Ανδρέας Γαβριηλίδης: Ένας ταλαντούχος ανεικονικός ζωγράφος στον Κεραμεικό
Στον αυτοδιαχειριζόμενο χώρο «Ορίζοντας γεγονότων», στην οδό Κεραμεικού 88, στο Γκάζι, όπου κατά καιρούς φιλοξενούνται εικαστικές εκθέσεις και καλλιτεχνικά «πρότζεκτ» πολλών καλλιτεχνών, τα οποία κάθε φορά στήνονται ανάλογα με τις ανάγκες και την έμπνευσή τους, ο ταλαντούχος κατά κύριο λόγο αφαιρετικός ζωγράφος, κ. Ανδρέας Γαβριηλίδης, εκθέτει μια ενδιαφέρουσα σειρά έργων του, τα οποία αξίζει να περιεργαστεί κανείς από κοντά, σε μια ιδιαίτερη έκθεση, η οποία αναμένεται να διαρκέσει έως και τις 15 Ιουνίου.
Ρεπορτάζ-Φωτογραφίες: Παναγιώτα Σούγια
Μιλώντας με τον κ. Γαβριηλίδη για τα έργα του μας ανέφερε πως: «Σε μια περίοδο απουσίας από την πόλη, όταν οι γνωστές συνθήκες το ήθελαν, αφού πια το μένεις-φεύγεις δεν είναι πολύ ξεκάθαρο, φτιάχτηκαν μια σειρά έργων σαν αναγνωρίσιμα με τον εαυτό μου σε ένα νέο περιβάλλον, όπου, όμως, συνεχώς υπήρχε και το παλιό. Κάθε σταυροδρόμι ήταν και μια νέα θάλασσα. Πρόκειται για μια νεότερη εκδοχή μιας συνέχειας ανεικονικής ζωγραφικής. Είναι μία δουλειά, η οποία ξεκίνησε από τη Ζάκυνθο, όπου βρέθηκα δυο μέρες πριν από την έναρξη της πρώτης καραντίνας της πανδημίας του «Covid-19». Έτσι, φεύγοντας για λίγο καιρό από αυτή την αναστάτωση, βρέθηκα σε έναν χώρο στη Ζάκυνθο, και πιο συγκεκριμένα σε ένα μοναστήρι της περιοχής, όπου δούλευα για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα ως φιλοξενούμενος, με κάποιες μετακινήσεις μου όποτε χρειαζόταν εδώ στην Αθήνα και μετά επέστρεφα και ξεκινούσα πάλι να δουλεύω.».
Συνεχίζοντας, ο κ. Γαβριηλίδης μας είπε πως: «Το θέμα της έκθεσης ονομάζεται «crossroad», δηλαδή, είναι ένα σταυροδρόμι, που σχετίζεται με τα σταυροδρόμια του νου, της ζωής και των εικόνων, που παρατηρούμε όπως περπατάμε ή όπως εμφανίζεται ξαφνικά, αλλά βασίζεται κυρίως στο συναίσθημα και στο χρώμα. Γι’ αυτό, κυρίως, έχει να κάνει με την ανεικονική Τέχνη, δηλαδή την απουσία του αντικειμένου. Έτσι, το φαινόμενο παίρνει μια διάσταση προς το ανεικονικό. Δηλαδή, αυτό που έχει σημασία είναι η ποιότητα του χρώματος και κάποιες φορές το υλικό, το οποίο, όμως, είναι στην ουσία μια ζωγραφική πράξη. Και αυτή η πράξη είναι που καθοδηγεί το έργο. Το πώς θα μπει η πινελιά ή πώς θα μπει το χρώμα και τι θα εκφράσει αυτό από εκεί και πέρα. Έχουμε, λοιπόν, κυρίως το συναίσθημα ή κάποιες εικόνες φευγαλέες, που, μάλλον, εγκλωβίζονται με έναν τρόπο διαμέσου ή κάτι ανάλογο. Δηλαδή, επικοινωνείς με κάτι, το οποίο καθοδηγεί τον τρόπο δημιουργίας του έργου. Θα μπορούσε να το πει κάποιος ως λειτουργία του ασυνείδητου, ως Θεουργία ή ως κάτι άλλο. Όμως, δεν στέκομαι σε αυτό, διότι μάλλον είναι πολύ «λίγος» ο όρος για να το περιγράψει, οπότε θεωρώ πως αυτό που έχει