Στις 6 το απόγευμα ξεκινά η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης, που κατέθεσε ο κ. Τσίπρας
Αποδεκτή έκανε η κυβέρνηση την πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης, που κατέθεσε στον Πρόεδρο της Βουλής κ. Κωνσταντίνο Τασούλα ο Πρόεδρος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Προοδευτική Συμμαχία κ. Αλέξης Τσίπρας, υπογραμμένη από όλους τους βουλευτές του κόμματός του.
Στη συζήτηση που ξεκινά στις 6 το απόγευμα, εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας θα είναι ο βουλευτής κ. Δημήτρης Μαρκόπουλος, εισηγητές από την πλευρά του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Προοδευτική Συμμαχία οι βουλευτές κ.κ. Δημήτρης Τζανακόπουλος και Νίκος Φίλης, ενώ εισηγήτρια του ΠΑ.ΣΟ.Κ.-Κινήματος Αλλαγής θα είναι η βουλευτής κ. Ευαγγελία Λιακούλη.
Επίσης, το Κ.Κ.Ε., με ανακοίνωση που εκδόθηκε από το Γραφείο Τύπου του, επισημαίνει πως: «Η μομφή του Κ.Κ.Ε. προς την κυβέρνηση της ΝΔ είναι δεδομένη και διαρκής, αφορά το δυσώδες σκάνδαλο των υποκλοπών, όπως και το σύνολο των προβλημάτων, που συσσωρεύονται στις πλάτες του λαού. Αυτή τη μομφή το Κ.Κ.Ε. την εκφράζει εδώ και τέσσερα χρόνια, όχι μόνο μέσα στη βουλή με την καταψήφιση των αντιλαϊκών νομοσχεδίων της Ν.Δ., αλλά. Κυρίως. μέσα στον καθημερινό αγώνα, παντού όπου εκδηλώνονται οι συνέπειες της αντιλαϊκής πολιτικής. Αυτή η μομφή, όμως, δεν εξαιρεί κανένα από τα κόμματα που, είτε προηγούμενα από τη θέση της κυβέρνησης είτε τώρα από τη θέση της αντιπολίτευσης, υπηρετούν τα κρίσιμα βάθρα αυτής της πολιτικής, ακόμη και στο επίμαχο ζήτημα των υποκλοπών, συνδιαμορφώνοντας το θεσμικό πλαίσιο των παρακολουθήσεων και της συγκάλυψης, και στηρίζοντας το σημερινό σάπιο σύστημα και το κράτος του. Αυτά τα ζητήματα θα αναδείξει το Κ.Κ.Ε. με τη συμμετοχή του στη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας και με την καταψήφιση της κυβέρνησης. Όμως, η πραγματική μομφή του λαού θα κριθεί με τον αγώνα και με την ψήφο του. Για να πάρει την υπόθεση στα χέρια του και να γίνει ο ίδιος ο λαός το αντίπαλο δέος στη σήψη και την αντιλαϊκή πολιτική, με ένα Κ.Κ.Ε. πιο δυνατό.».
Την Παρασκευή αναμένεται να πραγματοποιηθεί η σχετική ψηφοφορία στη Βουλή.
Θυμίζουμε πως στο σχετικό κείμενο της πρότασης δυσπιστίας που κατατέθηκε εναντίον της κυβέρνησης αναφέρεται πως: «Το πολίτευμα και η χώρα διέρχονται την πιο σκοτεινή περίοδο από την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Είναι πια αποδεδειγμένο ότι πολιτικοί, δημόσια πρόσωπα, ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι, καθώς και δημοσιογράφοι παρακολουθούνταν, με την επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας, από την υπαγόμενη στον πρωθυπουργό Ε.Υ.Π.. Και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι τα ίδια πρόσωπα παρακολουθούνταν και με τη χρήση του κατασκοπευτικού λογισμικού «predator». Το δυσώδες σκάνδαλο των υποκλοπών είναι ιστορικά πρωτοφανές. Όπως και το βαρύτατο πλήγμα που επιφέρει στους θεσμούς της χώρας και τη δημοκρατική ομαλότητα. Η ευθύνη του πρωθυπουργού ατομικά και της κυβέρνησης συλλογικά είναι τεράστια, αυταπόδεικτη, αντικειμενική και αμεταβίβαστη.».
Ακόμη, η πρόταση δυσπιστίας αναφέρει πως: «Στο σκάνδαλο των υποκλοπών ήρθε να προστεθεί, μετά τη σταδιακή αποκάλυψή του, το σκάνδαλο της λυσσαλέας προσπάθειας συγκάλυψής του, η άρνηση κάθε λογοδοσίας, η πάση θυσία προστασία των υπεύθυνων και των αυτουργών της θεσμικής εκτροπής και η προσπάθεια εκφοβισμού των κρατικών λειτουργών, που τιμώντας τη συνταγματική αποστολή τους διεξάγουν έρευνες για την αποκάλυψη της αλήθειας.
