«Ο ΠΡΙΓΚΙΨ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΟΡΟΦΟΥ – ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ», του κ. Άρη Σφακιανάκη – Εκδόσεις Κέδρος
Ο «Πρίγκιψ του δευτέρου ορόφου – Στον καιρό του Όθωνα», του κ. Άρη Σφακιανάκη, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος, είναι ένα εξαιρετικό ιστορικού τύπου μυθιστόρημα, το οποίο πραγματεύεται τις αναμνήσεις ενός Έλληνα της Διασποράς, ο οποίος εργαζόταν στο πλάι του βασιλιά Όθωνα και στη συνέχεια για τον Κωλέττη, ο οποίος καταγράφει με γλαφυρό τρόπο πτυχές από το χρονικό της βασιλείας του Όθωνα στην Ελλάδα και στιγμές από τη ζωή του με τη βασίλισσα Αμαλία.
Της Παναγιώτας Σούγια
«Η πατρίδα πήγαινε κατά διαόλου.
Δεν πρόλαβαν να χώσουν τον Καποδίστρια στο χώμα κι άρχισε νέος εμφύλιος στον τόπο. Πολλοί σκοτώθηκαν, ώσπου τελικά επικράτησε ο Κωλέττης. Ο Αυγουστίνος -ο αδελφός του Κυβερνήτη- αναγκάστηκε να φύγει για την Κέρκυρα. Στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε, κυμάτιζε η γαλλική σημαία στα φρούρια. Οι Γάλλοι υποστήριζαν τον Κωλέττη, κι ο Κωλέττης τη Γαλλία.
Λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Καποδίστρια οι τρεις Πρωστάτιδες Δυνάμεις άρχισαν να αναζητούν βασιλιά για την Ελλάδα. Κανείς δεν έδειξε πρόθυμος να αναλάβει τον θρόνο – η δολοφονία του Καποδίστρια ήταν νωπή ακόμη κι όλοι δίσταζαν. Πρότεινε τότε ο μονάρχης της Βαυαρίας τον δευτερότοκο γιο του, τον ανήλικο Όθωνα, για το ελληνικό στέμμα. Οι ηγεμόνες της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας συμφώνησαν με ανακούφιση. Ουδείς ερώτησε τους Έλληνες.
Ο δικός μου πατέρας με είχε στείλει να σπουδάσω νομικά στο Μόναχο. Καπνέμπορος ήταν στο Ιάσιο κι ήθελε ο γιος του να μορφωθεί και να γίνει σπουδαίος. Εκεί, στο Μόναχο, μια τρέλα νεανική μ’ έκανε να πω στους συμφοιτητές μου ότι είχα αίμα πριγκιπικό -είχα κατά νου έναν θείο μακρινό που κάποτε υπήρξε ηγεμόνας της Βλαχίας- κι απαίτησα να με φωνάζουν πρίγκιπα.
«Τι σόι πρίγκιπας είσαι εσύ;» είπε κοροϊδευτικά ένας Γερμανός σπουδαστής. «Εσύ φοράς το ίδιο τριμμένο πανωφόρι χειμώνα καλοκαίρι. Κι οι μπότες σου έχουν τρυπήσει, καημένε μου!».
Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, του έχωσα μια γροθιά στα μούτρα, με απέβαλαν μια βδομάδα από τη σχολή, μα μου έμεινε ο τίτλος: πρίγκιψ! Κάποιοι πρόσθεταν χαμηλόφωνα «…της γυφτιάς», όμως αυτό το τελευταίο έκανα πως δεν το άκουγα.
Στο Ναύπλιο έφτασα το 1831 κι αμέσως βρήκα θέση πρωτοκολλητή στην κυβέρνηση του Καποδίστρια. Ο Κυβερνήτης -που απεχθανόταν τους τίτλους- με φώναζε χλευαστικά «πρίγκιψ», αλλά αυτή τη φορά επειδή φρόντιζα πια επιμελώς την εμφάνισή μου. Είχα καταλάβει εγκαίρως πως τα ρούχα κάνουν τον παπά. Όλα μου τα λεφτά τα ξόδευα σε ενδύματα. Άλλωστε, μόνος ζούσα, οικογένεια δεν είχα φτιάξει, ήμουν μικρός ακόμη – είκοσι ενός ετών ξεμπάρκαρα στο Ανάπλι.».
