ΒΑΣΟΣ ΗΛΙΑ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ: «Τῆς φυλακῆς»
Το νέο βιβλίο του Βάσου Ηλία Βογιατζόγλου έρχεται να αποδείξει το πόσο υπέροχα ένας συγγραφέας μπορεί να μεταφέρει στο χαρτί άδολα ανθρώπινα συναισθήματα σε πραγματικά δύσκολες καταστάσεις ζωής.
Της Παναγιώτας Σούγια
Το καινούργιο βιβλίο του κ. Βάσου Ηλία Βογιατζόγλου, με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Της φυλακής», κυκλοφόρησε περίπου πριν από έναν μήνα από τις εκδόσεις «Πλέθρον» και πρωτοπαρουσιάστηκε στο Συνεδριακό Κέντρο του Δήμου Νέας Ιωνίας, εκπλήσσοντας για ακόμη μία φορά το αναγνωστικό κοινό με τη βαθιά ανθρώπινη και συγκινητική γραφή του.
Μάλιστα, στην προαναφερθείσα εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2022, για το βιβλίο μίλησαν: ο Ομότιμος Καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας του Ε.Κ.Π.Α. κ. Νίκος Μπεζεντάκος, καθώς και η ποιήτρια-κριτικός Λογοτεχνίας κ. Ελένη Παπανδρέου. Επίσης, χαιρετισμό απεύθυναν ο Διευθυντής των Γυναικείων Φυλακών Θήβας κ. Γιώργος Μακρής και ο τ. Πρόεδρος των “Γιατρών του Κόσμου” κ. Νικήτας Κανάκης, ενώ αποσπάσματα από το βιβλίο διάβασαν οι ηθοποιοί κ.κ. Μαρία Αλιφέρη και Κερασία Σαμαρά.
Πρόκειται για ένα μικρό σε έκταση, αλλά τεράστιο σε περιεχόμενο βιβλίο, όπου παρατίθενται είκοσι τέσσερις σύντομες μα πλήρεις συναισθημάτων και καταστάσεων εξιστορήσεις, επιλεγμένες από τα χιλιάδες περιστατικά που αντιμετώπισε ο συγγραφέας κατά τη διάρκεια της επί 23 συνεχόμενα χρόνια εθελοντικής ιατρικής φροντίδας, που προσέφερε στα παιδιά των κρατουμένων γυναικών στις φυλακές του Κορυδαλλού και της Θήβας. Θα λέγαμε πως είναι μία επιτυχημένη προσπάθεια καταγραφής των προσωπικών συγκινήσεων, παρατηρήσεων και συμπερασμάτων του συγγραφέα (ελάχιστων, βέβαια, όχι όλων), που σημάδεψαν ανεξίτηλα το θυμικό του.
Επίσης, το βιβλίο αυτό κοσμείται από 7 σχέδια, που φιλοτέχνησε ο βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών γλύπτης κ. Κυριάκος Ρόκος ειδικά γι’ αυτό το βιβλίο.
Παραθέτουμε, λοιπόν, ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την ανάμνηση με τίτλο «Τα κέρματα»:
«… Γύρισα καί κοίταξα τήν Σιμπέλ ἀπορημένος «δῶσε μού τα ρέ ἄρχοντα», μοῦ εἶπε, «μόνο γιά λίγο νά τά κρατήσω στό χέρι μου». «Τί τά θέλεις Σιμπέλ» τήν ρώτησα. «Τίποτα, τίποτα», νά τά χαϊδέψω μόνο, νά τά κρατήσω στο χέρι μου καί νά τά χαϊδέψω μόνο», μοῦ εἶπε και ἡ φωνή της ἦταν μιά ἱκεσία πού θαρρεῖς καί μέ κάρφωσε ξαφνικά σ’ ἕναν χρόνο μακρυνό καί ἀκίνητο, σημαδιακό. Ἴσως ἀνύπαρκτο. Τῆς τά ἔδωσα.
»Καθώς τά πῆρε καί τ’ ἄδειαζε προσεχτικά ἀπό τήν μιά παλάμη της στήν ἄλλη, κάτι ψιθύριζε νομίζω, ἴσως νά σιγοτραγουδοῦσε κάτι, Ρουμάνικο, τσιγγάνικο, ποῦ νά τό ξέρω, εἶχε μιά τρυφερότητα σχεδόν μητρική, τά μάτια της ἄστραφταν, τό φῶς μέσα στό ἰατρεῖο ἄστραφτε, ἀστράφτανε ὅλα. Καί τότε, ξαφνικά, ἡ Σιμπέλ ἄρχισε νά χορεύει τραγουδώντας, ζωγραφίζοντας σχήματα φανταστικά στόν ἀέρα μέ τά χέρια της, πότε τινάζοντας τήν κοιλιά της, πότε προτείνοντας τούς γοφούς της ἐνῶ τό τσιγγάνικο τραγούδι της πλημμύρισε τό ἰατρεῖο ἀσυγκράτητο. Ὅλοι μείναμε ἄφωνοι, ἐκστατικοί, ἡ βοηθός μου ἡ Χριστιάνα, ἡ νοσοκόμα ἡ Γιώτα, ὁ Νεκτάριος ἔτρεχε στόν διάδρομο τῆς φυλακῆς χοροπηδώντας, ἡ Γιώτα ἔτρεξε καί τόν ἔφερε πίσω. Δέν ἤτανε χορός αὐτός, δεν ἤτανε τραγούδι, μιά προσπάθεια ἤτανε ἀπελπισμένη νά δραπετεύσει ἀπό τόν Χρόνο, νά ἀναληφθεῖ ἀπό τόν ζοφερό τόπο τῆς φυλακῆς, σέ μιάν αἰωνιότητα ξένη καί ἄγνωστη σέ ὅλους. …».
Την αρχή και το τέλος «των κερμάτων», καθώς και τις υπόλοιπες 23 -γεμάτες εικόνες, χρώματα, ήχους και συναισθήματα- αναμνήσεις του συγγραφέα, μπορείτε να τις αφουγκραστείτε διαβάζοντας το μοναδικό αυτό βιβλίο, που εκτός των άλλων αναδεικνύει την ψυχολογία των φυλακισμένων γυναικών και των ανήλικων παιδιών τους, που βιώνουν τις όποιες συνθήκες του εγκλεισμού τους σε «σωφρονιστικά» ιδρύματα της χώρας μας.