»Όμως, ο κ. Μητσοτάκης, που τόσο καιρό αρνιόταν κάθε ευθύνη, έρχεται πλέον αντιμέτωπος με τα τεκμήρια των ίδιων των πράξεών του. Αποδεικνύεται ότι υπερέβη κατ’ εξακολούθηση τα όρια που θέτουν η συνταγματική τάξη, το κράτος δικαίου και η δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος. Αποδεικνύεται ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του συγκρότησαν έναν μηχανισμό μαζικών παρακολουθήσεων και ότι, όταν άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι των αποκαλύψεων, εκείνος και η κυβέρνησή του επέβαλαν νομοθετικά τη σιωπή και το σκοτάδι και επιχείρησαν να ακρωτηριάσουν την αρμόδια ανεξάρτητη αρχή (άρθρο 87 του ν. 4790/2021, ν. 5002/2022).
»Η πρώτη θεσμική ενέργεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν να αναλάβει ο ίδιος προσωπικά την αρμοδιότητα της Ε.Υ.Π.. Αποδεικνύεται ότι το έκανε προκειμένου να εκτελέσει ένα σχέδιο αυθαίρετης αξιοποίησης της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών με απώτερο σκοπό την κατίσχυση έναντι πάντων, πέρα από κανόνες και αρχές, και την εγκαθίδρυση ενός προσωπικού πολιτικού καθεστώτος. Αναλαμβάνοντας υπό τον άμεσο διοικητικό έλεγχό του την Ε.Υ.Π., ο κ. Μητσοτάκης ανέλαβε και τον ρόλο του επικεφαλής ενός νοσηρού ιστού παρακολουθήσεων στον οποίο στοχευμένα και εν γνώσει του ενεπλάκησαν ως θύματα όχι μόνο αντίπαλοι, αλλά και στελέχη της ίδιας της Κυβέρνησης και των υπηρεσιών των οποίων προΐσταται. Ο κ. Μητσοτάκης δεν νοείται να παραμένει πρωθυπουργός.
»Τεράστιες ευθύνες έχει, όμως, και η κυβέρνηση συλλογικά. Συμπράττει στην προσπάθεια συγκάλυψης του σκανδάλου, που παρακωλύει την έρευνα και κάθε εξεταστική διαδικασία, επιχειρεί την απαξίωση της ερευνητικής δημοσιογραφίας, αλλά και της Α.Δ.Α.Ε.. Δεν νοείται να παραμένει στη θέση της μια Κυβέρνηση, τα μέλη της οποίας είναι εν δυνάμει παρακολουθούμενα και εν δυνάμει εκβιαζόμενα. Πόσω μάλλον όταν, μ’ αυτόν τον φόβο να κρέμεται πάνω από το κεφάλι τους, οι υπουργοί καλούνται να υλοποιήσουν ανάλγητες κυβερνητικές πολιτικές –κατεδάφιση του ΕΣΥ, ανοχή αισχροκέρδειας, αδιαφορία για τη φτωχοποίηση και την υπερχρέωση των πολιτών και την αντιμετώπιση της πανδημίας, υποχώρηση της θέσης της χώρας στο διεθνές περιβάλλον κ.ά.– που ικανοποιούν τα συμφέροντα λίγων και ισχυρών. Ο αγώνας του κ. Μητσοτάκη να αποκρύψει από τη λαϊκή κρίση την ηθική χρεοκοπία του έχει ξεπεράσει κάθε όριο, οδηγώντας στον διασυρμό κάθε άλλου θεσμού (Βουλή, δικαιοσύνη, ανεξάρτητες αρχές). Ο καθεστωτισμός του μεταδίδεται ως αντιδημοκρατική, θεσμική πανδημία, απομακρύνοντας τη χώρα από το ευρωπαϊκό κεκτημένο του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας.».
Η πρόταση δυσπιστίας καταλήγει αναφέροντας πως: «Η παραμονή στη διακυβέρνηση της χώρας όσων εργαλειοποίησαν την εθνική ασφάλεια χάριν αλλότριων συμφερόντων είναι επικίνδυνη για τα δικαιώματα, για τη δημοκρατία και για την ασφάλεια της χώρας. Η πρωτοφανής νοοτροπία αυθαίρετης και ιδιοτελούς άσκησης της εξουσίας αποτελεί στρατηγική επιλογή αυτής της Κυβέρνησης, η οποία έχει ήδη απωλέσει την εμπιστοσύνη των πολιτών, προσβάλλοντας τόσο βαριά τη δημοκρατία, που δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία ούτε για μια στιγμή ακόμα.
Για τους λόγους αυτούς υποβάλλουμε πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης.».