους όσο και για τη διασκέδασή τους σε ζαχαροπλαστεία και σε καφενεία, σε αντίθεση με τους κατοίκους της παλαιάς Ελλάδας… Οι εργάτες στα καφενεία ή στα ταβερνάκια της γειτονιάς, συχνά μπακαλοταβέρνες, και καμιά φορά και σε σινεμά (οικογενειακή έξοδος), οι μικροβιοτέχνες και οι μικροαστοί στα μεγάλα ζαχαροπλαστεία της Ηρακλείου ή στα 1-2 κέντρα διασκέδασης με ορχήστρα.

Η ίδρυση των οικισμών έφερε και την ανάπτυξη αστικών δομών. Βλέπουμε λειτουργία Ταχυδρομείου, στον ίδιο χώρο μέχρι σήμερα (Λ. Ηρακλείου), Τράπεζας, Χωροφυλακής, κρατητηρίων, σχολείων και παιδικού σταθμού, Νοσοκομείου και Μαιευτικής Κλινικής. Οι γιατροί ήταν λιγοστοί και, επίσης, πρόσφυγες Μικρασιάτες. Κτίζονται λουτρά, χαμάμ δηλαδή, και κινηματογράφοι, λειτουργούν καταστήματα, μπακάλικα, καφενεία, ραφτάδικα, φωτογραφεία, τσαγκαράδικα, που λειτουργούν παράλληλα με τους πολλούς πλανόδιους πωλητές κάθε είδους.

Όσον αφορά στην εξέλιξη των συγκοινωνιών, αρχικά, από την περιοχή περνούσε μόνο το τρένο με ατμομηχανή, το «θηρίο». Πριν τον πόλεμο το «σήκωσαν», για να εγκατασταθεί ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, αλλά έγινε ο πόλεμος και σταμάτησε. Τότε, περπατούσαν μέχρι τα Άνω Πατήσια, στην Αλυσίδα, για να πάρουν το τρένο. Ο ηλεκτρικός ήρθε το 1957 στη Ν. Ιωνία. Υπήρχε, επίσης, άλλο ένα τρένο, ο καρβουνιάρης, που πήγαινε στο Λαύριο. Το «θηρίο», είχε αρχικά σταθμό στον Περισσό, για να εξυπηρετεί το συγκρότημα της Εριουργίας. Ο σταθμός της Νέας Ιωνίας δημιουργήθηκε τη δεκαετία του ’50, ενώ έρευνές μας στα αρχεία Τύπου έδειξαν κινητοποιήσεις των Προσφύγων για τη συγκοινωνιακή σύνδεση με λεωφορεία, την υψηλή τιμή του αντιτίμου και τη δημιουργία του σταθμού στα Πευκάκια, που «επιβλήθηκε» από τους εργάτες στα εργοστάσια.».

Κατόπιν, η κ. Βάσιλα αναφέρθηκε στη μετεξέλιξη της περιοχής, λέγοντας πως: «Από τη δεκαετία του ’60 η περιοχή άλλαξε. Επίσης, πολλά προσφυγικά χάθηκαν με τον σεισμό του 1981. Με τις πολυκατοικίες συνέρρευσε πληθυσμός, που δεν ήταν προσφυγικής καταγωγής, και πλέον οι κάτοικοι είναι μοιρασμένοι. Αντίστοιχα, με το κλείσιμο των εργοστασίων άλλαξαν γενικότερα οι συνθήκες ζωής και οι σχέσεις των κατοίκων.

Κλείνοντας τη δική μας θεματική, και συνεχίζοντας στην επόμενη, που είναι τα ιστορικά γεγονότα, που επηρέασαν την πόλη μας, θα αναφέρουμε ένα ενδιαφέρον στοιχείο, που προκύπτει από τις αφηγήσεις και αφορά στην αλλαγή των ονομάτων των οδών στο πέρασμα των χρόνων. Ο αφηγητής μας κ. Βάσος Ηλία Βογιατζόγλου αναφέρει ότι γεννήθηκε στην Ελ. Βενιζέλου, που τότε λεγόταν βασιλέως Όθωνος και πιο παλιά λεγόταν Ιωάννου Μεταξά. Αντίστοιχη αναφορά γίνεται και από έτερο αφηγητή μας, τον κ. Ιωσήφ Πολυκάρπου, για τον δήμαρχο Κιοφτερτζη, που  κανένας δρόμος δεν έχει το όνομά του γιατί είναι γνωστός ως «ο δήμαρχος της χούντας».».

Ακολούθως, τον λόγο έλαβε ο Ηλεκτρολόγος, μέλος της Ο.Π.Ι.Ν.Ι., κ. Δαμιανός Ιωσηφίδης, ο οποίος ξεκίνησε την εισήγησή του λέγοντας πως: «Η Νέα Ιωνία έκλεισε φέτος 100 χρόνια από την ίδρυσή της. Οι αφηγητές μας, προσφυγικής καταγωγής, θυμούνται ιστορίες από την εγκατάσταση, τα εργοστάσια, την περίοδο Μεταξά, τον πόλεμο, το Μπλόκο της Καλογρέζας, την απελευθέρωση, τη Χούντα, τη μεταπολίτευση.

Επιλέξαμε αποσπάσματα ανθρώπων, που βίωσαν οι ίδιοι τα γεγονότα, και ένα απόσπασμα πρόσφυγα δεύτερης γενιάς, που διατηρεί ακόμη το υφαντουργείο της οικογένειας στη Νέα Ιωνία.

Προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε ιστορικοκοινωνικούς μετασχηματισμούς, που επηρέασαν τη φυσιογνωμία της πόλης μέσα από γεγονότα ορόσημα, τόσο για τη χώρα όσο και για την πόλη πιο συγκεκριμένα, όπως για παράδειγμα το Μπλόκο της Καλογρέζας.

Οι πρόσφυγες και οι αργαλειοί: Μιλώντας με έναν υφαντουργό δεύτερης γενιάς, τον κ. Σιδηρόπουλο, που δραστηριοποιείται ακόμη στον χώρο της υφαντουργίας, μας εξήγησε γιατί συγκεντρώθηκαν τόσα υφαντουργεία στη Ν. Ιωνία (Σημ.: προβλήθηκε σχετικό βίντεο).

Για την πολιτική τοποθέτηση της πρώτης γενιάς προσφύγων προκύπτει από τις μαρτυρίες μας ότι η συντριπτική πλειοψηφία τάχθηκε με τον Βενιζέλο, ενώ, αργότερα, κομμάτι της δεύτερης γενιάς κινείται προς τα αριστερά, όπως ακούμε τον κ. Βάσο Ηλία Βογιατζόγλου να μας αφηγείται.».

Κατόπιν, προβλήθηκαν μαρτυρίες του κ. Παπαδημητρίου για την περίοδο «Μεταξά», όταν ο ίδιος ήταν νέος, της κ. Βιζυηνού να μιλάει για την επέμβαση της αστυνομίας ή του στρατού στην απεργία της μεταξουργίας το 1936 και να καταθέτει τις μνήμες της από τη δικτατορία του Μεταξά, ούσα μαθήτρια τότε στην πόλη της Νέα Ιωνίας.

Επίσης, σχετικά με την περίοδο της Κατοχής προβλήθηκαν μαρτυρίες του κ. Παπαδημητρίου (ο οποίος θυμάται τα συσσίτια και τον κόσμο που πεθαίνει από την πείνα στους δρόμους της Νέας Ιωνίας), της κ. Βαρότση (η οποία ήταν τότε μικρό κοριτσάκι), ενώ ακόμη ο κ. Ιωσηφίδης επισήμανε πως: «Οι προφορικές μαρτυρίες, που διαθέτει η ομάδα μας, μιλούν για τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, την πείνα, αλλά και τον τρόπο που οργανωνόταν στις γειτονιές η Αντίσταση. Επίσης, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν ο κ. Βάσος Ηλία Βογιατζόγλου θυμάται και περιγράφει με γλαφυρό τρόπο το χωνί της αντίστασης.». (Προβλήθηκε σχετικό βίντεο)

Ακολούθως, ο κ. Ιωσηφίδης αναφέρθηκε στο Μπλόκο της Καλογρέζας, λέγοντας πως: «Το Μπλόκο της Καλογρέζας πραγματοποιήθηκε στις 15 Μαρτίου του 1944. Τα οργανωμένα μέλη της Ε.Π.Ο.Ν. και του Ε.Α.Μ. στη Νέα Ιωνία ανέρχονται σε χιλιάδες. Στα λιγνιτωρυχεία οργανώνονται λευκές απεργίες, με μείωση της παραγωγής λιγνίτη. Η Ειδική Ασφάλεια, με τους πληροφοριοδότες που διαθέτει, συντάσσει καταλόγους ΕΑΜιτών, ΕΠΟΝιτών και κομμουνιστών, και ετοιμάζει εκκαθαρίσεις.

Η αφορμή δίνεται όταν οι εργάτες των λιγνιτωρυχείων, στις 14 Μαρτίου 1944, καταθέτουν σειρά αιτημάτων προς τη διοίκηση των ορυχείων. Ο επικεφαλής της Ειδικής Ασφάλειας, Αλέξανδρος Λάμπρου, έχει ήδη έτοιμο κατάλογο με τα ονόματα των πρωτοπόρων εργατών και όλων όσοι έχουν καταδοθεί πως είναι οργανωμένοι στο Ε.Α.Μ.. Το απόγευμα της ίδιας μέρας γίνεται σύσκεψη, παρουσία του υπουργού Α. Ταβουλάρη, του αρχηγού Χωροφυλακής υποστράτηγου Γκίνου, του Διοικητή των Ταγμάτων Ασφαλείας Βασιλείου Ντερτιλή και του Γερμανού τοποτηρητή στο υπουργείο. Ο Λάμπρου ειδοποιεί τους επικεφαλής των ομάδων του και το βράδυ κινητοποιεί από τριγύρω περιοχές και την Αθήνα μεγάλες δυνάμεις της Χωροφυλακής, Ταγματασφαλιτών και ενόπλων της Ειδικής Ασφάλειας.

Το επόμενο πρωί οι δυνάμεις αυτές μεταφέρονται με οχήματα και ζώνουν τη Νέα Ιωνία και την Καλογρέζα. Συμμετέχουν το σύνολο των ανδρών της Ειδικής Ασφάλειας, με επικεφαλής τον Λάμπρου, ταγματασφαλίτες με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Πλυτζανόπουλο και ομάδες της Χωροφυλακής, υπό τον αρχηγό της, υποστράτηγο Γκίνο.

Εισβάλουν σε σπίτια, συλλαμβάνουν τους άνδρες, τρομοκρατούν γυναίκες και παιδιά, μαζεύουν τους άνδρες, που πάνε για την πρωινή βάρδια στα εργοστάσια. Λεηλατούν σπίτια και μαγαζιά.

Στα λιγνιτωρυχεία, την ώρα που σχολάει η νυχτερινή βάρδια και βγαίνει από τις στοές, τους μαζεύουν όλους και συλλαμβάνουν τους περισσότερους. Τους οδηγούν, μαζί με άλλους άνδρες από την Ελευθερούπολη, τη Σαφράμπολη, το Παναιτώλιο και άλλα σημεία της Νέας Ιωνίας με βρισιές, με κτυπήματα και υπό την απειλή των όπλων, στην πλατεία της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής, όπου βρίσκεται το τμήμα Χωροφυλακής της Καλογρέζας.

Τους απομακρύνουν, τους πάνε παρακάτω στο ρέμα και τους εκτελούν. Συνολικά, οι χωροφύλακες και οι γερμανοτσολιάδες εκτελούν 22 άνδρες, 22 παλληκάρια, 22 κομμουνιστές, στο ρέμα του Ποδονίφτη, που απέχει περίπου 100 μέτρα από την πλατεία, όπου είχαν συγκεντρώσει τους άνδρες με ηλικία από 16 έως 60 χρονών. Από τους άνδρες, που, τελικά, συλλαμβάνουν, μεταφέρουν και παραδίνουν 60 περίπου στους Γερμανούς, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου. Ορισμένους η Ειδική Ασφάλεια τους οδηγεί στη φυλακή Χατζηκώστα στην Καλλιθέα. Αργότερα, από το Χαϊδάρι, 11 Ιωνιώτες μεταφέρονται σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη Γερμανία.».

Ακόμη, ο κ. Ιωσηφίδης αναφέρθηκε στην περίοδο μετά από τον πόλεμο, την εξορία και την Αριστερά, καθώς και για την περίοδο της Δικτατορία των «Απριλιανών», λέγοντας μεταξύ άλλων πως: «Η Δικτατορία βρίσκει στη Νέα Ιωνία τον Αριστερό Δήμαρχο Γιάννη Δομνάκη. Οι Συνταγματάρχες τον παύουν και αντικαθίσταται από τον Κυριάκο Κιοφτερτζή, που ήταν συνυποψήφιος δήμαρχος με τον Δομνάκη το 1964, αλλά έχασε στις εκλογικές διαδικασίες. Ο Κιοφτερτζής ήταν υποψήφιος δήμαρχος, αλλά, επίσης, έχασε, και στις ΠΡΩΤΕΣ εκλογικές διαδικασίες, του δήμου πλέον της Νέας Ιωνίας,  το 1934, από τον βενιζελικό και Πόντιο, Γεώργιο Φελέκη.

Για την περίοδο της Χούντας και τον αντιδικτατορικό αγώνα έχουμε μάθει αρκετά από τους αφηγητές μας, ωστόσο, λόγω χρόνου δεν πιάνουμε τη φάση αυτή.

Προσπαθήσαμε να είμαστε πιο κοντά χρονικά στην εποχή της έλευσης των προσφύγων και στη δημιουργία της πόλης μας.

Ευχόμαστε σύντομα να βρεθεί η ευκαιρία να ανοίξει η συζήτηση και για εκείνη την περίοδο.».

Ακολούθησε η εισήγηση της Φιλολόγου, Καθηγήτριας Μέσης Εκπαίδευσης, μέλους της Ο.Π.Ι.Ν.Ι., κ. Λιάνας Κεραμιδά, η οποία ξεκίνησε την εισήγησή της, λέγοντας πως: «Για τους μετασχηματισμούς της καθημερινότητας στη Νέα Ιωνία βασιστήκαμε σε επτά συνεντεύξεις αφηγητών μας, προσφυγικής καταγωγής (μία από πρόσφυγα 1ης γενιάς, πέντε 2ης γενιάς και μία από δύο αδέρφια 3ης γενιάς), καθώς και σε δύο συνεντεύξεις από αφηγητές διαφορετικής προέλευσης (Άργος, Σέριφος).

Ο ρυθμός της καθημερινότητας: Στις εργατικές κατοικίες του Περισσού τον ρυθμό της καθημερινότητας τον έδινε η μπουρού των εργοστασίων, όπως χαρακτηριστικά μας λέει 96χρονη σήμερα αφηγήτρια μας.

Οι κάτοικοι της Ν. Ιωνίας υδρεύονταν από δημόσιες βρύσες, με νερό που αντλούνταν από πηγάδι. Στις εργατικές κατοικίες δεν πλήρωναν νερό ούτε και ρεύμα, καθώς τα εργοστάσια του Κιρκίνη είχαν τη δική τους ηλεκτροπαραγωγή.

Τα μαγαζιά: Στον Περισσό, το ψωμί ερχόταν «με κάρο από τα Πατήσια», μέχρι να χτιστεί ο πρώτος φούρνος, του Αναστασιάδη. Η Μ.Β. θυμάται τα πρώτα μπακάλικα των προσφύγων, του Ντομούση στη Σαφράμπολη και, ιδιαιτέρως, του Ραφαηλίδη, που «το βράδυ πήγαιναν οι εργάτες να πούνε τα δικά τους και να ξεκουραστούνε…».

Στο μπακάλικο του πατέρα του, στο «Άγαλμα της Μητέρας», κάνει θελήματα, ο 84χρονος σήμερα Γ.Τ., εισπράττοντας τα χρωστούμενα από τους πελάτες, που ψώνιζαν βερεσέ.

Σχέσεις στις γειτονιές: Μεταξύ των προσφύγων οι σχέσεις δεν είναι πάντα καλές. Οι Σπαρταλήδες και οι Σμυρνιοί στο κέντρο της Ν. Ιωνίας «δεν χωνεύονταν» μεταξύ τους, λέει ο Ι.Π., πρόσφυγας 2ης γενιάς, προσθέτοντας πως: «Οι Σμυρνιοί ήταν από μεγάλη πόλη, εξελιγμένοι, είχαν τις λίρες με τσι γκαζοντενεκέδες με το λάδι-χρυσό», σε αντίθεση με τους Σπαρταλήδες, που ήταν φτωχοί και τσιγκούνηδες, αλλά στα κεράσματα γαλαντόμοι. Στις εργατικές κατοικίες του Περισσού οι σχέσεις μεταξύ γειτόνων είναι οικογενειακές «αφού όταν ερχόταν γιατρός έβγαιναν όλοι στη γειτονιά να δουν ποιου παιδί ήταν άρρωστο», σύμφωνα με τη Μ.Β., που ζει στον Περισσό. Σπίτια χαμηλά και οι γειτόνισσες που βγάζουν τις καρεκλίτσες έξω, πίνουν τον καφέ τους και κουτσομπολεύουν, είναι οι παιδικές αναμνήσεις από τον Περισσό των νεότερων αφηγητών μας, των αδερφιών Δ.Μ. και Π.Μ. Στην ίδια γειτονιά ζουν Μικρασιάτες απ’ τη Σμύρνη, αλλά και την Καππαδοκία. Η καλύτερη φίλη της μητέρας τους, όμως, είναι Μυτιληνιά. Τα δύο αδέρφια από τον Περισσό θυμούνται το σπίτι τους πάντα ανοιχτό και επισημαίνουν πως: «Ανοιχτό παρέμεινε και μετά τον θάνατο του πατέρα, και ακόμη και σήμερα τα εγγόνια με τις παρέες τους και οι φίλοι εξακολουθούν να έρχονται χωρίς ειδοποίηση ή ειδική πρόσκληση. Η αντιπαροχή, όμως, τη δεκαετία του ’80, με τις πολυκατοικίες, διαταράσσει τις καλές σχέσεις της γειτονιάς με τους νεοφερμένους, που «είχαν έναν περίεργο μικροαστισμό». Οι μεν αντιμετωπίζουν τους δε ως «περίεργους», και με αφορμή τη διαμάχη για τη θέση του κάδου απορριμμάτων κόβουν και την καλημέρα μεταξύ τους.».

Στην προσφυγική σύσταση της πόλης οφείλεται, προφανώς, η μειωμένη αναφορά σε διακρίσεις προς τους πρόσφυγες Νεο-Ιωνιώτες. Οι αντιπαλότητες είναι πιο απροκάλυπτες στον πετρoπόλεμο των παιδιών στο ρέμα της «Τράλλεων», ανάμεσα σε «τουρκόσπορους» και «βλάχους» τη δεκαετία του ‘50. Τα σχετικά πειράγματα, όμως, αντιμετωπίζουν από θέση ισχύος τα αδέρφια Δ.Μ. και Π.Μ., που έχουν συνείδηση ότι «εμείς τη χτίσαμε».

Παιχνίδια: Στα παιχνίδια, που έπαιζαν μετά τον πόλεμο, αναφέρεται ο 84χρονος, σήμερα, αφηγητής μας.

Τα  παιδιά έπαιζαν κρυφτό, αμπάριζα, λακκάκια με τις μπίλιες τα αγόρια, και εφτάπετρο τα κορίτσια ή φιλέ με τη μπάλα. Τα μεγαλύτερα παιδιά παίζανε κουμάρι, ρίχνοντας τα ταληράκια και τα διφραγκάκια στον τοίχο. Εκείνη την εποχή απομακρύνονταν από τη γειτονιά για να παίξουν «στου Παλαιολόγου ή στα Μάρμαρα, στο Χαμόμηλο… ολόκληρο ταξίδι», όπως μας λέει ο Ι.Π.. Όταν, όμως, η οδός Σπάρτης, στο κέντρο της Νέας Ιωνίας, έγινε άσφαλτος, το 1952-53, άρχισε η «μανία με τα πατίνια» και τα παιδιά γυρνούσαν τα εργοστάσια για να βρουν ρουλεμάν και τα μαραγκούδικα για ξύλο.