Ο ήρωας-«πρίγκιψ» δήλωνε ποιητής.
Ήταν Έλληνας της Διασποράς.
Είχε σπουδάσει νομικά στο Μόναχο.
Βρισκόταν στο Ναύπλιο κατά την άφιξη του Όθωνα και γνωρίστηκε με τον ανήλικο βασιλιά.
Δούλευε για τον Κωλέττη και είχε ακολουθήσει την κυβέρνηση στη νέα πρωτεύουσα, την Αθήνα.
Είχε οριστεί από τον Όθωνα δάσκαλος ελληνικών της Αμαλίας.
Αργότερα είχε μετακομίσει στο παλάτι.
Προσπαθούσε να σαγηνεύσει τις δεσποινίδες επί των τιμών – μάταια.
Είχε εγκαταλείψει την ποίηση, φλέρταρε με το μυθιστόρημα και τελικά είχε πειστεί να γράψει το χρονικό της βασιλείας του Όθωνα.
Αυτό που απομένει είναι διαβάζοντας αυτό το υπέροχα γραμμένο μυθιστόρημα να αντιληφθείτε εάν, τελικά, ο «πρίγκιψ» κατάφερε να γράψει με σαφήνεια το χρονικό της βασιλείας του Όθωνα, ο οποίος εν κατακλείδι αναρωτιέται εάν: «Αξίζει άραγε ν’ αφηγηθώ όλα όσα ακολούθησαν την έξωση του Όθωνα;» και καταλήγει αναφέροντας πως: «Στην Αθήνα επικράτησε για μία ακόμη φορά η αναρχία, και μαζί ο αγώνας των πολιτικών κομμάτων να πάρουν στα χέρια τους την εξουσία. Την ίδια στιγμή, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αναζητούνταν εναγωνίως νέος βασιλεύς για τον χηρεύσαντα θρόνο. Όμως οι μνηστήρες ολίγιστοι.
Όσο για τον Όθωνα και την Αμαλία, δεν αργήσαμε να μάθουμε ότι εγκαταστάθηκαν με τη συνοδεία τους πρώρα στο Μόναχο κι έπειτα σε μια μικρή κωμόπολη της Βαυαρίας, στο Μπάμπεργκ. Εκεί, για τα επόμενα δύο χρόνια, ο Όθων εξακολούθησε να φοράει τη φουστανέλα και το φέσι. Το έβγαλε από πάνω του μόνο όταν κατάλαβε ότι δεν θα επέστρεφε πια στην Ελλάδα. Ο έκπττος βασιλιάς έζησε ειρηνικά ως το καλοκαίρι του 1867, όταν πέθανε είτε από ιλαρά, είτε από ερυσίπελας. Ήταν τότε πενήντα δύο χρονών.
Η Αμαλία έζησε ακόμη οκτώ χρόνια κι ύστερα ακολούθησε τον άντρα της στον τάφο. Ήταν πενήντα επτά ετών όταν άφησε τα εγκόσμια. Στη νεκροψία της, που έγινε αργότερα, είπανε πως βρέθηκε παρθένα και πως έπασχε από μια δυσπλασία του κόλπου – γεγονός που εμπόδισε τους βασιλείς να αποκτήσουν διάδοχο. Η λάρνακά της βρίσκεται δίπλα σ’ εκείνη του ‘Όθωνα, στο υπόγειο της εκκλησίας των Θεατίνων στο Μόναχο.
Έτσι θα ήθελα να θάψουν κι εμένα – πλάι σ’ εκείνη που αγάπησα προς το τέλος της ζωής μου. Εκείνη που αγάπησα κι έχασα. Γιατί την Αληθινή δεν τη βρήκα ποτέ. Πέρασαν μέρες, πέρασαν μήνες, κι εκείνη άφαντη. Όσο κι αν ρώτησα, όσο κι αν έψαξα –κι ήμουν επίμονος όσο ποτέ–, κανένα ίχνος της δεν ανακάλυψα. Στην αστυνομία, όταν κατέφυγα να δηλώσω την εξαφάνισή της, με κοίταξαν περιγελαστικά – τέτοιοι καιροί, τέτοια λόγια. Η τελευταία μου ελπίδα ήταν μήπως είχε ακολουθήσει τη βασίλισσα στην εξορία της. Όμως όχι, ούτε αυτό είχε συμβεί.