σημασία είναι το ίδιο το έργο, δηλαδή, το χρώμα. Προσωπικά δουλεύω περισσότερο με καθαρό χρώμα, καθώς τις περισσότερες φορές δεν ασχολούμαι με το να κάνω διάφορες αναμίξεις, γιατί το αυθεντικό χρώμα μου «μιλάει» περισσότερο. Μάλιστα, είμαι σε μια καλλιτεχνική φάση τέτοια, που αυτό που με εκστασιάζει και μου δημιουργεί έμπνευση είναι το καθαρό χρώμα. Απλά, ορισμένες σκοτεινές γκάμες προκύπτουν πιο πολύ επειδή δουλεύω νύχτα. Δηλαδή, το φως μου είναι λιγοστό ή με χρήση προβολέων όσο ακριβώς χρειάζεται. Έτσι, περνώ τον περισσότερο παραγωγικό χρόνο δουλεύοντας νύχτα, αλλάζοντας στην ουσία τους βιορυθμούς μου. Και αυτό νομίζω πως φαίνεται στα έργα μου, τουλάχιστον στο γενικότερο προφίλ τους. Όμως, σαφέστατα προσανατολίζομαι περισσότερο προς την αφαίρεση, η οποία πάντοτε με απασχολούσε.».
Συνεχίζοντας, ο κ. Γαβριηλίδης εξήγησε πως: «Σε ό,τι αφορά στην φόρμα που ακολουθώ κάθε φορά, θεωρώ πως και αυτή έχει έναν δικό της τρόπο να αυτονομείται και να εξυπηρετεί το ίδιο το έργο. Και αυτό είναι συχνά ένα παιχνίδι, το οποίο δεν μπορώ να το προσδιορίσω εξ αρχής ή να γνωρίζω πώς θα προκύψει και πώς θα βγει σε ένα έργο μου. Οπότε, κάθε έργο γίνεται μόνο του και κάθε φορά ολοκληρώνεται για να ξεκινήσω μετά με κάποιο άλλο έργο. Συχνά, μάλιστα, η διαδικασία αυτή προκύπτει και ως συνέχεια, ενώ άλλες φορές δεν συμβαίνει αυτό. Δηλαδή, το κάθε έργο, παρόλο που γενικά έχει μια ίδια λογική, που πάντα κουβαλάω στο «στιλ» μου, και μάλλον στηρίζεται στη μνήμη και στο παρελθόν, λιγότερο στο μέλλον, κυρίαρχα όμως στο παρόν, όπως και στη μουσική και στις εικόνες, που αναδύονται μέσα από τη μοναξιά, τη νύχτα και τις μελωδίες, από όλα αυτά μαζί, που αν και απουσιάζουν είναι παρόντα, και, βέβαια, εμπνέομαι από τον κόσμο γύρω μου. Επειδή, όμως, είναι μία μοναχική δουλειά, γι’ αυτό ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι μόνος του για να δημιουργήσει, ώστε πέρα από το να κλείσει τους άλλους από έξω ή να υπάρχουν άλλοι κάπου αλλού ή στο μυαλό του, ταυτόχρονα πρέπει να αναζητά και το υλικό του. Δηλαδή, πρέπει να το ανακαλύπτει και να βρίσκει τον τρόπο που θα το χρησιμοποιήσει, όπως την επιφάνειά του, τα χρώματά του κ.τ.λ., οπότε σταδιακά περνάει και στη φόρμα, η οποία μπορεί να αλλάζει. Αλλά αυτή έρχεται μέσα από την πολλή δουλειά. Αυτό ακριβώς κάνω και όχι κάτι αυτοτελές, ώστε να μπορώ να πω ότι τώρα θα γυρίσω το κουμπί, θα κάνω το κλικ, και θα προκύψει κάτι συγκεκριμένο.», ενώ ολοκληρώνοντας είπε πως: «Τα έργα μου είναι κυρίως επιτοίχια, ενώ η επιλογή των υλικών που χρησιμοποιώ είναι από αναγκαία ως σημειολογική, καθώς η γλυκύτητα του χρώματος δεν διαψεύδεται. Οπότε, η χαρά μου, τελικά, είναι να μπορώ να δείχνω τα έργα μου στους χώρους που τα γέννησαν. Και αυτό μου φτάνει.».