Γιορτές: Οι αφηγητές μας, μιλάνε για την Καθαρά Δευτέρα, την Πρωτομαγιά και το έθιμο του Κλήδονα. (Σημ.: προβλήθηκαν σχετικά βίντεο)

Εκδρομές: Οι εκδρομές με φορτηγά επανέρχονται στον λόγο των αφηγητών μας. Η 96χρονη Μ.Β. αφηγείται πως τους έπαιρνε το Πατριωτικό Ίδρυμα Προστασίας του Παιδιού, το Π.Ι.Κ.Π.Α., και τους πήγαινε το καλοκαίρι στη Βούλα. Και ο 64χρονος Γ.Σ. θυμάται εκδρομές με φορτηγά, που οργανώνονταν από τις οικογένειες των υφαντουργών της Ελευθερούπολης.

Καφενεία, Ζαχαροπλαστεία και η περατζάδα της Ηρακλείου: Η αναφορά στα καφενεία είναι συχνή: του Πασπάτη, τα συντεχνιακά των γιαπιτζήδων-σιδεράδων, σοβατζήδων και μπογιατζήδων στην Ηρακλείου, το «Ιωνία» στη Βάρναλη, των υφαντουργών στην Ελευθερούπολη… Στην Επταετία, η άνοδος της οικοδομής είχε κάνει τους οικοδόμους περιζήτητους, και όπως χαρακτηριστικά αφηγείται ο  Γ.Τ.: «Σε καφενείο εργατών, στο ύψος του Τροχονόμου επί της Ηρακλείου, ένας είχε απλώσει τα πόδια του πάνω στην καρέκλα και πάνω στη σόλα έγραφε πόσα λεφτά θέλει για μεροκάματο. Εκείνη την εποχή στο καφενείο του Μπούρχα υπήρχε αστυνομικός, που ήξερε με το νι και με το σίγμα ποιος είναι ποιος, αλλά και οι πλανόδιοι, που πουλούσαν μπιτίνια, ήταν άνθρωποι της αστυνομίας.».

Όπως και τα καφενεία, τα ζαχαροπλαστεία ήταν και αυτά τόπος συνάντησης, τα «Κυβέλεια», το «Προξενικό» και τα «Βαλκάνια», όπου οι θαμώνες καλημερίζονταν, ακόμη κι αν δεν γνωρίζονταν, ενώ οι γνωστές φυσιογνωμίες χαιρετιούνταν ακόμη και στον δρόμο. Στα «Κυβέλεια» καθόντουσαν μετά την περατζάδα στην Ηρακλείου, το γνωστό νυφοπάζαρο, που ανακαλούν στη μνήμη τους οι περισσότεροι αφηγητές μας. Εκεί φλερτάρανε οι νέοι, εκεί συναντιούνταν οι γνωστοί για να κάτσουν στα ζαχαροπλαστεία. Αν, βέβαια, ο Γυμνασιάρχης του Αναξαγορείου έβλεπε καμιά κοπέλα να κάνει βόλτα, την άλλη μέρα την καλούσε στο γραφείο για να την επιπλήξει. Η πεζοδρόμηση της Ηρακλείου ξεκινούσε το Σάββατο το απόγευμα από τη Δαρδανελλίων (28ης Οκτωβρίου), όπου ήταν το περίφημο κοσμικό κέντρο «Μιρουάρ», που συγκέντρωνε κόσμο απ’ όλη την Αθήνα, μέχρι τον Τροχονόμο (Ελ Αλαμέιν), και διαρκούσε έως και την Κυριακή. Ο δρόμος έκλεινε «και γινόταν η περιβόητη βόλτα, πάνω-κάτω πασατέμπος».

Κινηματογράφοι: Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στους κινηματογράφους, που άνοιξαν με τον ερχομό των προσφύγων. Τρεις-τέσσερις στην αρχή και μετά περισσότεροι. Οι πρόσφυγες έφεραν άλλες συνήθειες. Όσοι είχαν οικονομική άνεση, όπως οι κοσμοπολίτες Σμυρνιοί, πήγαιναν σινεμά. Ένας από τους αφηγητές μας αναφέρει μεταπολεμικά (από το ‘50 και μετά) 19 κινηματογράφους, χειμερινούς και καλοκαιρινούς: Αστέρας, Κρόνος, Ιωνία, Βιολετέρα, Ριάλτο, Αφροδίτη, Γαλαξίας (με χίλια καθίσματα) είναι μερικοί που θυμάται. Ειδικά οι καλοκαιρινοί κινηματογράφοι είχαν ποικίλο πρόγραμμα, όπως ο Αστέρας του Στ. Ξενίδη.

Σχολεία-Εκπαίδευση: Δύο από τους αφηγητές μας αναφέρονται στα «σπιτικά σχολεία», μια εποχή που δεν υπήρχε οργανωμένη προσχολική εκπαίδευση: «Οι παλιές δασκάλες, οι γυναίκες δεν είχαν πού να αφήσουν τα παιδιά και τα στέλνανε εκεί, με ένα κομμάτι ψωμί, λειτουργούσε σαν σταθμός παιδιών.».

Μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά δεν ήταν υποχρεωτικό το δημοτικό και γι’ αυτό δεν πήγαιναν πολλά παιδιά. Ο Γ.Τ., γεννημένος το 1939, αναφέρεται στο 1ο και 2ο δημοτικό σχολείο, που συστεγάζονταν στους Αγίους Αναργύρους, το ένα πρωί και το άλλο απόγευμα, με 30 παιδιά, περίπου, ανά τάξη. Αναμνήσεις από το 1ο Δημοτικό έχει και ο Ι.Π., που είναι νεότερος: «Στις σκανταλιές των παιδιών η τιμωρία ήταν ξύλο με τον χάρακα από τον διευθυντή προς όλους, δικαίους και αδίκους.».

Στο μοναδικό Γυμνάσιο της Ν. Ιωνίας, που μάζευε παιδιά από τις γύρω περιοχές, αναφέρεται και ένας 84χρονος αφηγητής μας.

Στο Γυμνάσιο δεν συνέχιζαν όλα τα παιδιά, αλλά μόνο εκείνα που είχαν μια στοιχειώδη οικονομική άνεση, αφού έπρεπε να αγοράζουν «την ποδιά, τα άσπρα σοσόνια, τα τετράδια» κ.λπ.. Έξοδα είχαν και οι παρελάσεις. Και ενώ στις γυμναστικές επιδείξεις συμμετείχαν όλοι, στην παρέλαση πήγαιναν οι εθνικόφρονες και οι καλοί μαθητές, σύμφωνα με τον Ι.Π.. Γινόταν επιλογή, γιατί χρειαζόταν να ψωνίσεις «πουκαμισάκια, σορτσάκια, ελβιέλες…». Για να μπουν στο Γυμνάσιο, μας λέει ο Γ.Τ., τη δεκαετία του ‘50 έδιναν εξετάσεις, στις οποίες τους προετοίμαζε ο Διευθυντής του σχολείου: τους μάζευε σπίτι του και τους έκανε μάθημα. Από το οχτατάξιο Γυμνάσιο στα Πολυτεχνεία και Πανεπιστήμια (αρχιτέκτονες, μαθηματικοί, πολιτικοί μηχανικοί). Σπουδές έκαναν και στο εξωτερικό, με δημοφιλή προορισμό για τη φουρνιά του ‘50 το Γκρατς της Αυστρίας. Γύρω στο 1956-57 άρχισαν να εμφανίζονται και τα φροντιστήρια: Καθηγητές του ιδιωτικού σχολείου έκαναν γκρουπάκια «για να συμπληρώνουν τον μισθό τους», αλλά ήταν λίγοι οι μαθητές που πήγαιναν. Ο 64χρονος υφαντουργός Γ.Σ. μπήκε στο πανεπιστήμιο «για να ξεφύγει από τη μουτζούρα».».

Στη συνέχεια, τον λόγο έλαβε ο Ιστορικός, υποψήφιος Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Κρήτης, κ. Στέφανος Βαμιεδάκης, ο οποίος άρχισε την εισήγησή του αναφέροντας πως: «Η δική μας υποομάδα εστίασε στο ζήτημα της εργατικής και επαγγελματικής, εν γένει, ταυτότητας των αφηγητών μας, καθώς και την ταξική τους προέλευση, σε σχέση πάντα με τον βιομηχανικό χαρακτήρα της περιοχής.

Η εγκατάσταση των προσφύγων και η ίδρυση του Συνοικισμού σε πρώτη φάση έλυνε το πρόβλημα της κατοικίας. Όμως, αυτό δεν ήταν αρκετό για την πολυπληθή και «πολύχρωμη» ομάδα, από πλευράς τόπου προέλευσης. Η ήδη υπάρχουσα Βαμβακουργία δεν ήταν δυνατόν -παρά τη ραγδαία ανάπτυξή της την ίδια περίοδο- να απορροφήσει όλο το πλεονάζον εργατικό δυναμικό. Η χωροθέτηση του νέου συνοικισμού σε μία περιοχή πλούσια σε ρέματα (δηλαδή σε νερό), το γεγονός ότι προϋπήρχε ήδη μία σημαντική βιομηχανική δραστηριότητα, αλλά και το ότι σημαντικό ποσοστό των πρώτων οικιστών προερχόταν από μία περιοχή της Μικρασίας με πλούσια ταπητουργική παράδοση, έκανε αυτονόητο, θα λέγαμε, τον βιομηχανικό προσανατολισμό του νέου συνοικισμού.

Έτσι, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, οι κεφαλαιούχοι «Πρόσφυγες», δηλαδή, όσοι πολύ νωρίτερα, εκμεταλλευόμενοι εσωτερική πληροφόρηση και κάθε είδους δίκτυα και γνωριμίες, μετέφεραν τα περιουσιακά τους στοιχεία στην ηπειρωτική Ελλάδα, απέκτησαν από την Ε.Α.Π. μεγάλες εκτάσεις γης στον αναπτυσσόμενο προσφυγικό Συνοικισμό.

Παρά το γεγονός ότι και η δική μας έρευνα επιβεβαιώνει ότι η Νέα Ιωνία δεν κατοικούταν αμιγώς/αποκλειστικά από εργατικό πληθυσμό, ωστόσο, αυτός διατηρούσε συμπαγή και μαζικά χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένες περιοχές. Οι αφηγητές μας, είναι σχεδόν στο σύνολό τους 2ης, αλλά και 3ης γενιάς πρόσφυγες, πλην μιας περίπτωσης.

Προφανώς, οι συνεντεύξεις αυτές δεν αρκούν για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, αλλά οπωσδήποτε αποτελούν ένα πρώτο δείγμα των επαγγελμάτων που συναντάμε στην πόλη. Από τις αρχειακές πηγές και τη βιβλιογραφία μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως έως τη δεκαετία του 1980 η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της πόλης, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους, απασχολείται στον ιδιωτικό τομέα με σχέση εξαρτημένης εργασίας (μισθωτοί). Η ποσόστωση αυτή βαίνει διαρκώς μειούμενη προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80, εξ αιτίας του οριστικού κλεισίματος των μεγάλων υφαντουργικών μονάδων της περιοχής.

Αναλυτικές πληροφορίες από τους αφηγητές μας για τους προγόνους τους, που εγκαταστάθηκαν εδώ δεν έχουμε, όμως, από σπαράγματα μνήμης μάθαμε πως υπήρξε ένα ευρύ φάσμα κοινωνικής προέλευσης. Αγρότες και επαγγελματίες κατά κανόνα. Ο ερχομός τους, όμως, στην Παλαιά Ελλάδα, και οι δύσκολες συνθήκες εγκατάστασης και διαβίωσης, γίνονται αιτία να αλλάξουν επαγγέλματα, με άμεση συνέπεια τη διαφοροποίηση της κοινωνικής/ταξικής τους θέσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι δύο πρόγονοι ενός αφηγητή μας: ο ένας, ενώ υπήρξε σπουδαίος ταπητουργός της Σπάρτης, αναγκάζεται στη νέα πατρίδα να ράβει γυναικείους κεφαλόδεσμους (τσεμπέρια). Ο δεύτερος, άλλοτε γαιοκτήμονας με μεγάλες καλλιέργειες αφιονιού (δηλαδή, παπαρούνας για την παραγωγή οπίου για φαρμακευτική χρήση, μορφίνη κ.λπ.) στήνει σε κάποιον χώρο του σπιτιού του ένα μικρό φωτογραφικό εργαστήρι.

Η εγκατάσταση αυτή δημιουργεί μία νέα κανονικότητα, αυτήν που θέλει τους Μικρασιάτες πρόσφυγες (ιδιαίτερα γυναίκες και ανήλικα άτομα) φτηνά εργατικά χέρια.

Η μελέτη των Εκλογικών Καταλόγων, που συντάχθηκαν με αφορμή τις πρώτες Δημοτικές Εκλογές, το 1934, μετά την ανακήρυξη της Νέας Ιωνίας σε ανεξάρτητο Δήμο, δείχνει πως η επαγγελματική σύνθεση των κατοίκων του Συνοικισμού είναι πολυποίκιλη. Σε μία μόνο Ενορία, αυτή της Ζωοδόχου Πηγής Καλογρέζας, από το σύνολο των 516 εγγεγραμμένων, οι αναφερόμενοι ως «εργάτες» είναι το 27% του συνόλου. Οι υπόλοιποι έχουν δηλώσει είτε ελεύθεροι επαγγελματίες, είτε υπάλληλοι, είτε ακόμη ειδικευμένοι τεχνίτες (γεγονός που δεν αποκλείει να απασχολούνται στις βιομηχανίες της περιοχής).

Και κάπου εδώ αρχίζει μια νέα περιπέτεια. Αρκετοί από τους πρόσφυγες πιάνουν δουλειά στο συγκρότημα της Εριουργίας, ωστόσο, τα χαμηλά μεροκάματα αναγκάζουν κάποιους από αυτούς να αναζητήσουν και άλλους οικονομικούς πόρους. Ο οδηγός της επιχείρησης -είναι και προσωπικός οδηγός του Γενικού Διευθυντή Σπράου- εκτελεί υπερωριακά, ακόμη και υπεραστικά δρομολόγια, κάνει και κάποια «εξτραδάκια» με εργολαβικές μεταφορές προς όφελός του. Ένας άλλος, που είναι χρεωμένος με την ασφάλεια του αντλιοστασίου, παράλληλα καλλιεργεί και το δικό του μποστάνι, που είναι αρκετά αποδοτικό για να θρέψει την οικογένειά του. Η οικογένειά του ζει στις εργατικές κατοικίες, που έχτισε για το προσωπικό του ο Κιρκίνης. Οι γυναίκες της οικογένειας του αφηγητή (σύζυγοι, θείες κ.λπ.) δεν καταλήγουν «φαμπρικούδες» στην Εριουργία, ούτε στην «προνομιούχα» -όπως μας την χαρακτήρισε μία άλλη αφηγήτρια- Μεταξουργία του Κυρκίνη, αλλά εκμεταλλεύονται τη δυνατότητα που έχουν να προμηθευτούν σε καλές τιμές υφάσματα από το εν λόγω εργοστάσιο, αλλά και από τα άλλα της περιοχής. Έτσι, γίνονται μοδίστρες και ραφτούδες, δουλεύοντας από το σπίτι, ενώ, παράλληλα, έχουν και τη φροντίδα του νοικοκυριού και των μικρών παιδιών.

Η δουλειά, όμως, στα εργοστάσια του Κυρκίνη δεν είναι ελκυστική. Οι συνθήκες άσχημες, τα ωράρια απάνθρωπα, τα μεροκάματα πολύ χαμηλά. Η ιεραρχία εντός του χώρου παραγωγής εμπεδώνεται καθημερινά: η συμπεριφορά των ανωτέρων (των μηχανικών, των εργοδηγών, των προϊστάμενων) είναι σκληρή.

Κάτι που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η μαρτυρία ενός εκ των αφηγητών μας, ο οποίος ανήκει στην περίπτωση των οικογενειών που αρχικά βρέθηκαν με κλήρο στη Μακεδονία και αργότερα εγκαταστάθηκαν οριστικά στους Ποδαράδες. Αυτός μας πληροφορεί πως το 1938 ήταν κανόνας να δουλεύεις σε κάποιο από τα εργοστάσια της Ελληνικής Εριουργίας, όπως και το ότι σχεδόν κάθε σπίτι είχε τον δικό του ιδιόκτητο αργαλειό. Για να έχουμε μία εικόνα, σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας της Ελληνικής Εριουργίας, στα μέσα της δεκαετίας του 1930 απασχολούσε πάνω από 2.500 εργατοϋπαλλήλους (την ίδια περίοδο, ο πληθυσμός στον νεοσύστατο Δήμο πλησίαζε τους 24.000).

Άλλος αφηγητής μας, δεύτερης γενιάς πρόσφυγας, γεννημένος το 1935, μας δίνει μία γλαφυρή εικόνα της Νέας Ιωνίας παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου. Ο αφηγητής, μικρό παιδί τότε, θυμάται καλά τον χαλασμό που γινόταν στους γειτονικούς δρόμους, όταν με το σήμα της «μπουρούς» από τις γύρω φάμπρικες -τη «Νίκη», του «Καββαδία» κ.ά.- οι εργάτριες ξεχύνονταν στους δρόμους. Και ήταν σχεδόν μόνο εργάτριες, γιατί η κλωστοϋφαντουργία ήθελε μόνο γυναίκες ή και παιδιά, όπως μας είπε μια άλλη αφηγήτριά μας, που έπιασε δουλειά για πρώτη φορά στα 12 της χρόνια στον προνομιούχο, όπως νόμιζαν, «Μουταλάσκη». Δεν μένει, όμως, σε αυτήν την ανάμνηση• η εικόνα τού «κάθε σπίτι κι αργαλειός» -και, μάλιστα, ταπητουργικός- είναι βαθιά χαραγμένη στη μνήμη του. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, 2 και 3 μαζί συγκροτούσαν μία μικρή επιχείρηση, και θυμάται κάμποσες από αυτές, όπως και τον δεξιοτέχνη μαραγκό, που ήταν και ο αποκλειστικός κατασκευαστής (Ο ίδιος και ο αδελφός του, παρά τις αντιξοότητες κατάφεραν να σπουδάσουν. Τα επαγγέλματα που ακολούθησαν είναι τα πλέον χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής κοινωνικής ανόδου: ο ένας γιατρός και ο άλλος νομικός.).

Διαφορετική, αλλά εξίσου χαρακτηριστική, είναι και η περίπτωση συνομήλικου αφηγητή, 2ης γενιάς πρόσφυγα, με καταγωγή από τα περίχωρα της Σμύρνης: Ο πατέρας του, παρά την αρχικά αγροτική απασχόληση, περνάει κατά την Κατοχή στο λαθρεμπόριο καπνού, γεγονός που δίνει και στον αφηγητή μας τις βάσεις να ασχοληθεί και ο ίδιος με το μικρεμπόριο. Ανοίγει ένα μικρό παντοπωλείο, η πληθώρα, όμως, τέτοιου είδους μαγαζιών στην περιοχή δεν βοηθά να χτίσει την επιχείρησή του όπως αυτός θέλει. Έτσι, από έμπορος μετατρέπεται σε μεροκαματιάρη, πιάνοντας δουλειά σε γνωστό υφαντουργείο των Πατησίων (Δημητριάδης), στο οποίο και παραμένει μέχρι που συνταξιοδοτείται. Η περίπτωση της συνέντευξής του είναι ξεχωριστή. Γιατί μέσα από αυτήν διαφαίνεται η έντονη τάση του για κοινωνική/ταξική ανέλιξη: αμέσως θα προσκολληθεί στη Διεύθυνση του εργοστασίου και θα αναλάβει πόστα επιστάτη/εργοδηγού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τη θέση του στον εργασιακό μικρόκοσμο του εργοστασίου.