Δεν γινόταν να μένω άλλο στο σπίτι του Ραγκαβή – περίμενε από μέρα σε μέρα να επιστρέψουν οι δικοί του από την Αγγλία. Ο φίλος μου φρόντισε με τις γνωριμίες του να εργαστώ ως δημοσιογράφος σε μια εφημερίδα της εποχής. Έγραφα χρονογραφήματα για να βγάζω τα προς το ζην – αλλά κυρίως για να έχω κάτι να κάνω.
Νοίκιασα ένα μικρό σπίτι απέναντι από τον κήπο της Αμαλίας και την Πύλη του Αδριανού. Από το μπαλκόνι μου έβλεπα το παλάτι και την κάμαρά μου στον δεύτερο όροφο – εκεί που έζησα τόσα χρόνια, εκεί που κοιμήθηκα με την Αληθινή, εκεί που μου έφερνε τα δώρα της. Τα απογεύματα διέσχιζα τον δρόμο και περπατούσα ανάμεσα στις τριανταφυλλιές και στις βουκαμβίλιες της βασίλισσας – ο κήπος ήταν ανοιχτός για το κοινό. Δεν παρέλειπα να σταθώ στο σημείο που είχα θάψει τον γάτο Ναμπούκο. Αναπολούσα τα χρόνια που πέρασαν, τους ανθρώπους που γνώρισα, τα παιδικά μου χρόνια στο Ιάσιο, τη ζωή που έφευγε. Όταν τα μάτια μου βούρκωναν από μια μελαγχολία δυσβάσταχτη, τίναζα μ’ ένα τρέμισμα τους ώμους κι έπαιρνα το μονοπάτι που έβγαζε απ’ τον κήπο.
Πολλές φορές είδα γυναίκες στον δρόμο που μου θύμισαν την Αληθινή κι έτρεξα με λαχτάρα κοντά τους, μα ήταν πάντοτε κάποια άλλη. Δεν έφυγα από την πρωτεύουσα –και πού να πήγαινα άλλωστε;–, γιατί συνέχισα να ελπίζω πως κάποτε θα τη συναντούσα, πως έπρεπε να την περιμένων με υπομονή, πως θα εμφανιζόταν ξανά με το φωτεινό της χαμόγελο και θα μου έβαζε στα χέρια κάτι που θα ‘χε αφαιρέσει επιτήδεια από κάποιον ανύποπτο ιδιοκτήτη.
Τα βράδια του καλοκαιριού, από τα ανοιχτά παράθυρα του σπιτιού μου έμπαιναν οι ευωδιές των νυχτολούλουδων από τον κήπο της πριγκιποπούλας εκείνης που είχε έρθει από τον μακρινό βορρά, της νεαρής κοπέλας που ίππευε σαν Αμαζόνα, της γυναίκας που ήθελε να τη θυμούνται σαν τη βασίλισσα των φοινικόδεντρων.
Έναν χρόνο μετά την εκθρόνιση του Όθωνα βρέθηκε βασιλιάς για την Ελλάδα. Δανός ήταν ετούτη τη φορά – κανείς μας δεν τον είχε ξανακούσει. Άρχισαν οι προετοιμασίες στα ανάκτορα. Οι καινούργιοι ένοικοι του παλατιού δεν θα αργούσαν να φτάσουν στην Αθήνα. Και, πού ξέρεις, σκεφτόμουν, μπορεί ο νέος βασιλιάς να ζητήσει δάσκαλο για την ελληνική γλώσσα.».

Ο συγγραφέας του ενδιαφέροντος αυτού μυθιστορήματος, κ. Άρης Σφακιανάκης, γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Σπούδασε νομικά στην Αθήνα.
Τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος.
Εργάζεται, για λίγο ακόμη θέλει να πιστεύει, ως ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας.
Έχει μια κόρη, που αγαπάει κι εκείνη τα βιβλία και τα ταξίδια.