Της ίδιας ηλικίας με τους παραπάνω είναι και μια άλλη αφηγήτριά μας. Εργάτρια εκ γενετής θα λέγαμε, μπήκε στις φάμπρικες στα πρώτα (μετα)παιδικά χρόνια και έμεινε σ’ αυτά ώσπου συνταξιοδοτήθηκε. Η αφήγησή της βρίθει αντιφάσεων, γιατί ενώ περιγράφει τις σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες εργασίας τόσο της ίδιας, στο κλωστοϋφαντουργείο των Σινιόσογλου («Μουταλάσκη»), που την προσλαμβάνουν στην τρυφερή ηλικία των μόλις 14 ετών, όσο και της μητέρας της, που δούλευε στα Ανθρακωρυχεία της Καλογρέζας, θεωρεί τυχερό τον εαυτό της που στο τέλος της βάρδιας είχε και ένα μπουκάλι γάλα. Στην ίδια συνέντευξη, αναστοχαζόμενη με θλίψη, περιγράφει τις δύσκολες στιγμές που βίωνε η μάνα της, καθώς αναγκαζόταν να φέρνει το βρέφος της στο εργοστάσιο για να το θηλάσει στο διάλειμμα, μέσα στον ανθυγιεινό χώρο του Κλωστηρίου, όπου δούλευε.

Ανάλογες εμπειρίες από την πιο σύγχρονη Νέα Ιωνία, μας αφηγήθηκαν οι νεότεροι αφηγητές, 3ης γενιάς Πρόσφυγες αυτοί. Δύο σημαντικά στοιχεία, που δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε, είναι πως αν και η αφήγησή μας βρίσκεται πλέον κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, η παιδική εργασία είναι πάντα παρούσα, με μια κάπως πιο νομότυπη μορφή. Από αυτήν την άποψη, η αφηγήτριά μας θυμάται όταν ήταν μικρή την τραυματική της εμπειρία από την επίσκεψή της στο Δημόσιο Ιατρείο, που θα της χορηγούσε το ανάλογο πιστοποιητικό ικανότητας για εργασία. Επίσης, είναι ακόμη διακριτές οι έμφυλες διακρίσεις, αφού δεν ήταν σπάνιες οι φορές που ο κηδεμόνας διέκοπτε το σχολείο από τα θηλυκά μέλη της οικογένειας, επειδή ο κίνδυνος ανήθικων εκτροπών ελλόχευε.

Τέλος, δεν μπορούμε να μην λάβουμε υπ’ όψη δύο ακόμη μαρτυρίες, μία ενός 1ης γενιάς Πρόσφυγα και μια ενός 2ης γενιάς, περίπου της ίδιας ηλικίας με τους προηγούμενους (γεν. τη δεκαετία του ‘30).

Με αστικές καταβολές από τη Σμύρνη, η προσφυγιά τον βρίσκει να δουλεύει από παιδί «μπακαλόγατος», όπως μας λέει χαρακτηριστικά. Οι Ποδαράδες, όπως τους θυμάται στην παιδική του ηλικία, ήταν γεμάτοι «σπιτικά εργοστάσια». Όμως, γι’ αυτόν η συνέχεια ήταν διαφορετική: δαιμόνιος καθώς ήταν και με τη βοήθεια των σπουδών του στήνει στην κυριολεξία από το μηδέν τη δική του επιχείρηση με είδη ηλεκτρισμού στο κέντρο της Αθήνας, η οποία επιβιώνει και στη διάρκεια της Κατοχής. Αργότερα, επεκτείνει τις δραστηριότητές του σε πολλούς τομείς: βιδοποιία, εισαγωγές, μέχρι και εργοστάσιο στην Ξάνθη. Εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες όποτε του δίνονται, μέχρι του σημείου να εγκαθιστά μέρος της δραστηριότητάς του σε κάποιο από τα εγκαταλειμμένα κτήρια του Κυρκίνη και τώρα ιδιοκτησίας Μποδοσάκη. Το οικογενειακό δίκτυο έχει ιδιαίτερη αξία, με αποτέλεσμα και ο ξάδερφός του αποκτά ένα μικρό τμήμα από τις επιχειρήσεις του. Ο τελευταίος, με προσωπική δουλειά και φροντίδα, επεκτείνει την επιχείρησή του (βιδοποιία), φτάνοντας μέχρι και τις μέρες μας σχεδόν, χωρίς, ωστόσο, να φτάσει στο οικονομικό μέγεθος του αρχικού ιδιοκτήτη-συγγενή του.

Και ενώ οι έρευνες της Ομάδας συνεχίζονται, ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στην κοινωνική θέση των προσφύγων. Η εργατική απασχόληση υπήρξε σε πολλές περιπτώσεις μονόδρομος, αλλά, συγχρόνως, δεν εγκαταλείπουν το όνειρο της μη εξαρτημένης απασχόλησης (εργοστάσιο). Έτσι εξηγείται η έντονη κοινωνική κινητικότητα, η αναζήτηση συμπληρωματικών εισοδημάτων, η επιδίωξη της μικροεπιχειρηματικότητας κ.λπ.. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως ήταν φυσικό, υπήρξαν αρνητικές μεταστροφές: ο γαιοκτήμονας που έγινε φωτογράφος.

Οι Ποδαράδες ήταν από την αρχή της εγκατάστασης του Συνοικισμού προορισμένοι να στεγάσουν Πρόσφυγες, που θα «επάνδρωναν» τα καινούργια εργοστάσια των πλούσιων κεφαλαιούχων από την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Καππαδοκία και αλλού, αλλά και αυτά του συγκροτήματος Κυρκίνη. Οι ιδιαιτερότητες του τόπου καταγωγής, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του/της καθενός/μίας, οι ανάγκες της νέας τοπικής κοινωνίας, που φτιάχτηκε από το μηδέν, δημιούργησαν τη Νέα Ιωνία του Μεσοπολέμου, που συνέχισε και Μεταπολεμικά, φτάνοντας, όμως, στις μέρες μας, όπου πλέον τα χαρακτηριστικά της προσφυγούπολης έχουν σε μεγάλο βαθμό εκλείψει. Η έρευνα μας συνεχίζεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.».

Κατόπιν, πραγματοποιήθηκε η εισήγηση της Ο.Π.Ι. Καλλιθέας-Τζιτζιφιών, με θέμα: «Τα προσφυγικά της Καλλιθέας.-Επτά συνοικισμοί.».

Ακολούθησε διάλειμμα για καφέ και αμέσως μετά ξεκίνησε η 2η συνεδρία, με συντονίστρια την κ. Μαρία Νανάκη, από την Ο.Π.Ι. Χίου, με πρώτη εισήγηση από την Ο.Π.Ι. Βόλου, με τίτλο: «Και οι άνθρωποι λέγονται μνημεία… Πες ότι στο ‘πε μια αγράμματη γυναίκα», με ομιλήτριες τις κ.κ. Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν και Μένη Τσίγκρα, οι οποίες εκπροσώπησαν την Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Βόλου (Ο.Π.Ι.ΒΟ.) στην Ημερίδα, διευκρινίζοντας αρχικά πως το απόσπασμα του τίτλου της εισήγησης της Ομάδας του τον είπε η Μαρία Κ., Μικρασιάτισσα πρώτης γενιάς, σε συνέντευξή της στην Αναστασία Κονταξή (1990).

Επίσης, αξίζει να σημειώσουμε πως την υπο-ομάδα της Ο.Π.Ι.ΒΟ. για τους Μικρασιάτες αποτέλεσαν τα μέλη: Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν, Μένη Τσίγκρα, Κυριακή Μόσχου, Άννα Πιάτου, Διονύσης Γκιάτας, Ντίνος Αργυρίου, Νένα Ζήση, Ασπασία Σπυροπούλου, Έφη Σταυροθεοδώρου και Αναστασία Κονταξή, οι οποίοι εργάστηκαν πάνω σε 14 συνεντεύξεις από Μικρασιάτισσες και Μικρσιάτες πρόσφυγες πρώτης γενιάς, οι οποίες λήφθηκαν από το 1989-1993, περίπου, από την Εκπαιδευτικό Αναστασία Κονταξή, στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού της στο Α.Π.Θ.. Το αρχείο της Αναστασίας Κονταξή, μέλους της Ο.Π.Ι.ΒΟ., βρίσκεται στο Εργαστήριο Ιστορίας (Αρχείο Οπτικοακουστικών Μαρτυριών) του τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας (Ι.Α.Κ.Α.) του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, όπου βρίσκεται κατατεθειμένο και όλο το αρχείο της Ο.Π.Ι.ΒΟ., το οποίο είναι προσβάσιμο στους ερευνητές και στις ερευνήτριες.

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΗΣ Ο.Π.Ι. ΒΟΛΟΥ

Εισαγωγή:

Ο Βόλος, από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, υποδέχεται χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και άλλα μέρη, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, ο αριθμός των προσφύγων, που εγκαθίσταται στον Βόλο, αγγίζει τους 12.000, σε μία πόλη που ο πληθυσμός της τα χρόνια αυτά κυμαίνεται από 30 έως 35 χιλιάδες κατοίκους. Στην ανακοίνωση αυτή θα διανύσουμε μια μεγάλη ιστορική χρονική περίοδο, συνοπτικά, από το 1922 έως σήμερα, μέσα από τις μνήμες πέντε γενεών Μικρασιατισσών.

Η πρώτη γενιά γεννήθηκε σε διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας, από το 1901 έως το 1917, ενώ οι επόμενες γεννήθηκαν στη Νέα Ιωνία Βόλου, σ’ ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, που ξεκινά από τη δεκαετία 1920 έως τη δεκαετία 1990. Οι προφορικές μαρτυρίες προέρχονται από τριάντα συνεντεύξεις, οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους: γύρω στο 1990, το 2001 και το 2022.

Στην ανακοίνωση αυτή, ένα μικρό μέρος του υλικού επιλέξαμε να παρουσιάσουμε από τον τεράστιο πλούτο των συνεντεύξεων που επεξεργαστήκαμε. Στον βαθμό που το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο του αφηγηματικού χρόνου επηρεάζει τα ερωτήματα των ερευνητών και τις απαντήσεις των αφηγητών και αφηγητριών, μια βασική παραδοχή είναι η ιστορική συγκρότηση της μνήμης. Τα κεντρικά ερωτήματα που θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε είναι: Τι θυμάται και τι αποσιωπά η κάθε γενιά; Ποιο είναι το πλαίσιο συγκρότησης της μνήμης και ποια τα υποκείμενα της μεταβίβασής της;

1. Μνήμες της πρώτης γενιάς προσφύγων: Η γενιά του τραύματος και της νοσταλγίας.

Οι προφορικές μαρτυρίες της πρώτης γενιάς αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της ανακοίνωσης αυτής. Είναι η μόνη γενιά που βιώνει τα τραύματα του διωγμού και των απωλειών -ανθρώπων, πατρίδας, περιουσίας- καθώς και το τραύμα της εγκατάστασης στον νέο τόπο. Αποτελεί, επίσης, το βασικό συλλογικό υποκείμενο μεταβίβασης της προσφυγικής μνήμης.

Απόσπασμα 1. [Η Άννα Σ. γεννήθηκε στη Σμύρνη και ήρθε στον Βόλο το 1922 με τους γονείς και τον αδερφό της]

Α.Κ.: «Εσείς είχατε πάρει μαζί σας τίποτε, λεφτά είχατε, δεν είχατε;».

Α.Σ.: «Τίποτε δεν είχαμε, κορίτσι μου, τίποτε δεν είχαμε. Μα δεν προβλέπαμε… δεν περιμέναμε τέτοια. Τ’ αφήκαμε έτσι. Ένα πάπλωμα πήραμε και δυο κουβέρτες. Εγώ σήκωνα τις κουβέρτες, η μάνα μου το μωρό και ο πατέρας μου μια εικόνα είχαμε πάρει, μέσα στο πάπλωμα την είχαμε και σ’ ένα σακί, αυτά.».

Α.Κ.: «Της Παναγίας; Τι;».

Α.Σ.: «Όχι, τον Άγιο Αντώνη.».

Απόσπασμα 2. [Η Σοφία Ε. γεννήθηκε στο Αϊβαλί και ήρθε το 1922, νιόπαντρη.]

Σ.Ε.: «Λοιπόν, γράψαν τουν καθένα πού θέλ’ να πάει… Φουρτώσαν τα καράβια απ’ τη Μυτιλήν… Ιμάς… ήρθαμι στου Βόλου…»

Τ.Κ.: «Με ποιους ήσασταν εσείς τότε;».

Σ.Ε.: «Μι τον άνδρα μ, ιγώ τότις… οι δυο μας.».

Τ.Κ.: «Τ’ αδέρφια σας;».

Σ.Ε.: «Τ’ αδέρφια μ’ μείναν στην Τουρκία, τα πιδιά… Τα κρατήσανι… Παν τ΄ αδέρφια μ’ μείναν αιχμάλωτοι, τα σφάξανιιι, χαθήκαν τ΄ αδέρφια μ.».

Τ.Κ.: «Όλα, αγόρια αδέρφια είχατε;»

Σ.Ε.: «Έξι αδέρφια…».

Σε αντίστιξη με τις τραυματικές μνήμες του ξεριζωμού και της απώλειας, ο Αθανάσιος Κ., από το Εγγλεζονήσι, αφηγείται για τα έκτροπα των Ελλήνων στρατιωτών –μια αποσιωπημένη ιστορία για πολλά χρόνια στο δημόσιο αφήγημα– ευτυχώς, όχι πλέον.

Απόσπασμα 3:

Α.Κ.: «Εκεί που ήταν κατασκηνωμένο ένα σύνταγμα δικό μας, ξεκινάει αυτός να πάει σ’ ένα χωριουδάκι τούρκικο και πάει και μπαίνει σ’ ένα σπίτι μέσα. Και μόλις τον είδε, λοιπόν, η μάνα του κοριτσιού «νεβάρ, του λέει, ασκερέρ», αυτό θα πει «τι ζητάς στρατιώτη;». Λέει «θα σου πω εγώ τι ζητάω», ναι, τέλος πάντων, λοιπόν, αυτός ήταν ένας κακούργος κακοποιός, χρησιμοποίησε, λοιπόν, βία εκεί, και εν τω μεταξύ, αφού χρησιμοποίησε βία, λοιπόν, στη γυναίκα αυτή, τι το κάνει το κοριτσάκι; Τραβάει μια τέτοια, τέτοια που είχε μια λόγχη και το σχίζει που λες – από δω το ‘σχισε, με συγχωρείτε κι ‘όλα, από το πράμα του μέχρι απάν’ και βγήκαν, πεταχτήκαν τ’ άντερα έξω. Λοιπόν, μόλις πήγαιν’ ο κόσμος, μόλις είδε η μάνα του κοριτσιού ένα τέτοιο πράμα …τρελάθηκε. άρχισε τις φωνές, μαζεύτηκε το χωριό εκεί, τι να δει; Είδαν, λοιπόν, ένα έγκλημα, που έγινε από έναν κακό άνθρωπο, ένα κακούργο άνθρωπο, που έγινε το έγκλημα, αλλά το πλερώσαν 10.000 Αϊβαλιώτες αυτό το πράμα. Κατάλαβες; 10.000 Αϊβαλιώτες το πλερώσαν…».

Οι περισσότεροι/ες μικρασιάτες/σες, με την άφιξή τους στον Βόλο, στοιβάχτηκαν σε μεγάλες επιταγμένες αποθήκες, δημόσια κτήρια και σχολεία. Ορισμένοι μόνο πρόσφυγες «ανώτερης κοινωνικής θέσης» εγκαταστάθηκαν σε επιταγμένα σπίτια, σύμφωνα με το νομοθετικό διάταγμα «περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων».

Η Αθηνά Χ. γεννήθηκε στο χωριό Φίλιο Μαγνησίας. Ορφανή από πατέρα φεύγει το 1922, με τη μητέρα της και τα δυο της αδέρφια. Κάθισαν 4-5 χρόνια στην αποθήκη του Ζάρκαδου. Όπως αναφέρει: «Ήρθε η Επιτροπή κι έκανε τα δωμάτια… «Πόσα άτομα είστε;». Ήταν 4-5. «Αυτό θα πάρετε εσείς». Πόσα άτομα είστε; «Οχτώ». «Αυτό θα πάρετε εσείς»… Και μετά βάλαμε κουρελούδες… Κάναμε δωμάτια με κουρελούδες… Χάλια αδιόρθωτα…».

Ο προσφυγικός συνοικισμός της Νέας Ιωνίας κατασκευάστηκε από το 1923 έως το 1938, κατά τμήματα, με διαφορετικούς τύπους οικημάτων, στον «αφιλόξενο» τόπο του Ξηρόκαμπου. Χωροταξικά, ο προσφυγικός συνοικισμός χωρίζεται από την πόλη του Βόλου με το ποτάμι Κραυσίδωνα, με μία μόνο γέφυρα τα πρώτα χρόνια. Ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι μόνο χωροταξικός. Υποδηλώνει, ταυτόχρονα, τη διαφορά ανάμεσα στους ντόπιους Βολιώτες και στους «ξένους» Μικρασιάτες και την υποβάθμιση των δεύτερων. Τα «τετράγωνα», στα οποία αναφέρονται οι αφηγήτριές μας, κατασκευάστηκαν το 1924. Πρόκειται για οχτώ οικιστικά «τετράγωνα» «μονοκάμαρων» λιθόκτιστων κατοικιών 15 τ.μ., με μια μικρή αυλή. Στο εσωτερικό του κάθε «τετραγώνου» υπήρχαν κοινόχρηστοι χώροι με πλυσταριά και αποχωρητήρια. Πριν καλά-καλά ολοκληρωθεί η κατασκευή των σπιτιών, οι πρόσφυγες αγανακτισμένοι από τις συνθήκες διαβίωσης στις αποθήκες, καταλαμβάνουν τα μονοκάμαρα «με το έτσι θέλω».

Απόσπασμα 4: Η Ευαγγελινή αφηγείται:

ΕΠΛ.: «Αυτά τα σπίτια οι εργολάβοι περιμέναν λεφτά… και δεν τα τελειώνανε… Ήταν τελειωμένα, (ούτε) σοβάδες, ούτε πόρτες ούτε παράθυρα. Κάναν μια εξόρμηση όλ(οι) οι πρόσφυγοι και πιάσαν τα δωμάτια… Αυτό είναι δικό μ, αυτό είν’ δικό μ… Με τέτοιο τρόπο και ‘ρχεται τρεχάτη η μητέρα μου και παίρνει δυο κουβέρτες και τις ρίχνει στο σπίτι μέσα και λέει αυτό το σπίτι είναι δικό μας. Κατεβήκαμε πια και κάτσαμε χωρίς πόρτες, χωρίς παράθυρα… Ένα, ένα σκέτο δωμάτιο. Ούτε πόρτες, ούτε παράθυρα ούτε τίποτα. Σαν να καθίζανε όχι άνθρωποι, ζώα.».

Α.Κ.: «Αυτά τα είχε κάνει ποιος… το κράτος τα είχε κάνει αυτά τα σπίτια;».

ΕΠΛ.: «Ε, κρατικά είναι, κρατικά είναι… Μετά τα πληρώσαμε μετάαα για μαύρο χαβιάρι.».

Όμως, και εδώ, τα πρώτα χρόνια οι συνθήκες ήταν τραγικές. «Σπίτια για ζώα», μας λένε οι αφηγητές μας. Η Σοφία Ε. τα ονομάζει «Τα ντάμια του καραγκιόζ’».

Παρακάτω περιγράφει τις συνθήκες στα κοινόχρηστα αποχωρητήρια.

Απόσπασμα 5:

Σ.Ε.: «…Αλλά, να ‘βλέπεις, το προυί, ήθιλε να πάρ’ κάθε μία τουν τενεκέ που είχι, με συγχωρείτε τώρα για τη φράση μ’ τώρα θα πούμι… Ναι, μέσα ιδώ κάναμε του νερό μας, ικεί τρώγαμι, ικεί καθόμαστι, ικεί πλύναμι… μέσα σ’ αυτό του δουμάτιο. Από κει τα παίρναμι το προυί-προυί όλα τα … τσάντις, τσι τενεκέδις, τσι κουβάδις, τι ήταν, πηγαίναμι και τ’ αδειάζαμι. Μισοί … τα φέρναμι όλες ιδώ… «Όχ’ θα τα χύσου ιγώ, θα τα χύσις ισύ» τα χύναμι έξου, πήγαιναν όλα έξου… Μη συζητάς κοριτσι μ’.».

Τ.Κ.: «Μύριζε ο τόπος ή όχι;».

Σ.Ε.: «Μύριζιιι! Αφού ‘ταν απ’ έξω… Απ’ έξω βγαίναν… Λάθος ήτανι. Είχαν καν(ει) γενικές καταβάθρες κι όλα τα αποχωρητήρια πηγαίναν σε μια καταβάθρα… από ΄κει κι από ΄δω. Αλλά, ο κόσμους πολύς… Άλλος περίμενι… Απ’ έξω πήγαινις κι περίμενες να βγει ο ένας να μπει ου άλλος. Όχ’ εγώ, μι σειρά, μι ουρά… «Όχ’ είμι ‘γω δεν είσι ‘συ… «Άλλος, μι συγχωρείτι, απάνου τ’ τα έκανι… Κατάλαβις τώρα τι θέλου να σι πω…».

Τα πρώτα χρόνια, στο τραύμα της εγκατάστασης έρχεται να προστεθεί και αυτό της απόρριψης από τους Βολιώτες. Οι περισσότεροι από τους αφηγητές/τριες εκφράζουν την τραυματική τους εμπειρία στις σχέσεις τους με τους ντόπιους. Η Θάλεια Α.-Μ. αναφέρει ότι τους έλεγαν «τουρκόσπορους» και «γιαουρτοβαφτισμένους». Και η Ελένη Π. αφηγείται:

Απόσπασμα 6:

E.Π.: «Σ’ αυτό το κτήριο ήταν καπναποθήκη. Το επίταξαν και μας βάλαν μέσα… Έστρωσες να ταΐσεις το παιδάκι σου, ε; Δεν έτρωγε το παιδί …ως συνήθως τα παιδάκια. «ΦΑΕ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΣΕ ΔΩΣΩ ΜΑΣ ΠΡΟΣΦΙΓΚΕΣ». Να ξέρουν να πούνε ακόμα ούτε πρόσφιγξ ούτε πρόσφυγας επί τέλους. «Θα σε δώσω μας ΠΡΟΣΦΙΓΚΕΣ». «Και θα σε φάνε, τρώνε παιδάκια.» Να μας’ ακούνε οι μητέρες μας, να κλαίνε…».

Ο Αθ. Πετρόχειλος γεννήθηκε το 1902 στη Σμύρνη. Πολέμησε στη Μικρά Ασία και αιχμαλωτίστηκε. Έρχεται στον Βόλο το 1924. Στο παρακάτω απόσπασμα, πιο νηφάλια, αιτιολογεί τη στάση των ντόπιων απέναντι στους πρόσφυγες.

Απόσπασμα 7:

Α.Π.: «Ο κόσμος, να σας πω την αλήθεια, δεν μας είδε με καλό μάτι. Γιατί ο κόσμος ήτανε κατεστραμμένος κι εδώ. Ύστερα απ’ τον πόλεμο. Πόλεμο είχανε απ’ τους Βαλκανικούς Πολέμους. Απ’ το ’12 μέχρι το ’22. Ήτανε δώδεκα χρόνια και τα ρέστα. Ήταν κατεστραμμένος ο κόσμος, μόλις είχε απολυθεί κι αυτός από στρατιώτης. Πολλοί δεν γύρισαν κιόλα. Και μάλλον μας βλαστημούσανε παρά…Καταλάβατε;».

Ρ.Β.Μ.: «Τι σας λέγανε δηλαδή;».

Α.Π.: «Ε, παλιοπρόσφυγες και…, τί να μας πούνε. Μας λέγαν, μας λέγαν. Δεν ήξεραν. Τόσο τους έφτανε, τόσο λέγανε.».

Οι δύσκολες σχέσεις μεταξύ Βολιωτών και Μικρασιατών, που συχνά παίρνουν τη μορφή αντιπαραθέσεων ακόμη και συγκρούσεων, συνδέονται με οικονομικούς παράγοντες, λόγω της φτηνής προσφοράς εργασίας, με πολιτικούς, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι πρόσφυγες πλειοψηφικά ήταν Βενιζελικοί και με πολιτισμικούς παράγοντες, λόγω της διαφορετικής κουλτούρας. Αποκορύφωμα αυτής της αντιπαράθεσης ήταν η φωτιά του 1936 στις παράγκες των προσφύγων στην είσοδο του Βόλου, όπου διατηρούσαν καταστήματα και ορισμένοι είχαν και τις κατοικίες τους. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι στις συνεντεύξεις πρώτης γενιάς δεν υπάρχει αναφορά στη φωτιά των προσφυγικών καταστημάτων. Η μόνη αναφορά προέρχεται από τον Βολιώτη Δημήτρη Τσιλιβίδη, ο οποίος γεννήθηκε στον Βόλο και ήταν συμμαθητές με τον 16χρονο Δαμιανό Καμηλάκη, το μόνο θύμα της φωτιάς.

Απόσπασμα 8:

Δ.Τ.: «…Έβαλαν κάποια στιγμή λοιπόν…. ποιος το ‘κανε… βάζουν φωτιά στη μία άκρη προς το Δημαρχείο και στην άλλη άκρη προς την αυτή… Και πέφτει η αστυνομία απάνω και απαγορεύει να προσεγγίσει κανείς καν να σώσει από τους υπόλοιπους τα πράγματα… Παίρνει φωτιά το ξυλουργείο του Καμηλάκη, Καμηλάκης λεγόταν ο Κομνηνός στο παρόνομα κι αυτοί πετιώνται έξω με τον πατέρα του από το καιόμενο ξυλουργείο… Ο Κομνηνός είχε ένα έξοχο ποδήλατο… Το να έχεις ποδήλατο τότε είναι σα να έχεις σήμερα Πόρσε να πούμε, για τους μικρούς… Ο Κομνηνός όταν είδε ότι είχε το ποδήλατο μέσα, ορμάει λοιπόν μέσα στο καιόμενο ξυλουργείο, βουτάει το ποδήλατο και την ώρα που το κρατάει… πέφτει όλο αυτό και τον καίει ζωντανό, τον Κομνηνό…».

Οι Μικρασιάτες, μέσα από τις κοινές εμπειρίες του διωγμού, της εγκατάστασης και της απόρριψης από τους Βολιώτες σφυρηλατούν μια κοινή ταυτότητα, παρά τις όποιες διαφορές μεταξύ τους: Τα τραύματα προσπαθούν να τα επουλώσουν προσδίδοντας θετικά χαρακτηριστικά στην ταυτότητα του Μικρασιάτη και επιδοτώντας σε κάθε στιγμή την προσφορά τους στην πόλη του Βόλου. Ο Π. Παλαμηδάς μας λέει: «Ο προσφυγικός ο κόσμος ανέπτυξε την περιφέρεια. Τι ήταν ο Βόλος, ο Βόλος ήταν μία μικρή πόλις. Ήρθε αυτό το εργατικό δυναμικό απ’ τη Μ. Ασία, έπεσε στα εργοστάσια, στη δουλειά, προσέφερε κι ανέπτυξε και τη βιομηχανία και τον Βόλο και τον τουρισμό και τα πάντα!».

Παράλληλα, η εξιδανίκευση και η νοσταλγία των «χαμένων πατρίδων» αποτελεί κοινό τόπο στις μνήμες των προσφύγων πρώτης γενιάς.

Απόσπασμα 9: Κεσμετζής Αθανάσιος

A.K.: «Εγώ να σου πω, κάθε βράδυ που θα ξαπλώσω στο κρεβάτι, πρώτα-πρώτα φέρνω, λοιπόν στη μνήμη μου, φέρνω λοιπόν, φέρνω λοιπόν την πατρίδα, το σπίτι μας, τα κτήματά μας… Και βογγάω που λες Χρυσούλα, δεν υπάρχει άλλο απ’ την πατρίδα, απ’ το μέρος το οποίο γεννήθηκες.».

Απόσπασμα 10: Πέτρος Παλαμηδάς

Π.Π.: «Όταν γεννηθείς σε έναν τόπο, όταν αφήσεις τον πατέρα σου τη μάνα σου, θαμμένους εκεί, στη Μικρά Ασία, φυσικό είναι αυτό να το νοσταλγείς και να λες ότι εκεί που είδα το φως, εκεί που γεννήθηκα δηλαδή, αυτόν τον τόπο δεν τον ξεχνάς εύκολα ή έστω κι αν ζήσεις και λίγα χρόνια. Βέβαια, αν φύγεις μικρός, μωρό, δε θα θυμάσαι τίποτα, αλλά όταν έφυγα εγώ 12, 13 ετών έχω αναμνήσεις… Είναι δυνατόν λοιπόν όλα αυτά εγώ να τα ξεχάσω; Μ’ αυτά ζω και τα φέρνω σαν κινηματογραφική ταινία πολλές φορές στο μυαλό μου. Πώς, πώς να το κάνουμε;».

Στη δεκαετία του 1940 η Κατοχή και ο εμφύλιος έρχονται να προσθέσουν καινούρια τραύματα στις μνήμες των προσφύγων πρώτης γενιάς. Τα χρόνια αυτά, όμως, η πείνα και οι νέοι διωγμοί αφορούν και τους ντόπιους Βολιώτες. Οι αντιπαραθέσεις αποκτούν διαφορετικό πρόσημο, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα και συνδέονται με τις πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές. Η Νέα Ιωνία στις μνήμες των πολλών είναι η «Μικρή Μόσχα».

Η Ελένη Π. θυμάται τους Χίτες και τα χρόνια του εμφυλίου…

Απόσπασμα 11:

Ε.Π.: «Λέγανε εκείνο το βράδυ θα ‘ρθούν στη Νέα Ιωνία αυτοί οι άνθρωποι, να πάρουν κορίτσια να τα κουρέ[ψουν] να κάνουν να δείξουν. Πήγανε στη Νέα Ιωνία. Αλλά εμένα με φυγάδεψε η μητέρα μου για πιο καλύτερα αυτού. Και το πρωί πήγα στο σπίτι μισοπεθαμένο. «Τι έχεις, κορίτσι μου; Τι έπαθες;». Και τα λέω τη μητέρα όλα και μ’ αγκαλιάζει και με φιλάει και στον δρόμο εδώ βρίσκω μια πλεξούδα τέτοια. Πήγαν και κουρέψαν, κορίτσια. Διαφθείραν κορίτσια, κάναν… Τι να σου πω τι γινόταν; Εμφύλιος σπαραγμός… Η Νέα Ιωνία είδε πολλά τρομερά πράγματα, πολλά. Το πρωί ξεκίνησα μια μέρα, πριν κλείσει το εργοστάσιο, ξεκίνησα να πάω στη δουλειά και είδα δύο σκοτωμένους. Και βγήκαν κοπέλες απ’ τα προικιά, με ωραία σεντόνια και τους είχαν σκεπασμένους, από πάνω ριγμένο το σεντόνι. Με τι καρδιά θα πας να δουλέψεις, Τασούλα μου; Αδέλφια μας ήτανε…».

Στο επόμενο απόσπασμα, ο Πέτρος Παλαμηδάς αναφέρεται στο αναγκαίο της σιωπής στα μεταπολεμικά χρόνια και στο στίγμα του Μικρασιάτη κομμουνιστή πρόσφυγα…Μια ταυτότητα από την οποία θέλησε να απαλλαγεί η δεύτερη γενιά, όπως θα δούμε…

Απόσπασμα 12:

Π.Π.: «Έτσι, σιγά-σιγά, εδώ που ήταν ο φτωχότερος ο κόσμος και ο πιο προοδευτικός, φυσικόν ήτανε στην αρχή η Ν. Ιωνία και μετά, στον πόλεμο, να αναπτυχθεί το Αριστερό κίνημα του Ε.Α.Μ.. Κι η Ν. Ιωνία, δε σ’ το κρύβω, εκείνα τα χρόνια έπεσε στον αγώνα με όλα τα μέσα για τη λευτεριά του λαού… Όμως, άρχισε πλέον μετά το ’45, κατόπιν απ’ τη Βάρκιζα και το ’46, ο απηνής διωγμός των κομμουνιστών. Και το περισσότερο χτύπημα που φάγαμε, πρέπει να το πούμε και θα το λέμε, είμαστε εμείς το προσφυγικό στοιχείο, ότι είμεθα οι κομμουνισταί. Αν εκείνη την εποχή έλεγες ότι είσαι απ’ τη Ν. Ιωνία σε λέγανε είσαι κομμουνιστής. Ποιος ήταν κομμουνιστής; Κι όμως, αυτή την ταμπέλα σ’ την είχανε κολλήσει. Ήτανε «η μικρή Μόσχα», λέγανε, εδώ… Ναι, χωρίς να ντρέπονται. Αυτά, μας κάναν πολλά απ’ αυτή την πλευρά. Μας παίδεψαν πολύ. Ας ευχηθούμε ότι αυτά ανήκουν στο παρελθόν, και δεν πρέπει ούτε να τα θυμόμαστε πια, ούτε να τα λέμε.».

Ε: «Πρέπει να τα λέμε, λέω. Γιατί…».

Π.Π: «Να τα λέμε, αλλά είναι παλιές πληγές.».

2. Μνήμες της δεύτερης γενιάς προσφύγων: Η γενιά του ριζώματος και της ενσωμάτωσης στη νέα πατρίδα.

Για τη δεύτερη γενιά, αυτό που φαίνεται να αποκτά αξία είναι το ρίζωμα στη νέα πατρίδα – το καλύτερο σπίτι, οι καλύτερες δουλειές και η αποκατάσταση των παιδιών. Ωστόσο, δεν ήταν το ίδιο εύκολες οι συνθήκες για όλους. Οι συνέπειες από την αποχή των πατεράδων στις εκλογές του 1946 -ήταν πάνω από 70%- και η προϋπόθεση του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων αποτελεί εμπόδιο στα όνειρα ορισμένων για μια καλύτερη εργασία, όπως μας αφηγείται ο Νίκος Θεολόγου, Μικρασιάτης 2ης γενιάς.

Απόσπασμα 13:

Α.Κ.: «Εσείς είχατε προβλήματα;».

Ν.Θ.: «Όχι, όχι, ο πατέρας μου δε είχε αναμιχθεί πουθενά… Δεν ήθελε… Δεν του άρεσαν τέτοια πράγματα. Παρόλο που δεν ανακατευόταν πουθενά, εκείνο που έκανε την οικογένειά μας να υποφέρει, κάπως, άμα το πω έτσι από πολιτικής πλευράς… ναι… ήτανε ότι όταν γίνανε οι εκλογές και έγινε η αποχή του κόσμου δεν πήγε να ψηφίσει… Γιατί εδώ στη Νέα Ιωνία αν έβγαινες να πας να ψηφίσεις σ’ έδειχναν με το δάχτυλο… Δηλαδή, πολύ σπάνια να βγει…. να πάει κάποιος να πάει να ψηφίσει… Θα πήγαινε ο πατέρας μου; Και δεν πήγε να ψηφίσει… Και εκείνο ήτανε η αιτία να έχουμε κάποιες συνέπειες, όχι ο πατέρας μου, εμείς… σαν παιδιά, να έχουμε κάποιες συνέπειες από τους κρατούντες… Σε όλα…».

Στα μετεμφυλιακά και μετέπειτα χρόνια, εκεί που συναντιούνται οι μνήμες των τριών γενεών είναι οι γειτονιές στον προσφυγικό συνοικισμό. Εκεί που ο δρόμος γίνεται αυλή και δημόσιος χώρος… Εκεί που οι παππούδες, οι γιαγιάδες, τα παιδιά και τα εγγόνια βρίσκουν τον χρόνο και συναντιούνται για να πουν ιστορίες λυπητερές, αλλά και να διασκεδάσουν. Κι έτσι σιγά-σιγά οι διαφορετικές ιστορίες τους γίνονται η κοινή τους ιστορία.

Ο Νίκος Θεολόγου αφηγείται:

Απόσπασμα 14:

Ν.Θ.: «…Τότε οι κάτοικοι της Νέας Ιωνίας, δεν υπήρχανε ξένοι, ήσαν όλοι από τη Μικρά Ασία … Και είχανε όλοι την ίδια τύχη… Ότι υπέστη ο ένας υπέστη και ο άλλος … Άλλος έχασε δικούς του, άλλος δεν έχασε και αναγκαστικά θέλανε δεν θέλανε οι άνθρωποι αυτοί, ανεξάρτητα από ποιο μέρος ήτανε, αν ήταν από το Αϊβαλί, αν ήταν από τα Δαρδανέλια, αν ήταν από την Προύσα, τη Σμύρνη κ.λπ.. Αναγκαστικά σμίγαν τις τύχες τους και τα συζητούσαν, τα λέγανε… Καθόταν τα βράδια, δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, δεν υπήρχαν ραδιόφωνα… δεν υπήρχε τίποτα.. Στο μπακάλικο του πατέρα μου κάθε βράδυ, μετά το σχόλασμα απ’ τα εργοστάσια μαζευόταν εκεί οι άνδρες και λέγαν διάφορες ιστορίες, από την πατρίδα… αυτά λέγανε… Γιατί τ’ όνειρό τους ήταν όταν ήρθαν εδώ οι δικοί μας, οι ντόπιοι, οι κρατικοί εννοώ, τους κοροϊδέψαν ότι θα γυρίσουνε πίσω και ζούσαν με την ελπίδα ότι θα επιστρέψουνε στα μέρη τους… Ποια μέρη να επιστρέψουν… πού να πας…και θέλω να πω… οι άνθρωποι αυτοί, αφ’ ενός με την ελπίδα και αφ’ ετέρου λέγανε να πούμε τα πάθη τους… το τι υπέστησαν οι άνθρωποι εκεί, με κατάλαβες; Αυτά συζητούσαν…».

Η ζωή στον προσφυγικό συνοικισμό δεν είχε μόνο ιστορίες λύπης, αλλά και χαράς…

Η διασκέδαση στα ουζερί στο Φαρδύ και το νυφοπάζαρο τις Κυριακές, το ποδόσφαιρο στο γήπεδο της Νίκης, οι γάμοι και οι γιορτές αποτελούν σημεία αναφοράς σε πολλές αφηγήσεις όλων των γενεών, όπως του Παναγιώτη Παναγούλια:

Π.Π.: «Και γλέντι. Εδώ το Φαρδύ καιγούντανε… Από όργανα, από ταβέρνες, από καφενεία. Καιγούντανε…».

Και ο Πέτρος Παλαμηδάς μας λέει: «Μας άρεσαν να κάνουμε βεγγέρες, που λέγαμε. Δηλαδή στη γειτονιά εδώ, μια φορά την εβδομάδα με τους γείτονές μας να καθίσουμε, να φάμε, να πιούμε, να τραγουδήσουμε, νά ’χουμε επαφή, αλλά σιγά σιγά κι αυτά τα πράματα άρχισαν να χάνονται»…

Ή γλέντι με το τίποτα, με μία ρέγγα, όπως λέει η Αικατερίνη Γιαννιώτου:

Απόσπασμα 15:

Α.Γ.: «…Αυτός ο κόσμος ήτανε καλοσυνάτος. Έλεγε κάποια, με μια ρέγγα γλεντούσανε! Αυτού σε θέλω! Τι σαν έχεις τραπέζια και φαγητά και καλά κι αγαθά και να μη χαίρεσαι, αυτού σε θέλω. Τραγούδι;;; ερχόταν στο σπίτι μας το σόι, τα ανίψια που μεγαλώσανε, όλοι αστοί. Ένα μονοφώνι έβλεπες κι ένα γέλιο και μια χαρά. Ο ένας πείραζε τον άλλο.».

Η δεκαετία του 1980 αποτελεί μια καμπή για το Μικρασιατικό ζήτημα. Με την κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., το Μικρασιατικό -όπως και το ποντιακό ζήτημα- πολιτικοποιείται και γίνεται αντικείμενο συζήτησης στη Βουλή, με κύριο αίτημα την επίσημη αναγνώριση των διωγμών των ελληνικών πληθυσμών ως πράξεις γενοκτονίας. Παντού σχεδόν ιδρύονται νέοι Μικρασιάτικοι σύλλογοι με κεντρικό στόχο τη διατήρηση του μικρασιατικού πολιτισμού και τη μεταβίβαση της μνήμης στις επόμενες γενιές, μέσα από τη μουσική, τον χορό, τις γεύσεις και τα ταξίδια επιστροφής και μνήμης στους τόπους καταγωγής. Στη Νέα Ιωνία ιδρύονται δύο σύλλογοι: Των Εγγλεζονησιωτών και των ΙΩΝΩΝ.

Ο σύλλογος «Το Εγγλεζονήσι» ιδρύθηκε τα Χριστούγεννα του 1987 από 22 ιδρυτικά μέλη, για συμβολικούς λόγους. Ο Μανώλης Παρασκευάς αναφέρει…

Απόσπασμα 16:

Μ.Π.: «…Τον σύλλογο τον δημιουργήσαμε για να μεταφέρουμε το πνεύμα της γενιάς των πατεράδων μας… πόσο μπορούμε και ό,τι συγκρατούμε στις μνήμες μας από τη ζωή και του τρόπου της ζωής τους, γενικά, από τις διασκεδάσεις τους από όλες γενικά τις εκδηλώσεις, οι οποίες σε μας εδώ και ιδιαίτερα στη γενιά τη δική μου, που είμαι το ’28 γεννηθείς, έχουν αφήσει πολλά σημάδια, τα οποία επέδρασαν μέσα μας… Διαλέξαμε ότι ήταν ένας όμορφος τρόπος ζωής αυτή των γονιών μας η εποχή ας πούμε και προσπαθούμε τώρα να τη μεταφέρουμε στα παιδιά…. Για να συνεχίσει το πνεύμα του Εγγλεζονησιώτη και της Εγγλεζονησιώτισας, βέβαια, να μεταφερθεί και στο μικρό κορίτσι και στο μεγάλο παιδί και στη μεγάλη κοπέλα και στο μικρό παιδί…».

Λίγα χρόνια μετά, Μικρασιάτες, που δεν κατάγονται από το Εγγλεζονήσι, αλλά από άλλα μέρη της Μικράς Ασίας, ίδρυσαν τους ΙΩΝΕΣ. Σκοπός του συλλόγου ήταν η διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς του μικρασιατικού κόσμου, όπως μας αφηγείται η Άννα Αΐβαζόγλου.

Απόσπασμα 17:

Α.Κ.: «…η διατήρηση, λέτε, της πολιτιστικής κληρονομιάς του μικρασιατικού κόσμου.».

Α.Α.: «Διατήρηση και διοχέτευση…. Γι’ αυτό και στα πρώτα σχήματα που επιδιώξαμε να φτιάξουμε, ήταν χορωδία όχι μεγάλων, αλλά χορωδία μικρών παιδιών. Γιατί μας ενδιαφέρει να περάσει το μήνυμα στα νεότερα παιδιά, που διαπιστώνουμε κάποια στιγμή ότι αγνοούσαν τις ρίζες τους. Λοιπόν, έπρεπε να προλάβουμε αυτούς τους νέους ανθρώπους να μην αλλοτριωθούν. Έτσι, λοιπόν, στοχεύσαμε εκεί, να κάνουμε την παιδική χορωδία από τα πρώτα τμήματα που λειτούργησαν.».

Οι δύο σύλλογοι επέδρασαν στη ζωή των Μικρασιατών, μέσα από την ίδρυση χορευτικών ομάδων και χορωδιών, μέσα από εκδηλώσεις και γλέντια, και πολλοί από τους/τις Μικρασιάτες/σες εντάχθηκαν στους κόλπους τους. Το ζήτημα της μεταβίβασης της μνήμης περνά από την οικογένεια και τις γειτονιές στις δράσεις των συλλόγων και θεσμοποιείται μέσα από μαζικές εκδηλώσεις σε δημόσιους χώρους.

Συγχρόνως, κατασκευάζεται μια νέα ταυτότητα του Μικρασιάτη πρόσφυγα, ως δημόσιο αφήγημα.

Τα θετικά χαρακτηριστικά του Μικρασιάτη, ενώ στις μαρτυρίες της πρώτης γενιάς αποτελούν έναν αμυντικό λόγο στο τραύμα της απόρριψης από τους ντόπιους, τώρα συνιστούν έναν λόγο αυτοπεποίθησης και περηφάνιας.

Απόσπασμα 18: Κονταξής Ι.

Α.Κ.: «Ναι. Έχεις ακούσει ποτέ από κάποιους ανθρώπους να θεωρούν τη Νέα Ιωνία κατώτερη, να…».

Ι.Κ.: «Ναι, ναι, ναι, βεβαίως. Βεβαίως. Οι Βολιώτες τους θεωρούσαν κατώτερους. Γιατί απλώς οι άνθρωποι ήτανε φτωχοί… Κι όμως μετά από λίγα χρόνια… απεδείχθη ότι η Νέα Ιωνία έβγαλε και επιστήμονες, έβγαλε και επαγγελματίες καλούς… Και από τότε που έγινε μάλιστα και Δήμος, ξεχωριστός Νέας Ιωνίας, δεν ήμασταν ας πούμε το παρακλάδι του Βόλου, η Νέα Ιωνία πήρε άλλη όψη. Και μορφή. Χάρη στην εργατικότητα και τη φιλοπονία ας πούμε των κατοίκων της…[…] Εγώ, μάλιστα, περηφανευόμουν να πω ότι είμαι από τη Νέα Ιωνία.».

Μια από τις σημαντικότερες μνημονικές πρακτικές, τα χρόνια αυτά, ήταν τα ταξίδια επιστροφής, ταξίδια νοσταλγίας και μνήμης στους τόπους καταγωγής των Μικρασιατών∙ αν και πολλοί από τους αφηγητές μας, για τους δικούς τους λόγους ο καθένας, δεν ήθελαν να επιστρέψουν. Τα ταξίδια μνήμης είχαν ξεκινήσει αρκετά χρόνια πριν. Ο Αθανάσιος Πετρόχειλος μας λέει ότι για πρώτη φορά πήγαν (στη Σμύρνη) το 1952: «…πήγαμε μια καραβιά ολόκληρη… Απ’ όλη την Ελλάδα… Όλοι οι προσφυγικοί σύλλογοι… θέλανε να κάνουνε… είχανε νοσταλγία, να γίνει ένα ταξίδι νοσταλγίας.».

Για τους Εγγλεζονησιώτες, όμως, τα ταξίδια επιστροφής στον τόπο καταγωγής τους στο Εγγλεζονήσι, είναι απαγορευμένα. Ο Πάρις Καλαφατάκης, Εγγλεζονησιώτης 3ης γενιάς, αφηγείται:

Απόσπασμα 19:

Π.Κ.: «Αυτή τη στιγμή είναι ακατοίκητο διότι είναι…, υπάρχουνε αμερικάνικες βάσεις. Με υπόγεια βλήματα μέσα, τα οποία είναι και ατομικά. Όσες φορές επιχειρήσαμε κι εγώ ο ίδιος δυο φορές, μας είπε ο καπετάνιος από το καραβάκι που κάναμε τον κύκλο, ότι δεν μπορούμε να μπούμε μέσα. Στα Βουρλά εντάξει, εκεί σταματήσαμε, προσπαθήσαμε πάλι με κάτι βάρκες να πάμε, δεν μπορούσαμε να πάμε. Απαγορεύεται, είναι το ΝΑΤΟ, μάλλον είναι αμερικάνικες βάσεις. Κι αυτός στο Αϊβαλί μου είχε πει και πήγα και το βρήκα, ένα τέτοιον… Έναν ταρσανά εκεί πέρα που είχαν τα καΐκια, τα κρύβανε από τ’ αυτό και το βρήκα αυτό εκεί. Γιατί οι Τούρκοι έχουν ένα καλό. Αυτά που πήγα και είδα, αφήσανε τα πράγματα όπως ήτανε εκεί. Ούτε ξαναβάψανε τα σπίτια που μένουν. Όπως τ’ αφήσαν οι δικοί μας με το χαρακτηριστικό χρώμα το πρασινωπό. Έτσι βάφαν τα…, πώς τα λένε, τα παντζούρια τ’ αυτά. Αυτό το είδα και στην Πέργαμο. Γιατί ένα ζευγάρι που πηγαίναμε μαζί, ήταν ηλικιωμένοι τότε πάρα πολύ, τώρα θα ‘ταν εκατό και αυτοί πήγαν και βρήκαν το σπίτι τους.».

3. Μνήμες τρίτης, τέταρτης και πέμπτης γενιάς.

Η τρίτη γενιά, αν και συνεχίζει να βιώνει το στίγμα του Μικρασιάτη, είναι συγχρόνως η προνομιούχα γενιά σχετικά με τη μεταβίβαση της μνήμης. Βιώνει τη ζωή στον συνοικισμό μαζί με τις γιαγιάδες και τους παππούδες, που διαθέτουν πλέον χρόνο και διάθεση για να αφηγηθούν τις ιστορίες και να μεταβιβάσουν τον πολιτισμό τους. Η Νικολού Σοφία αφηγείται:

Απόσπασμα 20:

Ν.Σ.: «…Αν κρατιέται ο κόσμος ακόμη, κρατιέται από αυτά τα έθιμα, από αυτά που έχει φέρει η προσφυγιά, ειδικά η προσφυγιά η μικρασιάτικη από κει. Να το ξέρετε αυτό εσείς οι νέοι. Και το αποδείξαμε, το αποδείξανε, όχι εγώ, γιατί εγώ είμαι τρίτης γενιάς. Αυτοί οι άνθρωποι που ήρθαν γυμνοί από κει, με χωρίς τίποτα.

Περνούσες από τα σοκάκια αυτά, τα σπιτάκια, τα τετράγωνα και έλαμπε, ασπρισμένα, με λουλούδια, αυτά, αυτά τα τρία τετραγωνικά φάτσα, τα ‘βλεπες και λάμπανε όλα. Και μέχρι τώρα από κάποιον πρόσφυγα που θα περάσεις θα δεις η αυλή του και το σοκάκι του θα είναι καθαρό. Ναι… μακάρι να μπορέσουν να τα κρατήσουν. Εγώ τα ‘χω, όσο μπόρεσα, τα ‘χω διδάξει στα παιδιά μου, από κει και πέρα…».

Τη διαφορά φαίνεται να κάνει η τέταρτη μάλλον γενιά. Οι συνεχείς αλλαγές στον χώρο του συνοικισμού, η έλλειψη βιωματικής σχέσης με παππούδες και γιαγιάδες πρώτης γενιάς, η απόσταση από τα γεγονότα, δημιουργεί μια γενιά αμφίθυμη: αδιάφορη μερικές φορές, υπερβολική με τη μικρασιατική καταγωγή άλλες ή αναστοχαστική και ευαίσθητη. Για την τελευταία περίπτωση η επιστροφή στις ρίζες της καταγωγής προϋποθέτει γνώση, αναστοχασμό και ενσυναίσθηση:

Απόσπασμα 21: Ασπασία Σπυροπούλου, μέλος της Ο.Π.Ι.ΒΟ.

Ν.Ζ.: «Έχει παίξει κάποιο ρόλο στη ζωή σας αυτή η καταγωγή;».

Α.Σ.: «Η αλήθεια είναι ότι μικρότερη, ίσως, και γιατί ο πατέρας μου και τα αδέρφια του δεν εστίαζαν πολύ σε αυτό. Δεν ήταν έτσι μια κουβέντα, που γινόταν. Αντίθετα, γίνονταν κουβέντες με τη γιαγιά μου, εγώ με τη γιαγιά μου μιλούσαμε. Παρόλα αυτά, νομίζω ότι ήμουν αρκετά νέα για να το επεξεργαστώ. Μεγαλώνοντας, όμως, συνειδητοποιώ ότι… Όλο και περισσότερο την καταγωγή μου και με απασχολεί.».

Και η Άννα Πιάτου, μέλος της Ο.Π.Ι.ΒΟ. και από τα ενεργά μέλη στο Στέκι Μεταναστών, στην ερώτηση εάν την έχει επηρεάσει η προσφυγική της ταυτότητα στον τρόπο που βλέπει τους πρόσφυγες σήμερα μας λέει:

Απόσπασμα 22:

Α.Π.: «Ναι, και αυτό ήθελα να πω και πριν, να το συμπληρώσω, ότι πάλι ένιωσα να ταυτίζομαι εκεί γύρω στο ’14, ’15 με τους σύγχρονους πρόσφυγες. Ένιωσα ότι για μας είναι πιο οικείο, γιατί ακριβώς έχει προηγηθεί η εμπειρία των παππούδων…».

Μ.Τ.: «Εσύ νομίζεις ότι είναι σημαντικό η συνέχεια αυτής της μνήμης για τις επόμενες

γενιές;».

Α.Π.: «Σίγουρα είναι σημαντικό, αλλά όχι σαν αυτοσκοπός… Γιατί όταν μαθαίνουμε την Ιστορία, γινόμαστε και περισσότερο κοινωνικά ευαίσθητοι… Μπορούμε πιο εύκολα να συνειδητοποιήσουμε τι γίνεται και σήμερα… γιατί γενιές και στρατιές προσφύγων έχουμε συνεχώς… Μόνο από αυτή την άποψη δηλαδή…».

Θα κλείσουμε μ’ ένα απόσπασμα από την Ελευθερία Θεοδώρου, 5ης γενιάς Μικρασιάτισσα, που γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία το 1994.

Απόσπασμα 23:

Ε.Θ.: «Θέλω πολύ να περάσουνε τα πολιτιστικά στοιχεία. Θέλω να μη χαθούν οι συνταγές, που μαγειρεύει η γιαγιά μου, που είναι καταπληκτικές. Θέλω να μάθω να τις κάνω ίδιες. Θέλω να κρατάω τις λέξεις, τα μικρά ιδιώματα που πετάω στους φίλους μου και είναι ωραία. Ε, αυτό, δεν θέλω να χαθούν αυτά, το «γιε μου», «κόρη μου», που είπα ή «γιαβουκλού» και τα λοιπά που είπα. Θέλω να μείνουνε τα φαγητά, οι γεύσεις και αυτή η αντίληψη για τη ζωή, ότι αγαπάμε τη ζωή, αγαπάμε το δώρο της ζωής που μας δόθηκε και προσπαθούμε να περνάμε όμορφα και να αφήνουμε πίσω τα άσχημα…Τα άσχημα είναι για το παρελθόν, τ’ αφήνουμε εκεί που είναι, εντάξει μαθαίνουμε απ’ αυτά, αλλά πρέπει να βρούμε τη δύναμη να συνεχίσουμε.

Επίσης, ένα άλλο χαρακτηριστικό στις λέξεις είναι: δυναμικότητα, κανένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν είναι άμοιρος, δεν είναι. πώς να πω… δεν αφήνεται στη ζωή, επομένως αυτό: δυναμισμός, κρατάμε τα τραύματα, προσπαθούμε να τα αντιμετωπίσουμε, τα ιδιώματα και οι συνταγές.».

Επίλογος

Στην ανακοίνωση αυτή επιχειρήσαμε μια σύντομη περιοδολόγηση της προσφυγικής μνήμης από το 1922 έως σήμερα, μέσα από τις προφορικές μαρτυρίες πέντε γενεών μικρασιατών/σών. Η πρώτη γενιά αντιμέτωπη με τα τραύματα του διωγμού, των απωλειών, της εγκατάστασης και του εμφυλίου στρέφεται πρωτίστως στην επιβίωση και μόνον αργότερα, όταν η δεύτερη και η τρίτη γενιά καταφέρουν να διαχειριστούν τα τραύματα και για λογαριασμό της, θα νιώσει την ανάγκη και την επιθυμία να μιλήσει για το παρελθόν. Οι γυναίκες-γιαγιάδες αποτελούν τα σημαντικότερα συλλογικά υποκείμενα μεταβίβασης της μνήμης. Αργότερα, οι μικρασιάτικοι σύλλογοι, μέσα από τις δικές τους πρακτικές, ανασυγκροτούν τη μνήμη και κατασκευάζουν μια ταυτότητα, που συνδέεται περισσότερο με το εθνικό αφήγημα και το φαντασιακό συλλογικό του/της πρόσφυγα μικρασιάτη/σας. Η τέταρτη γενιά, αν και αγωνιά με τον τρόπο της, για τη διατήρηση και τη μεταβίβαση της μνήμης, επιστρέφει στο παρελθόν με αναστοχασμό και γνώση, κρατώντας όσα της χρειάζονται για να διαχειριστεί το παρόν και το μέλλον.

Τέλος, παρά το γεγονός ότι η ιστορική συζήτηση για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες έχει απαντήσει σε αρκετά ζητήματα, αρκετά ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά. Στο πλαίσιο αυτό, η προφορική ιστορία και η έρευνα έχουν ακόμα πολλά να συνεισφέρουν.

Η Ημερίδα συνεχίστηκε με τις εισηγήσεις της Ο.Π.Ι. Αθήνας, με θέματα: «Από τη Μικρασία στην Αθήνα. Οι μετακινήσεις της πρώτης γενιάς των προσφύγων του 1922 μέσα από τις συνεντεύξεις μας» και: «Εγκατάσταση των προσφύγων του 1922 σε περιοχές της Αθήνας, μέσα από τις μνήμες της δεύτερης και της τρίτης γενιάς».

Ακολούθησε ένα μεγαλύτερο διάλειμμα για γεύμα και η ημερίδα συνεχίστηκε το απόγευμα με τη διεξαγωγή της 3ης συνεδρίας, με συντονίστρια της Ιστορικό κ. Τασούλα Βερβενιώτη, και την εισήγηση της Ο.Π.Ι. Δήμου Χαλανδρίου, με τίτλο: «Παλαιός και Νέος Προσφυγικός συνοικισμός στο Χαλάνδρι. Βιοπορισμός των προσφύγων και σχέσεις με τους γηγενείς», την οποία παρουσίασαν οι κ.κ. Ελένη Ανυφαντάκη και Νάση Σιαφάκα, καθώς και την προβολή βίντεο, με τίτλο: «Ιστορικός περίπατος στον Παλαιό και στον Νέο συνοικισμό του Χαλανδρίου-Αδριάνειο υδραγωγείο», ενώ τα αρχεία Ppt, τα αποσπάσματα και τους υπότιτλους επιμελήθηκε η κ. Βασιλική Σιαφάκα.

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΗΣ Ο.Π.Ι.ΔΗ.Χ.

Η προϊστορία του πρώτου, του λεγόμενου Παλιού, Συνοικισμού: προέλευση και ροές – το πρώτο προσφυγικό κύμα του 1914 με 1918.

Εκατό χρόνια από τη Συνθήκη της Λοζάνης. Εκατό και ένα από την καταστροφή. Η ανταλλαγή πληθυσμών (για πρώτη φορά στην Ιστορία), γεγονός. Εκατοντάδες χιλιάδες Μικρασιάτες στον δρόμο της προσφυγιάς προς την Ελλάδα. Ο δρόμος αυτός είχε ανοίξει μια δεκαετία πριν… Μεταξύ 1914-18 οι πρώτοι διωγμοί… Κατά την περίοδο αυτή (σύμφωνα με μαρτυρίες), έφτασαν στο Χαλάνδρι κάπου 150 πρόσφυγες και εγκαταστάθηκαν σε αυτοσχέδιους διάσπαρτους οικίσκους γύρω από τον σιδηροδρομικό σταθμό, κυρίως, ή πολύ κοντά στο κέντρο, πιθανόν κοντά σε κάποιον γνωστό.

Όπως συμβαίνει πάντα με τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, δεν ήρθαν τυχαία στο Χαλάνδρι πρόσφυγες. Υπάρχουν εγκατεστημένοι εδώ ήδη συγγενείς ή και συγχωριανοί τους. Αφηγητής 3ης προσφυγικής γενιάς μάς παραθέτει τη δική του οπτική, σύμφωνα με την οποία οι Βουρλιώτες, που εκτιμά ότι αποτελούν και τον βασικό κορμό του πρώτου, του Παλιού Συνοικισμού του Χαλανδρίου, φαίνεται να συρρέουν στο Χαλάνδρι επειδή δεν βρήκαν διαθέσιμους κλήρους στους τόπους της πρώτης εγκατάστασης και επειδή, έτσι κι αλλιώς, διώχνονταν από παντού ως ανεπιθύμητοι. Ο ίδιος βάζει και την παράμετρο του θεσμικού αποδιωγμού, καθόσον ως βενιζελικοί και προερχόμενοι από περιοχές με προηγμένη αστική εξέλιξη και κοσμοπολίτικη κουλτούρα, αντιμετωπίζονταν ως δυνάμει αποσταθεροποιητικός παράγοντας για τις κοινωνικές ισορροπίες του ελλαδικού χώρου.

Γηγενείς Χαλανδραίοι και νεόφερτοι Μικρασιάτες πρόσφυγες, λοιπόν, συναντιούνται για πρώτη φορά κάτω από αυτές τις συνθήκες, σε έναν τόπο που δεν είχε υπάρξει ποτέ προσφυγική περιοχή.

Όμως, ποιο ήταν το Χαλάνδρι των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα; Ένα  χωριό, που απλωνόταν σε μια μεγάλη περιοχή (από τους πρόποδες της Πεντέλης μέχρι τον Υμηττό, περιλάμβανε το σημερινό Χαλάνδρι, τα Βριλήσσια, τον Χολαργό, το Ψυχικό, τη Φιλοθέη),  κατοικημένο από Αρβανίτες στην συντριπτική τους πλειονότητα, που για αιώνες διατηρούσε τον αμιγή κλειστό αγροτικό χαρακτήρα του, ανέγγιχτο από τις όποιες κοινωνικές διεργασίες. Μεγάλα κτήματα με αγροικίες, με σχετικά πυκνοδομημένο μόνο το κέντρο, από τον καιρό των Οθωμανών. Κοντά στη Ρεματιά κάποιες «βίλες», παραθεριστικές κατοικίες πλούσιων Αθηναίων. Ο πληθυσμός; 1346 (το1907), 1897 (το 1920), 6887 (το 1928).

Η περιοχή από τον Άγιο Νικόλαο μέχρι την Κηφισίας, που διασχίζεται από το ρέμα (ποταμός Καλαμάς), στην οποία εγκαθίστανται οι δύο προσφυγικοί συνοικισμοί (1927 ο πρώτος, 1936 ο νέος) ήταν ακατοίκητοι με ελαιώνες και χωράφια. Μεγάλο μέρος της ανήκε στη μονή Πεντέλης.

Μερικές φωτογραφίες παρουσιάζουν εύγλωττα το «σκηνικό». (Σημ.: Προβλήθηκαν σχετικές φωτογραφίες)

Η χωρίς κανέναν προγραμματισμό και καμία προετοιμασία του ντόπιου πληθυσμού έλευση και εγκατάσταση προσφύγων, ενός πληθυσμού ολότελα ξένου προς τους ντόπιους, εν πρώτοις τους αιφνιδιάζει και θα προσδώσει στην επικείμενη συμβίωση έναν χαρακτήρα συνεχών εντάσεων. Αλλά αυτό θα μας απασχολήσει περισσότερο παρακάτω.

Γύρω στα 1927,  σύμφωνα με μαρτυρίες, και αφού έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της ανταλλαγής πληθυσμών και η περιπλάνηση ανά την ελληνική επικράτεια, ξεκινά η συστηματική έλευση προσφύγων στο Χαλάνδρι και η δημιουργία του πρώτου Συνοικισμού, με παραπήγματα που στήνονται εν σειρά, γύρω από τον σιδηροδρομικό σταθμό του τρένου του Λαυρίου, και κέντρο τις οδούς Παπαρρηγοπούλου και Καλογρέζης (πολύ κοντά στον Άγιο Νικόλαο). Τα αποσπάσματα που ακολουθούν μας δίνουν μια πιο λεπτομερή περιγραφή του οικισμού και των συνθηκών διαβίωσης. Το πρώτο απόσπασμα είναι από τη μαρτυρία αφηγήτριας γεννημένης το 1931 στον Παλιό Συνοικισμό, με την οικογένεια να έχει έρθει ως ανταλλάξιμη  ήδη από τη δεκαετία του ’20. Το δεύτερο απόσπασμα προέρχεται από έναν αφηγητή ΜΗ προσφυγικής καταγωγής, γεννημένο στην Αθήνα. Η οικογένειά του ήρθε να μείνει στο Χαλάνδρι, καθώς ο πατέρας του θα εργαζότανε στον σταθμό του τρένου του Λαυρίου. Το σπίτι τους, όντας στην απέναντι πλευρά των σιδηροδρομικών γραμμών, γειτονεύει άμεσα  με τον Συνοικισμό. Και μέσα από τα μάτια ενός «ξένου», μη πρόσφυγα, μπορούμε να έχουμε μια εικόνα του Παλιού Συνοικισμού μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’40.

Από τα αποσπάσματα των συνεντεύξεων που προβλήθηκαν ακούστηκαν τα ακόλουθα:

1. ΕΛΕΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Την πρώτη φορά μείναμε εκεί, ποιος ξέρει για πόσα χρόνια. Πώς μείναμε, το θυμάμαι. [Αδέρφια, πόσα;] Πόσα αδέρφια ήμασταν; Έξι. [Έξι. Και μένατε σ’ αυτόν τον πρώτο συνοικισμό. Πώς ήταν το σπίτι, το θυμάστε;] Παράγκες. Ήτανε μια λουρίδα από τη Βασιλέως Γεωργίου και έφτανε μέχρι την… οδό Καλογρέζας;;;… Κι εκεί μέσα… Να δεις πώς ήτανε… Είχανε από ένα δωμάτιο -αυτό το θυμάμαι πολύ καλά- …όχι πολύ μεγάλο… κι εκεί πέρα ήτανε σαν ισόγειο λίγο πιο υψωμένο…  Ήτανε όλο σανίδες κι εκεί ήτανε λίγο πιο ψηλό από το χώμα. Αυτό ήτανε το ένα δωμάτιο… Δίπλα απ’ αυτό, ανεβαίναμε 2-3 σκαλοπατάκια -όλο σανίδια μιλάμε, ε;- κι εκεί ήτανε κάτι σαν …αποθήκη. Ε, αυτό ήταν όλο κι όλο το σπίτι που μας δώσανε. Ούτε τουαλέτες ούτε τίποτα. [Η τουαλέτα πού ήτανε; Έξω;] Τώρα θα σας πω πού ήτανε. Αφού τελειώνει το σπίτι αυτό, ήταν όλος ο δρόμος που είπαμε, η Βασιλέως Γεωργίου, μέχρι κάτω, εκεί που τελειώνει… [Στην Καλογρέζης…] Η Καλογρέζης… Αυτό, ήτανε όλο δωμάτια… Αυτό ήτανε το σπίτι που μας δώσανε να μένουμε σαν οικογένεια. Και όλοι εκεί πέρα. Ήτανε ο διάδρομος αυτός, ίσα-ίσα που περνούσανε δύο ανθρώποι, κι έβγαινε πάλι εκεί. Απ’ την άλλη ήτανε πάλι το ίδιο, στα ίδια σπίτια, και μέσ’ στη μέση, απ’ τη μια άκρη μέχρι την άλλη, ήτανε οι τουαλέτες. Τουαλέτες, τί τουαλέτες… Πάλι με σανίδια και …συγνώμη τώρα… είχανε βάλει σανίδια και άφηναν ένα τέτοιο μέρος [ενν. άνοιγμα, τρύπα] και πήγαινε ο καθένας κι έκανε το χοντρό του και όλα. Μόνο πού ‘χε μια πόρτα, πάλι ξύλινη, και την κλείνανε. Αυτές ήταν οι τουαλέτες. Και αυτό ήταν όλο το σπίτι. Νερό δεν είχε. [Και από πού παίρνατε νερό; Απ’ την πηγή, απ’ την πλατεία;] Η πλατεία είχε μια βρύση και πηγαίναμε με κουβάδες και παίρναμε. [Και στο ίδιο δωμάτιο, να μαγειρέψετε, να …] Αυτό που ήτανε πιο ψηλά, που ήτανε η κρεβατοκάμαρα κι από κει ήτανε η αποθήκη. Και η κουζίνα, να σας πω πού ήτανε. Από την άλλη μεριά του διαδρόμου… – απ’ τη μια ήτανε όλες οι κρεβατοκάμαρες. Και απ’ την άλλη μεριά, πού ‘χε τόσο χώρο για να περνά ο κόσμος, ήτανε μια κουζινούλα. Με ξύλινο…

2. ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΝΔΕΡΟΠΟΥΛΟΣ

[Τι θυμάστε απ’ τον Συνοικισμό; Κάνατε παρέα με παιδάκια…] Να σας πω την αλήθεια. Δεν κάναμε παρέα με τα παιδιά του Συνοικισμού, ήταν σε πολύ…, σε… Ζούσανε σε άθλιες συνθήκες. [Μιλάμε για τον Παλιό Συνοικισμό, που ήταν στην Καλογρέζης.] Παλιό. Καλογρέζης. Ήταν σε άθλιες συνθήκες. Τρεχούμενα νερά, βρωμιές, κακό, μούχλες, σού ‘πα… [Δηλαδή πώς το θυμάστε; Ήτανε παράγκες, πώς ήτανε;] Ήταν, έτσι, παράγκες, όπως βλέπεις στις… Όπως βλέπεις στις Φιλιππίνες. Που βλέπεις… [Ναι.] Ακριβώς έτσι. Δηλαδή, στενά. Τα παιδιά, δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, ερχόντουσαν στο σχολείο.[Ναι.] Αλλά ήτανε εκεί. Ήταν πολύ χάλια, δηλαδή. Πάρα πολύ, δηλαδή! Πώς ζούσανε, δεν μπορείτε να φανταστείτε! Δηλαδή, για μας δηλαδή, που τα βλέπαμε αυτά τα πράγματα… [Πηγαίνατε σαν παιδάκια και κοιτάζατε πώς ήτανε έτσι….] Μα είχε και μαγαζιά! Όταν σε έστελναν να πας να πάρεις τσιγάρα, ο πατέρας μου, ή το ένα-το άλλο, είχε κι έναν άνθρωπο που έμενε, ένας Παναγιώτης, δεν ξέρω πως τον λένε, ψηλός, ξεχνάω πώς το πες, ο οποίος ερχότανε σπίτι μας. Ήτανε… Λέγαμε, «ο Παναγιώτης ο Ψηλός» έρχεται στο σπίτι. Ο οποίος εργαζότανε στο τρένο. Αλλά δεν… Τί να σας πω δηλαδή, δεν είχαμε κύκλο εμείς με τα παιδιά αυτά.

Τρόποι βιοπορισμού των προσφύγων

Α. Στα ΥΦΑΝΤΟΥΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ

Πώς να βιοπορίζονταν αυτοί οι άνθρωποι, που κατοικούσαν στα ξύλινα παραπήγματα; Θα ξεκινήσουμε με κάτι που άπτεται άμεσα και της πόλης που μας φιλοξενεί, σ’ αυτή την Ημερίδα: Τη σχέση που ανέπτυξαν οι προσφυγικοί συνοικισμοί του Χαλανδρίου με την προσφυγούπολη της Νέας Ιωνίας, και τον ρόλο που έπαιξαν τα υφαντουργεία στον βιοπορισμό των δικών μας προσφύγων. Τα δύο αποσπάσματα που ακολουθούν προέρχονται από μαρτυρίες αφηγητή και αφηγήτριας τρίτης και δεύτερης, αντίστοιχα, προσφυγικής γενιάς.

3. ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΑΜΠΟΥΡΝΙΩΤΗΣ

Τότε, λοιπόν, όταν στηθήκανε, όταν στήθηκε ο πρώτος Συνοικισμός και εξασκήσαν τα επαγγέλματα, ξεκίνησε η μεγάλη ροή για τη Νέα Ιωνία. Όπου γίνανε… Οι Σπαρταλήδες από την Πισιδία της Μικράς Ασίας έφτιαξαν τα πρώτα υφαντήρια. Έτσι, λοιπόν, φεύγανε με τα πόδια τότε και πηγαίνανε στη Νέα Ιωνία, να ξεκινήσουνε δουλειά. Η Νέα Ιωνία για να ειδοποιεί όλον τον κόσμο γύρω γύρω, γιατί δεν είχε και πολυκατοικίες και φαινόντουσαν παντού τα εργοστάσια, έφτιαξε τότε ένα καμπαναριό, τον Αη Γιώργη, που υπάρχει μέχρι και σήμερα και έχει τα ρολόγια, ώστε όλος ο Συνοικισμός και όλος ο κόσμος, που έρχεται από τις άλλες περιοχές, να βλέπει τα ρολόγια. Στα υφαντήρια δούλεψαν πάρα πολλοί, πάρα πολλοί άνθρωποι, και αυτή που ξέρει πάρα πολλά να σας πει, γιατί δούλευε η μητέρα της εκεί, είναι η Λίτσα η Χέλιου. Εκεί πέρα δούλευαν… Οι Βουγιουκαίοι δουλεύανε εκεί πέρα, στα υφαντήρια της Ιωνίας, τα κλωστοϋφαντουργεία, και πήγαν εκεί πέρα διότι ήταν τα αδέρφια τους, οι πρόσφυγες οι Μικρασιάτες, που είχαν τον ίδιο πόνο και είχαν αλληλεγγύη και αλληλοϋποστηρίζονταν. Αυτά ήτανε κυρίως τα επαγγέλματα. Αλλά το μεγαλύτερο επάγγελμα παρέμενε, ας πούμε, τα αμπέλια τα οποία ήτανε εδώ πέρα. Τα αμπέλια.

4. ΡΙΤΣΑ ΧΕΛΙΟΥ

Και η μάνα μου μαζί με πολλές άλλες από τη γειτονιά φεύγανε και πηγαίνανε στους «Ποδαράδες». Έτσι το λέγανε. Το ‘χεις ακούσει αυτό; Υπήρχε εδώ, στη Νέα Ιωνία, στην Καλογρέζα, εργοστάσιο. Υφαντουργίας νομίζω ήτανε. [Πολλά εργοστάσια στη Ν. Ιωνία, ναι.] Α, μπράβο! Και μαζευόντουστε πολλές γυναίκες εδώ απ’ τον Συνοικισμό, Μικρασιάτισσες, και πηγαίνανε εκεί να δουλέψουνε. [Οπότε κι η μητέρα σου εκεί δούλευε.] Και η μάνα μου δούλευε εκεί. Μέχρι που άρχισαν και ξετσουμίζανε τα παιδιά και μπόρεσαν να προσφέρουνε.

Β. Παράλληλα, μέσα στον Συνοικισμό…

Παράλληλα, μέσα στον Συνοικισμό, οι πρόσφυγες αρχίζουνε και λειτουργούνε τα δικά τους μαγαζιά για την κάλυψη των αναγκών της ίδιας τους της κοινότητας. Ξεκινάνε με τα βασικά: μανάβικο, μπακάλικο, γαλατάδικο και, φυσικά, καφενείο… Με την πάροδο των χρόνων αναπτύσσουν δραστηριότητες παραγωγικές και μεταπρατικές, και μέσα από αυτές ανοίγονται σιγά-σιγά στην υπόλοιπη κοινότητα, βγαίνουν από τα όρια του Συνοικισμού, αποκτώντας μια υπερτοπική πελατεία: Σιδηρουργείο, ξυλουργείο, μαραγκούδικο, παπουτσάδικο, καβουρνιάρικο, παγοπωλείο, αλλά και μπακάλικο… Στον πρώτο, τον Παλιό Συνοικισμό, υπήρχε και γιατρός παθολόγος, που είχε έρθει από τα Βουρλά, ο οποίος ήτανε άτυπα και ο γιατρός του Συνοικισμού. Και, παράλληλα με τον γιατρό, υπήρχε, φυσικά, και η «κυρά-μαμή». Αξίζει και μια ειδική αναφορά στους κεραμοποιούς και αγγειοπλάστες. Οι περιοχές γύρω από την κοίτη του ρέματος, που διασχίζει το Χαλάνδρι και την Καλογρέζα, είναι γεμάτες από κόκκινο άργιλο, από κει και το τοπωνύμιο «Κοκκινιά». Και ήδη λειτουργούνε κει από τον 19ο αιώνα εργαστήρια αγγειοπλαστικής. Σε κάποια απ’ αυτά δουλεύουν ως εργάτες και οι πρόσφυγες, κατασκευάζοντας, κυρίως, τα πήλινα κανάτια, που έγραφαν επάνω «Καλογρέζα», και που τα πουλούσαν με τις σούστες στην Αθήνα, που δεν είχε νερό εκείνη την εποχή, αλλά και στην αγορά της γύρω περιοχής και στα Μεσόγεια.

5. ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

Και μετά όταν πέρναγες και τον άλλον κι ερχόσουνα εδώ προς τις γειτονιές μας του Συνοικισμού, λάσπη… κόκκινη λάσπη… εδώ ήτανε! Κοκκινιά είναι το χώμα από κάτω. Γι’ αυτό φτιάχνανε και τις γλάστρες. Εδώ απάνω στην Επιδαύρου ήταν όλα τα καμίνια. Μέχρι το Μαρούσι. Ερχόμασταν για βόλτα πολλές φορές με τη μητέρα μου. Γιατί ακόμα δεν είχανε βγει τα νάιλον και τα πλαστικά και τα φτιάχνανε… πήγαιναν και παίρναν στάμνες. Είναι αργιλώδες το έδαφος. Και πηγαίναμε και παίρναμε στάμνες. Εδώ πιο πάνω… Γλάστρες, στάμνες… Διάφορα σκεύη, έτσι για να… Αλλά μετά… Εκείνο τον καιρό, μετά, βγήκανε, άρχισαν δειλά-δειλά να βγαίνουνε τα πλαστικά κι όλα αντικατασταθήκανε. [Θυμάσαι κάποιον που είχε εδώ τα κεραμικά αυτά;] Εδώ πιο πάνω ήτανε, δεν μπορώ να θυμηθώ, όμως, πώς λεγόντουσαν. Δηλαδή, ονόματα δεν ξέρω, αλλά θυμάμαι που πήγαινα και κοίταζα σαν παιδάκι, που βάζανε απάνω στους τροχούς, που γυρνάγανε τον πηλό, ας πούμε, με τα χέρια τους, και με τα χέρια οι τεχνίτες, ας πούμε, σχηματίζανε το… τη γλάστρα, τη στάμνα και τα λοιπά. Και μετά τα βάζανε σε φούρνο και τα ψήνανε. [Ο τροχός αυτός, ήτανε ηλεκτρικός ή με το πόδι;] Με το πόδι! Ποδοκίνητος! Με το πόδι! Σαν ραπτομηχανή, που είχανε παλιά. [Δεν είχανε τους ηλεκτρικούς φούρνους…] Όχι! Με το πόδι έκανε…! Με το πόδι έκανε.

Η πλειονότητα πάντως των κατοίκων των Συνοικισμών αντιστοιχεί στη γενική κατηγορία των «μαστόρων»: Οικοδόμοι και εργατοτεχνίτες, εργάτες στα περιβόλια,  πλακάδες και φρεατωρύχοι, λατόμοι στην Πεντέλη και μαρμαράδες. Τόσο ο πρώτος όσο και ο νεότερος συνοικισμός λειτουργούν σαν δεξαμενές άντλησης εργατικού δυναμικού, ένα δυναμικό διαθέσιμο για κάθε εργασία, ακόμα και ανειδίκευτη. Και στο θέμα αυτό, καλείται να παίξει καίριο ρόλο ο θεσμός του καφενείου, όταν πια παγιώνεται η ζωή στον Νέο Συνοικισμό. Ένα από τα καφενεία, που έγραψαν ιστορία, ήταν και το καφενείο του Μιχάλη Σκαπέτη, πρόσφυγα από τα περίχωρα της Σμύρνης (που, παρενθετικά, να πούμε ότι ο αγνοούμενος επί 25 χρόνια -από τότε, με τον διωγμό- αδερφός του, βρέθηκε με τις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού να ζει στη Θράκη). Η Διονυσία, ήταν μια σεισμόπληκτη κοπελίτσα, πρόσφυγας στην Αθήνα από την Κεφαλονιά, το 1953. Συναντιέται τυχαία κάποια στιγμή με τον Μιχάλη Σκαπέτη, ερωτεύεται αυτόν τον «πολύ εσωστρεφή και τρυφερό, με γνήσια έγνοια και αίσθημα ευθύνης για τους γύρω», όπως τον περιγράφει, άνδρα, την ερωτεύεται κι εκείνος, παντρεύονται και η Διονυσία εντάσσεται στην προσφυγική κοινότητα. Για την ιστορία, να πούμε ότι στην αναγγελία της ύπαρξης του Μιχάλη στη ζωή της και της απόφασης για γάμο («-Πατέρα, έχω γνωρίσει ένα καλόπαιδο που…» κ.λπ.), ο εν ενεργεία χωροφύλακας μπαμπάς της το πρώτο που τη ρωτά είναι: «Πού ξέρεις ότι είναι καλό παιδί; Μήπως είναι κομμουνιστής;». Η Διονυσία έρχεται να ζήσει μαζί με τον Μιχάλη στον Συνοικισμό, λοιπόν, μοιράζοντας τη ζωή της στο εξής ανάμεσα στην πρωινή εργασία της ως δημόσια υπάλληλος και στην απογευματινή βάρδια του καφενείου. Ενός καφενείου, που ήταν το κέντρο της ζωής στον Συνοικισμό, ο τόπος αναζήτησης εργασίας και ανεύρεσης εργατών και μαστόρων για τους διαμένοντες εντός και εκτός Συνοικισμού.

6. ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΣΚΑΠΕΤΗ

Το καφενείο;… Το καφενείο!!! Το καφενείο ήταν πολύ ωραίο!!! Το καφενείο… Ο Μιχάλης μου, έλεγε ότι το Καφενείο είναι Πανεπιστήμιο! Έτσι έλεγε ο κακομοίρης. «Το καφενείο…», μού λέει, «… παιδί μου, είναι πανεπιστήμιο! Θ’ ακούσεις κουβέντες, θ’ αλλάξεις κουβέντες, θα πεις, θα σου πούνε, θα…». Και τού ‘λεγα, «Τί πανεπιστήμιο είναι, βρε παιδάκι μου, τί μου λες τώρα, άσε με!». «Πανεπιστήμιο είναι το καφενείοοο!!!». Και το βρίσκω αυτό τώρα, ας πούμε, ΤΩΡΑ, όχι τότε. Ήτανε και διαφορετικά, διότι στο καφενείο εξασφαλίζανε μεροκάματα οι άνθρωποι. Λέγανε: «Πάμε στο καφενείο να… -για τους εργάτες. Να δούμε ποιους θα βρούμε να πάρουμε». Για την οικοδομή!  Γιατί τότε ήταν η οικοδομή, τότε δούλευε η οικοδομή! «Πάμε στο καφενείο να βρούμε εργάτες!» Και έτσι κλείνανε τα μεροκάματα!

Όσο για τις γυναίκες πρόσφυγες, αξίζει να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με τις προφορικές μαρτυρίες, εργάζονταν, σε αντίθεση με τις γυναίκες του Χαλανδρίου, τις γηγενείς Χαλανδραίες, που από τα δημοτολόγια εκείνης της εποχής δεν φαίνεται να συμμετέχουν, επίσημα τουλάχιστον, σε καμία οικονομική ή επαγγελματική δραστηριότητα. Δύο μόνο δηλώνουν μοδίστρες και όλες οι υπόλοιπες «οικιακά». Οι γυναίκες πρόσφυγες βγαίνουν έξω από τα όρια της προσφυγικής τους εγκατάστασης, σπρωγμένες προφανώς από την ανάγκη της επιβίωσης, χωρίς να αποκλείεται και το ενδεχόμενο της επιρροής από την άλλη κουλτούρα, με την οποία είχαν γαλουχηθεί στα μέρη τους. Εργάτριες στα περιβόλια, μοδίστρες και κεντήστρες. Πλύστρες και ασπρορουχούδες, καθώς και οικιακές βοηθοί, με το μεροκάματο σε διάφορα σπίτια του Χαλανδρίου. Εργάτριες κλωστοϋφαντουργοί, όπως είδαμε, στα υφαντουργεία της Νέας Ιωνίας.

Από τα παραπάνω, νομίζουμε ότι μπορούμε να εξάγουμε ένα πρώτο συμπέρασμα: Μια δυναμική αλλαγών, που χαρακτήρισε την Αττική, γενικότερα, εκείνη την περίοδο, του Μεσοπολέμου, αρχίζει να μεταμορφώνει και το Χαλάνδρι. Η Χαλανδραία ερευνήτρια Ιστορικός, Εύη Ολυμπίτου, στη μελέτη της πάνω στα πρώτα δημοτολόγια του Χαλανδρίου, αναφέρει ότι: «Προφορικές μαρτυρίες υποστηρίζουν ότι παλιά αποκαλούσαν τους Χαλανδραίους «σκαφτιάδες», γιατί δεν ήξεραν να κάνουν τίποτε άλλο. Η συντριπτική πλειονότητα των γηγενών Χαλανδραίων είναι γεωργοί, καλλιεργητές γης. Μόνο το 6% όσων έχουν γεννηθεί στο Χαλάνδρι είναι τεχνίτες.». Με την έλευση των προσφύγων, εγκαινιάζεται για την κοινότητα του Χαλανδρίου μια διαδικασία κοινωνικών διαφοροποιήσεων. Η δυναμική της δημογραφικής ανάπτυξης που ακολουθεί εκτοπίζει,  αργά αλλά και οριστικά, τον αμιγή αγροτικό χαρακτήρα. που έμενε αναλλοίωτος για αιώνες. Μια νέα φυσιογνωμία με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός αστικού πλέον χώρου διαμορφώνεται σιγά σιγά.

Όσο για την επόμενη γενιά, τη δεύτερη προσφυγική γενιά, δεκαετίες ’50-’60-’70, εκεί συναντάμε και υπαλλήλους, στον ιδιωτικό τομέα όσο και στον δημόσιο. Ως προς την προσβασιμότητα στον δημόσιο τομέα, υπάρχει μαρτυρία αφηγήτριας, που αναφέρεται στα προσκόμματα που αντιμετώπιζε όποιος και όποια επέλεγε το Δημόσιο ως  εργασιακό χώρο. Όπου (εκτός από το θεσμοθετημένο ουσιαστικά εμπόδιο των πελατειακών σχέσεων, τις δεκαετίες εκείνες), προκειμένου για τους προσφυγικής καταγωγής πολίτες, και όχι μόνο τους Χαλανδραίους, είχε να υποστεί και τις συνέπειες της -τεκμαιρόμενης από την προσφυγική προέλευση- αριστερής πολιτικής τοποθέτησης  (ισχυρό επιχείρημα για τον αποκλεισμό κάποιου από δημόσια θέση).

Ας γυρίσουμε, όμως, πάλι στις γειτονιές του Συνοικισμού. Αφηγήτρια κάτοικος του Νέου Συνοικισμού, με καταγωγή από τη Μεσσηνία, εσωτερικός πρόσφυγας, με την οικογένεια να εγκαταλείπει τον τόπο της το 1947, κυνηγημένοι όλοι τους από τα τάγματα ασφαλείας και αναζητώντας άσυλο στην ανωνυμία του προσφυγικού Συνοικισμού, μας λέει ότι όταν πρωτόρθε στον Νέο Συνοικισμό δεν υπήρχαν «μαγαζιά», με την έννοια που τα γνωρίζουμε εμείς. Οι διάφοροι τεχνίτες στέγαζαν το εργαστήρι τους μέσα στο ίδιο τους το σπίτι: Ο τσαγκάρης είχε το κασελάκι σπίτι του και δούλευε εκεί μέσα, ο άλλος είχε μετατρέψει ένα δωμάτιο του σπιτιού σε μπακάλικο ή μανάβικο κ.λπ.. Απαριθμεί γύρω στα τέσσερα μπακάλικα τέτοιου τύπου στην περιοχή. Τα μοναδικά ψυγεία που υπήρχαν ήταν με πάγο, τον οποίο προμηθεύονταν από τους πλανόδιους παγοπώλες με καρότσια. Μόνο το καφενείο υπήρχε ως κτήριο με διακριτή χρήση, καθώς και ο φούρνος, που εκτός από την παρασκευή ψωμιού δεχότανε, ιδίως τις Κυριακές, φαγητά για ψήσιμο.

Αφηγητής δεύτερης γενιάς έχει να θυμάται για τον πατέρα του, έναν εξαιρετικό σιδηρουργό, που «έφτιαχνε αγγέλους»…

7. ΤΑΣΟΣ ΜΑΡΣΕΛΟΣ

[Και ο πατέρας, σιδηρουργός πού δούλευε;] Στον αδερφό του, είχανε μαζί ένα  σιδηρουργείο στο Χαλάνδρι. [Σε ποιο σημείο, στο Χαλάνδρι;]  Εεε, κεντρικό ήτανε, θυμάμαι. Πρέπει να ήταν στην οδό Σωκράτους κοντά; Κάπου εκεί. [Και το είχε μέχρι πότε, ποια χρονιά; Πρέπει να το θυμάσαι καλά!] Ο πατέρας μου μετά πήρε δικό του, έκανε δικό του μαγαζί, έφυγε από τον αδερφό και πήγε στην Παπαρρηγοπούλου κι άνοιξε ένα μικρό, πιο μικρό μαγαζί και τον στηρίζανε πιο πολύ οι πρόσφυγες, γείτονες και φίλοι, στη δουλειά του, στην επαγγελματική του ζωή. [Δηλαδή, έφτιαχνε πόρτες, παράθυρα…] Σιδηρικά, τα πάντα…. ΄Ητανε… Έφτιαχνε… αγγέλους! Αγγέλους, πραγματικά! Δηλαδή… [Τεχνίτης!] Πολύ καλό, πολύ… Εξαιρετικός!

Ενώ ο σιδηρουργός Μαρσέλος έφτιαχνε «αγγέλους» στο εργαστήρι του, οι Συνοικισμοί, Παλιός και Νέος, βούλιαζαν στη φτώχεια και στην ανέχεια. Μια αφηγήτρια έχει να θυμάται ότι, πριν τον πόλεμο, ξεκινούσαν αξημέρωτα, εκείνη και η φιλενάδα της, δυο μικρά κοριτσάκια, με έναν άδειο τενεκέ λαδιού δεμένο στην πλάτη τους, και πήγαιναν παρέα απ’ το Χαλάνδρι με τα πόδια μέχρι τα Σπάτα για να μαζέψουν, το ξημέρωμα πια που θα φτάναν, τα λεγόμενα «κουδούνια» από  τ΄ αμπέλια, τις τρεις-τέσσερις ρώγες που θα ‘χανε αφήσει οι τρυγητάδες πάνω στα τσαμπιά απ’ τα σταφύλια. Η αθλιότητα των συνθηκών ζωής άφηναν τα ίχνη τους πάνω στους ανθρώπους των Συνοικισμών• κι αυτό συντελούσε στον στιγματισμό και στην απόρριψή τους από τους γηγενείς Χαλανδραίους, παράλληλα με τη φοβική αντίδραση απέναντι στους ξενόφερτους. Αυτά, όμως, θα τα δούμε και πιο κάτω. Για την ώρα θέλουμε να σταθούμε για λίγο στην περίοδο της Ναζιστικής Κατοχής, τότε που η Μεγάλη Πείνα, που μάστιζε όλο το λεκανοπέδιο, έπεφτε ακόμα πιο βαριά πάνω στους ήδη στερημένους προσφυγικούς συνοικισμούς.

Γιατί… «Όλοι πεινούσαν στη γειτονιά». Και όταν πάνω στην πείνα τους ήρθε και η Μεγάλη Πείνα, της Κατοχής, πηγαίνανε τα πιτσιρίκια τρία-τέσσερα μαζί εκεί που είχαν στήσει τα μαγειρεία τους οι Γερμανοί και καθόντουσαν μέχρι την ώρα που θα πέταγαν τα πατατόφλουδα για να τα πάρουνε και να τα πάνε στη μάνα τους να τα μαγειρέψει. Ή ορμάγανε, μικροί-μεγάλοι, σ’ έναν λάκκο που είχαν ανοίξει οι Γερμανοί δίπλα σ’ ένα επιταγμένο ξενοδοχείο για να ρίχνουν το περίσσευμα απ’ τα φαγητά τους. Όσοι προλάβαιναν, έτρωγαν. Υπήρχε και το «μπασάκι», τα υπολείμματα που περίσσευαν από το κομμένο στάχυ. Τα παιδιά ξεκινούσαν να μαζεύουν απ’ το πρωί ένα-ένα κάτω απ’ το έδαφος αυτά τα μπασάκια, και τά ‘φερναν το μεσημέρι στη μάνα τους στο σπίτι, που τα τίναζε με ένα ξύλο και έπαιρνε όσο στάρι απέμενε. Μια άλλη μαρτυρία, από μικρό κοριτσάκι πάλι στην Κατοχή, μιλά για το βασικό συστατικό του κατοχικού γεύματος• που, σε σταθερή βάση, δεν ήταν άλλο από τα χόρτα που τα μάζευαν από τις πλαγιές της ρεματιάς και τα μαγειρεύαν στο μαγκάλι τους. Ενώ η οικογένεια συμπλήρωνε τη διατροφή της από τα φαγώσιμα, που κατάφερνε να κλέψει η μεγάλη αδελφή, δουλεύοντας σαν μαγείρισσα μαζί με άλλες κοπέλες του Συνοικισμού σ’ ένα κτήμα, που είχαν επιτάξει οι ναζί.

Την περίοδο εκείνη, της ναζιστικής Κατοχής, οι κάτοικοι των συνοικισμών ήταν οι καλύτεροι «πελάτες» των συσσιτίων. Η πρώτη αφηγήτρια θυμάται ότι πηγαίναν στα συσσίτια όλοι μαζί, με τη μάνα και τ’ αδέρφια της, για να καταφέρουν να πάρουν περισσότερο φαγητό. Μια μέρα, είχαν πάρει τις πρώτες μερίδες όσπρια, γυρνάνε σπίτι εκείνη με την αδελφή της, τα ρίχνουν στο τσουκάλι και ξαναπηγαίνουν μήπως πάρουν κι άλλες. Όταν επιστρέφουν στο σπίτι βρίσκουν τη μάνα τους να κλαίει, μέσα σε απόγνωση. Είχε σπάσει το τσουκάλι. Την παρηγόρησαν και έφυγαν για να προσπαθήσουν να ξαναπάρουν φαΐ, όμως, εκείνη συνέχιζε να κλαίει. Δεν ήξερε πια με τί να τους ταΐσει εκείνη τη μέρα.

Μέσα όμως στο ζοφερό τοπίο της γενικευμένης -λίγο ως πολύ- ανέχειας, καταγράφονταν και συμπεριφορές πηγαίας αλληλεγγύης, σαν φωτεινές ρωγμές σε μαύρο σκηνικό: Αφηγητής, Χαλανδραίος, από οικογένεια αστική, παιδάκι κι αυτός τότε, έχει να θυμάται ότι: «Εκείνο το οποίο δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν οι μέρες της μεγάλης πείνας, το ’41, που ερχόντουσαν παιδάκια με τενεκεδάκια και χτυπάγανε την πόρτα και λέγανε: «Πεινααάω!!!». Και τι να τους δώσεις, που δεν είχαμε να τους δώσουμε τίποτα; Και θυμάμαι, ήτανε ένας ο οποίος ζητιάνευε, ένας νεαρός, ο οποίος, μάλιστα, είχε ψηλώσει ο καημένος, φαίνεται, απότομα, και τα καλαμοπόδια του χτυπάγανε το ένα με τ’ άλλο,  κι ΄λεγε: «καλέ κυρία, καλέ κυρία…». Τον είχαμε βγάλει «ο Καλεκυρίας». Και έλεγε η θεία η Ελένη: «Κράτα λιγάκι και για τον Καλεκυρία, που θα’ρθεί!». Και κρατούσε… Μισή φετούλα ψωμί, οτιδήποτε που μπορούσαμε να το στερηθούμε για τον «Καλεκυρία»• που θα ‘ρχόταν».

Τη στάση αυτή, βέβαια, ξέρουμε ότι δεν την υιοθετούσαν όλοι. Και κάποιοι το προχωρούσαν ακόμα παραπέρα, μέχρι που το τερμάτιζαν: Μια φιλενάδα της πρωτοαναφερόμενης αφηγήτριας, την εποχή της Μεγάλης Πείνας, την παρακινεί να πάνε μαζί στη Φιλοθέη. Ήταν κατενθουσιασμένη, είχε εντοπίσει εκεί κάτι πολύ ενδιαφέρον. «Πάμε», της λέει, «θα πάρουμε… φαΐ!».

8.  ΓΕΩΡΓΙΟΥ AUDIO  I

[τελειώνει:] «…βγήκαν και φωνάζανε: Τώρα θα φέρουμε τους Γερμανούς, να σας πιάσουν! Τι να φέρουνε; Μικρά είμασταν, μωρέ!».

Γ. …με τις σχέσεις με γηγενείς

Όπως είπαμε, το Χαλάνδρι δεν ήταν αμιγής προσφυγική περιοχή. Όλα αυτά που  αφηγούμαστε συμβαίνουν σε έναν τόπο, όπου οι νεοφερμένοι πρόσφυγες πρέπει να συνυπάρξουν με τους προϋπάρχοντες γηγενείς, και όπου οι κλεισμένοι στα όρια της μικρής αγροτικής τους κοινότητας Αρβανίτες να δεχτούν να συμβιώσουν με τους φερμένους από μέρη άγνωστα και πάντως -για κάποιους, τουλάχιστον- εχθρικά. Η συμβίωση ήταν δύσκολη. Η έλευση των προσφύγων προκάλεσε, με κάποιες εξαιρέσεις, τις αντιδράσεις, όπως ήταν αναμενόμενο, των ντόπιων• αντιδράσεις, που ενίοτε κορυφώνονταν σε βίαιες ενέργειες κατά των προσφύγων.

«Απ’ ότι έλεγαν, τους ρίχνανε πέτρες», λέει αφηγήτρια δεύτερης γενιάς. «Τους λέγανε «τουρκόσπορους», ότι δεν ανήκουν εδώ, ότι «ποιοι είναι αυτοί, να φύγουνε…».

Φοβόντουσαν μήπως τους καταπατήσουν τα χωράφια. Γιατί τότε όλο χωράφια ήταν εδώ. Εντάξει, ήταν μια… δύσκολη, πολύ δύσκολη εποχή.».

Οι παλιοί πρόσφυγες αποκαλούσαν μέχρι πρόσφατα στις αφηγήσεις τους τούς ανθρώπους που συνάντησαν εδώ «ντόπιους» ή «Χαλανδραίους», διαχωρίζοντας σαφώς τους εαυτούς τους από εκείνους. Οι ντόπιοι, πάλι, αποκαλούσαν τους  πρόσφυγες «τουρκόσπορους» και προσπαθούσαν να τους περιθωριοποιούν, αν όχι και αποκλείουν, και να δείχνουν την περιφρόνησή τους σε κάθε ευκαιρία.

 «Ο πατέρας μου ήρθε από τη Μικρά Ασία», λέει αφηγητής. «Εκεί, στον Συνοικισμό, ήταν οι Μικρασιάτες, που ήταν οι παράγκες. Και τότε, απ’ τα καφενεία της πλατείας… κατεβαίνανε οι Χαλανδραίοι, οι Αρβανίτες, όπως τους λέγαμε… Γιατί μιλάγανε αρβανίτικα οι Χαλανδραίοι. Οι βέροι Χαλανδραίοι. Οι Μαρουσιώτες, Κορωπί, Σπάτα, μιλάγανε αρβανίτικα όλοι αυτοί… Λοιπόν, κατεβαίνανε στον Συνοικισμό απ’ τα καφενεία της πλατείας αυτοί, και χτυπάγανε τον κόσμο!… Τους φωνάζανε Τούρκους. Αυτούς, που ήταν στις παράγκες, τους πρόσφυγες! Ναι! Έτσι τους φωνάζανε! Μέχρι τελευταία, μού είπε ένας στη γειτονιά: «Εσύ είσαι Τούρκος! Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;». «Ε,», του λέω κι εγώ, «είσαι φίλος μου και δεν σου μιλάω. Δεν θέλω να σε χτυπήσω.». Φίλος μου από τα γενοφάσκια μας!!! Τέεελος πάντων…».

Άλλος αφηγητής, που ήρθε με την οικογένεια στον Παλιό Συνοικισμό το 1937, διωγμένοι από το Προκόπι της Καππαδοκίας, λέει: «Οι Χαλανδραίοι…  -ορισμένους που τους ξέρω, κι από καλές οικογένειες εδώ- όταν μέναμε εκεί, στην άλλη γειτονιά, στον Παλιό Συνοικισμό, μάς πετάγανε κεραμίδια σπασμένα και τούβλα! Γιατί ήμαστε πρόσφυγες!… Αυτό το έζησα… εγώ! Αυτό το έζησα εγώ και τα ξέρω και τα πρόσωπα ….οι οποίοι έχουν πεθάνει πια, αλλά… ξέρω τις οικογένειες!!! Και λυπούμαι πάρα πολύ γι’ αυτό γιατί… Ήτανε  …δείχνανε …ευσεβείς, ότι ήτανε άνθρωποι καλοί! …Δεν ξέρω. …Και δεν μου άρεσε καθόλου αυτό, να πετάνε τούβλα και κεραμίδια σπασμένα, από τη μάντρα, ας πούμε, προς εμάς!!! …Γ ι α τ ί ;  Εμείς δεν ήμαστε άνθρωποι δηλαδή; …Και να πω και το άλλο; Δεν ξέρω τώρα αν είναι εγωιστικό…  Ήρθαμε εμείς εδώ και τους ξυπνήσαμε…!!!».

Ούτε και τα παιδιά έμειναν έξω από αυτό το καθεστώς διακρίσεων και αποκλεισμού. Οι συνθήκες ζωής και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είχε αναπόφευκτα τον αντίκτυπό της και στη σχέση των προσφυγόπουλων με το σχολείο. Ο αφηγητής, γιός του σιδηροδρομικού, που συναντήσαμε πιο πριν, μη πρόσφυγας ο ίδιος, λέει: «Σχολείο πήγαινα στο 1ο Δημοτικό. Είχε έξι αίθουσες, νομίζω. [Πόσα παιδιά ήσασταν; Ογδόντα-ενενήντα σε κάθε αίθουσα;]  Εκατόν είκοσι! Πολλά παιδιά, δηλαδή, ερχόντουσαν απ’ τον Συνοικισμό. Ερχόντουσαν, αλλά δεν είχανε τη δύναμη να προχωρήσουνε στα γράμματα. Και μένανε στην ίδια τάξη.».        

Όπως είπαμε πιο πάνω, η περιοχή του καθενός ήταν αυστηρά οριοθετημένη. Οριοθετημένη, φυσικά, από τη ρεματιά, που το ρέμα της διέσχιζε τις γειτονιές του Συνοικισμού, αποκόβοντάς τες από το υπόλοιπο Χαλάνδρι και εκθέτοντας τα σπίτια στον κίνδυνο της πλημμύρας σε κάθε νεροποντή, ενώ απ’ την άλλη, ο Συνοικισμός για δεκαετίες δεν είχε δίκτυο υδροδότησης. Αλλά δεν ήταν μόνον αυτό. Οι γέφυρες, που ξέρουμε καλά ότι υπάρχουν για να ενώνουν κόσμους, για τον Συνοικισμό εκπροσωπούσαν τον κίνδυνο.

Ο προηγούμενος αφηγητής, που το σπίτι του συνορεύει με τον Συνοικισμό, θυμάται…

…«Και τι, δεν ήτανε εύκολο πράγμα… Να φύγεις από τη γειτονιά τη δική μου να πας στον Νέο Συνοικισμό;! Έπρεπε να περάσεις το ποτάμι! Και το ποτάμι είχε νερό! Είχε μια ξύλινη γέφυρα η οποία…. την έπιανες έτσι, μην έρθει κάτω. Ήτανε ξύλινη! Κι είχε σκοινιά! Αλλά εμείς… παιδιά τότε… μας χάνανε  οι μανάδες…! Έπρεπε να πάμε να βρούμε… το γήπεδο του Χαλανδρίου! Εκεί! Στον Νέο Συνοικισμό! Το γήπεδο του Χαλανδρίου ήταν εκεί, εκείνη την εποχή, μετά τη ρεματιά! Και ξεκινούσαμε… Και καλά, όταν δεν είχε νερά. Όταν είχε νερά, φοβόντουσαν οι μανάδες μας μήπως πνιγούμε! Εμείς, παιδιά… Καταλαβαίναμε τίποτα; Δέκα, έντεκα χρονών, δώδεκα χρονών τότε. Πηγαίναμε, φεύγαμε, μας χάνανε.».

Η περιοχή του καθενός, όμως, ήταν οριοθετημένη και με άλλους όρους. Η οικονομική κατάσταση, η κοινωνική σύνθεση, αλλά και η ιδεολογική, πολλές φορές, και πολιτική τοποθέτηση των δύο κοινοτήτων ήταν σε γενικές γραμμές διαφορετικές. Αφηγητής τρίτης γενιάς λέει: «Βέβαια… (επειδή ήτανε βενιζελικοί, όπως καταλαβαίνουμε) ε!, σε μια κοινωνία βασιλοφρόνων, ήτανε πάρα πολύ δύσκολο. Ήτανε ένας πρώτος άτυπος εμφύλιος τότε, μπορεί να μην είχε τόσο θύματα, αλλά είχε θύματα από άλλες ενέργειες, έμενε κόσμος νηστικός, έμενε κόσμος χωρίς δουλειά. Ήτανε κι αυτός ένας πόλεμος, ψυχρός πόλεμος, στον οποίο… δεν βγήκε κανένας νικητής και κανένας ηττημένος. Ήταν όλοι…».

Η ιδεολογική και πολιτική τοποθέτηση των ντόπιων και των προσφύγων ήταν όχι απλώς διαφορετικές, αλλά ενίοτε καθίσταντο και συγκρουσιακές. Μια από τις εμβληματικές και αγαπητές μορφές του Νέου Συνοικισμού, ο Βαγγέλης Τσακιρίδης, μιλώντας για τα χρόνια της Κατοχής, του Εμφύλιου και τα μετεμφυλιακά, έχει να θυμάται ότι…

«Εδώ στη γειτονιά όλοι είχαν περάσει από τον Ε.Λ.Α.Σ., τον εφεδρικό ή τον μόνιμο. Τότε εγώ ήμουνα… το 1953, 17-18 χρονών, τι κόσμο να μαζέψω;»  [Εδαΐτης τώρα ο Βαγγέλης, έφηβος δεκαεφτάχρονος, είχε αναλάβει να συγκαλέσει μυστική, καθόσον παράνομη, συγκέντρωση της Ε.Δ.Α. στο Χαλάνδρι. Το ‘53]  «Μπορούσα τώρα εγώ να πάω σ’ έναν Ελασίτη, τριάντα χρονών, και να του πω «έτσι κι έτσι»; Άλλωστε, κι ο κόσμος εδώ στη γειτονιά φοβότανε, είχανε περάσει όλη εκείνη την περίοδο της αυτοάμυνας, που τα βράδια ερχόντουσαν οι Χίτες και πυροβολούσαν εν ψυχρώ μέσα από τα παράθυρα. […] Θυμάμαι εδώ, στη γειτονιά, ο πατέρας μου σαν εμπειροπόλεμος, τους εκπαίδευε σε εκείνα τα παλιά τα όπλα, που είχανε στον εφεδρικό Ε.Λ.Α.Σ., στη λειτουργία, στη σκοποβολή… Όλη η γειτονιά εδώ ήταν αριστερά. Πέρασαν περίοδοι, το ’44, που οι Γερμανοί δε μπαίναν εδώ στη γειτονιά, φοβόντουσαν. Ήταν σαράντα σπιτάκια προσφυγικά, και γύρω γύρω ήταν έρημος ο τόπος, όλο σπαρτά κι ελιές. Οι Γερμανοί ερχόντουσαν οπλισμένοι σαν αστακοί μόνο την ημέρα.». Ο Βαγγέλης μιλάει για καμιά δεκαριά γειτόνους εκτελεσμένους από τους Γερμανούς, και, επώνυμα, για άλλους τρεις που χάθηκαν, ο ένας στη Μακρόνησο, ο άλλος στη μάχη της Κηφισιάς μετά τα Δεκεμβριανά, και ο τρίτος -διοικητής του εφεδρικού Ε.Λ.Α.Σ. Χαλανδρίου, εκτελεσμένος μετά από φρικτά βασανιστήρια. Οι τρεις αυτοί έμεναν στον ίδιο δρόμο. Ο Βαγγέλης έκανε για χρόνια προτάσεις στα δημοτικά συμβούλια για μετονομασία του δρόμου με τα ονόματα τους. Δεν εισακούστηκε, και ο δρόμος είχε μια εντελώς διαφορετική τύχη, όπως θα δούμε πιο κάτω. 

Η περιοχή του καθενός, λοιπόν, έπρεπε να είναι οριοθετημένη. Ο ρατσισμός των ντόπιων μαζί με την εχθρότητα και τις εντάσεις που προκαλούσαν οι αντιδιαμετρικές πολιτικές τοποθετήσεις, οδήγησαν σε φοβικές σκέψεις και προτάσεις της Δημοτικής Αρχής, για λήψη θεσμικών μέτρων αποκλεισμού των προσφύγων του Συνοικισμού από τον ιστό της πόλης. Δυο μαρτυρίες: Από μη πρόσφυγα κάτοικο του κέντρου του Χαλανδρίου, η πρώτη, και από προσφυγικής καταγωγής κάτοικο του Νέου Συνοικισμού, η δεύτερη, μας δίνουν μια ιδέα για τα σκηνικά που διαδραματίζονταν για χρόνια.

9. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΡΜΠΑΣ

[Ο δήμαρχος Καρελλάς ξέρουμε ότι είχε δηλώσει ότι θα φτιάξει ένα τείχος…] Τείχος. Στον Συνοικισμό. [Γιατί;] Για να χωρίσει τους κομμουνιστές. Επειδή ψηφίζανε Αριστερά ο Συνοικισμός. Δηλαδή, στο κεντρικό Χαλάνδρι, σου λέω, ήτανε βασιλόφρονες, Χίτες, τι να σου πω τώρα… όλοι. Όλοι! ΟΛΟΙ! Και δοσίλογοι. Δηλαδή, ορισμένοι εξ αυτών, ορισμένοι εξ αυτών, με την υποχώρηση των Γερμανών τούς πήραν στη Γερμανία, γιατί αν τούς αφήνανε στο Χαλάνδρι θα ‘πεφτε …λαιμητόμος. Υπήρχε Χαλανδραίος, πρόεδρος της κοινότητος -γιατί αν το ‘χεις…, Θεοδοσίου λεγόμενος- στο ‘χει πει κανείς;- πρόεδρος της κοινότητος, ο οποίος ήτανε κουκουλοφόρος. Μαζεύανε οι Γερμανοί στο προαύλιο της εκκλησίας τους υποψήφιους, υποψήφιους, και πάταγε -όποιος ήταν κομμουνιστής- το πόδι του Γερμανού: «Από κει, εσύ!», όποιος ήτανε δεξιός, «από κει!»… Και τον πήρανε στην… -κοίτα να δεις, τί… τί… τί  ήτανε η σύνθεση, η πολιτική σύνθεση του Χαλανδρίου την εποχή εκείνη- και τον πήρανε στη Γερμανία , και ήρθε γύρω στο ’50, γύρισε, μετά τον Εμφύλιο. Εν τω μεταξύ, ΕΞΕΛΕΓΗ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ μετά στις εκλογές! Με τον Καρελλά. Αυτός! Μάλιστα.  …Πάταγε το πόδι του Γερμανού… Και άλλοι…

10. ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΑΜΠΟΥΡΝΙΩΤΗΣ

Οι μαρτυρίες όλες λένε τότε ότι οι ντόπιοι διοικούντες ήθελαν να χτίσουν μία μάντρα, όπως πολύ καλά ξέρεις και συ, για να χωρίσουνε τον Συνοικισμό από το υπόλοιπο Χαλάνδρι. Γιατί δεν θέλανε, λέει, να τους βλέπουνε καθόλου. [Να τους κατονομάσουμε τους διοικούντες, δηλαδή εννοείς έγινε πρόταση στο Δημοτικό Συμβούλιο.] Έχουμε έγγραφο, έχουμε έγγραφο, έχουμε έγγραφο, χειρόγραφο, ομιλία υποψηφίου δημοτικού συμβούλου, του Μιχάλη του Γεωργίου, του συχωρεμένου, που είχε το μανάβικο, του λεγόμενου «Βουρδούμπα», γιατί εδώ είχαν όλοι παρατσούκλια, που στο τέλος της ομιλίας του, μέσα στο καφενείο του Σκαπέτη, αναφέρει ότι ο Καρελλάς ήθελε να κάνει μάντρα και να χωρίσει το Χαλάνδρι απ’ τον υπόλοιπο Συνοικισμό! Για εμάς, πρέπει κάποια στιγμή, αυτή η οδός ν’ αλλάξει, και να ονομαστεί σε «Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου».

Να εξηγήσουμε, στο απόσπασμα αυτό, ότι ο αφηγητής αναφέρεται στην ονομασία ενός κεντρικού δρόμου του Συνοικισμού, που φέρει την ονομασία «οδός Καρελλά», από τον εκτελεσμένο μετά την Απελευθέρωση, από τους Ελασίτες της γειτονιάς, ως συνεργάτη των Γερμανών, αδερφό του μετεμφυλιακά διορισμένου δημάρχου. Πρόκειται για τον ίδιο δρόμο, που ο Βαγγέλης Τσακιρίδης πάσχιζε για χρόνια, για να τιμήσει τη μνήμη των τριών αγωνιστών του Εμφυλίου. Οι πόλεμοι της μνήμης… Η γνωστή Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, πάλι, είχε μείνει στον Συνοικισμό για ένα μικρό διάστημα με το που έφτασε διωγμένη από τη Σμύρνη με την οικογένειά της.

Θα κλείσουμε με ένα απόσπασμα, που το θεωρούμε και σχόλιο πάνω στην προσφυγική ταυτότητα. Για την ακρίβεια, σχόλιο πάνω στο βίωμα της προσφυγικής προέλευσης ως στίγμα, όπως βιώνεται από μια γυναίκα προσφυγικής καταγωγής, και στην υπέρβαση του βιώματος αυτού στη δεύτερη και τρίτη προσφυγική γενιά. Στοιχείο που βάζει και τη διαγενεακή διάσταση, αλλά και που αφήνει να πλανιέται ένα ερώτημα: Ποια θα μπορούσαν να είναι τα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας υπέρβασης, και ποια τα υλικά μιας μετα-προσφυγικής ταυτότητας;

«Χρειάστηκε να γίνω πολύ μεγάλη, να φύγω απ’ το σχολείο, να πάω στην άλλη άκρη της γης, να κάνω αυτό που ήθελα να κάνω, να γυρίσω, να γυρίσω τη γη, για να αποβάλλω το κόμπλεξ, που τότε δεν καταλάβαινα: Ότι ήμουν του Μικρασιάτη. Ότι ήμουνα κατώτερη. Ναι. Αισθανόμουνα πολύ κατώτερη. Δηλαδή, αργότερα μπόρεσα να το συνειδητοποιήσω… Όμως… έτσι μας δεχόντουσαν.».

Η γυναίκα αυτή φοίτησε στα γυμνασιακά της χρόνια σε πρότυπο γυμνάσιο της Φιλοθέης, λόγω εγγύτητας με τον τόπο κατοικίας της.

«Ήμουν αθλήτρια», λέει. «Πολύ καλή αθλήτρια. Η καλύτερη της Φιλοθέης! Και πανελλήνια, σε Πανελλήνιους αγώνες! Μου έβαζε 18 γυμναστική κι έβαζε στην κόρη της Φυσικού, η οποία βαριότανε να κάνει γυμναστική, 20! Κι όλα αυτά τα θεωρούσα κατά κάποιον τρόπο δεδομένα! Ότι εγώ, επειδή είμαι πρόσφυγας, είμαι τρίτης, δεύτερης κατηγορίας… Μας είχανε γαλουχήσει, μας είχανε μάθει έτσι από το σχολείο. Δεν μας βοηθούσαν οι δασκάλοι. Οι ίδιοι μάς κάνανε, κάνανε τον διαχωρισμό. Και τώρα που μεγάλωσα, που έχουμε καμιά φορά κανένα… «ριγιούνιον» στη Φιλοθέη, και έχει τύχει και έχω πάει επανειλημμένως και… Ε, σίγουρα εγώ τώρα στην ηλικία μου κατάφερα αυτά που… που αγωνίστηκα πάρα πολύ, όλη μου τη ζωή, για να… τα πετύχω. Πολύ εργατική, όπως και οι πιο πολλοί Μικρασιάτες, μας το είχανε εμφυσήσει μέσα μας αυτό: Να φτιάξετε τα σπίτια σας, να δουλέψετε! Πολύ δουλευταράδες άνθρωποι ήτανε, όλοι τους! Και πιστεύω ότι το έλυσα εγώ το οικονομικό μου πρόβλημα! Αισθάνομαι, δηλαδή, περήφανη, ότι ξέφυγα από όλο αυτό… την ανέχεια και όλα αυτά, με τις γνώσεις μου! Και ταξίδεψα, όλη μου τη ζωή! Ε! … Τώρα που πάω στη Φιλοθέη, στο «ριγιούνιον», και τις κοιτάω τις άλλες… εεε, δεν έχουν καταφέρει τίποτα, μπροστά σ’ αυτά που κατάφερα εγώ! Και αισθάνομαι πολύ περήφανη! Αισθάνομαι πολύ περήφανη που είμαι Μικρασιάτισσα!».

Η Ημερίδα ολοκληρώθηκε με την εισήγηση της Ο.Π.Ι. Χίου, με τίτλο: «Από τη Χερσόνησο της Ερυθραίας στη Χίο».

Στη συνέχεια τέθηκαν ερωτήσεις από το κοινό, όπως και στην ολοκλήρωση κάθε συνεδρίας, πραγματοποιήθηκε Στρογγυλή Τράπεζα-Συζήτηση μεταξύ των Ομάδων Προφορικής ιστορίας, με συντονίστρια την κ. Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν.

Η βραδιά ολοκληρώθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με ένα μοναδικό γλέντι από την Ομάδα Ρεμπέτικης Μουσικής της Εργατικής Λέσχης Νέας Ιωνίας-«Υδραγωγείο».