Παρουσιάστηκε στον Ιωνικό Σύνδεσμο το εξαιρετικό βιβλίο: «πριν γίνουμε πουλιά», της Ναταλίας-Γεωργίας Δεδουσοπούλου
Το απόγευμα της Τετάρτης 5 Απριλίου 2023, στον χώρο του Ιωνικού Συνδέσμου, στη Νέα Ιωνία, πραγματοποιήθηκε μία πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση του βιβλίου της συγγραφέα κ. Ναταλίας-Γεωργίας Δεδουσοπούλου, με τίτλο: «πριν γίνουμε πουλιά», που κυκλοφορεί από τις «μικρές ΕΚΔΟΣΕΙΣ», με ομιλητές την ίδια τη συγγραφέα και τους κ.κ. Νινέττα Δυοβουνιώτου (Κλινική Ψυχολόγος), Θεόδωρο Μεγαλοοικονόμου (Ψυχίατρος) και Σταμάτη Πάρχα (Εκδότης «μικρές ΕΚΔΟΣΕΙΣ»).
Της Παναγιώτας Σούγια
Τη σημαντική αυτή εκδήλωση προλόγισε η Αντιπρόεδρος του Ιωνικού Συνδέσμου κ. Δέσποινα Γεωργαντζή, μετά από την οποία τον λόγο έλαβε η συγγραφέας κ. Ναταλία-Γεωργία Δεδουσοπούλου, η οποία, αφού ευχαρίστησε τον Ιωνικό Σύνδεσμο για την πολύ καλή διοργάνωση της παρουσίασης του βιβλίου της, είπε αρχικά πως: «Δεν είμαι πολύ καλή στα λόγια. Είμαι καλύτερη στα γραπτά. Θα σας πω λίγο για το τελευταίο μου βιβλίο, με τίτλο: «Κόκκινες κλωστές δεμένες», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «εύμαρος». Πρόκειται για διηγήματα, που αφορούν στην πραγματικότητα: την πείνα, τη φτώχεια, τα ναρκωτικά, τον πόλεμο στην Υεμένη και στην Ουγκάντα. Τέτοια πράγματα, καθημερινά.», συνέχισε μιλώντας για το παρουσιαζόμενο βιβλίο, λέγοντας πως: «Τώρα, θα σας μιλήσω λίγο για το βιβλίο μου: «Πριν γίνουμε πουλιά», για το οποίο μαζευτήκαμε. Εγώ είμαι διπολική ή αλλιώς μανιοκαταθληπτική. Αυτό το έμαθα στα τριάντα μου. Υπήρχε ένα διάστημα, στο οποίο πίστευα ότι δεν έχω κάτι, και σταμάτησα τα φάρμακά μου. Αυτό με οδήγησε σε μια απόπειρα. Και το βιβλίο, στην ουσία περιγράφει πώς ήταν τα πράγματα όταν ήμουν λιπόθυμη, τι έβλεπα, τι ένιωθα κ.τ.λ.. Μετά αναφέρεται στο τι συνέβαινε όταν ήμουν στην εντατική και έπειτα στην εισαγωγή μου στο Ψυχιατρικό Τμήμα του Ευαγγελισμού. Αυτό περιγράφω. Βέβαια, περιγράφω και τους άλλους ασθενείς και τους γιατρούς. Και ο μόνος λόγος που ήθελα τόσο πολύ να βγει αυτό το βιβλίο ήταν για να σταματήσει να υπάρχει το στίγμα με τις ψυχικές ασθένειες. Είναι σαν να έχει κάποιος διαβήτη. Τυχαίνει. Αυτό που θέλω να πω είναι πως κάποιος ψυχικά ασθενής είναι σαν κάποιον που μπορεί να έχει, για παράδειγμα, σακχαρώδη διαβήτη.» και ολοκλήρωσε λέγοντας πως: «Αυτά τα λίγα είχα να σας πω και σας ευχαριστώ πάρα πολύ που ήρθατε.».
Αμέσως μετά η ηθοποιός κ. Εύα Λιγνού διάβασε αποσπάσματα από το βιβλίο της κ. Δεδουσοπούλου, κάτι που έκανε με υπέροχο τρόπο και στα μεσοδιαστήματα ανάμεσα στους ομιλητές.
Ακολούθως, τον λόγο έλαβε η Κλινική Ψυχολόγος, κ. Νινέττα Δυοβουνιώτου, η οποία ξεκίνησε την ομιλία της λέγοντας πως: «Το βιβλίο της Ναταλίας, όπως σας είπε και η ίδια, γράφτηκε λίγους μήνες μετά την έξοδό της από την ψυχιατρική κλινική και την επιστροφή της στο σπίτι. Αφιερώνεται σε όσους βρέθηκαν κοντά της αυτό το κρίσιμο διάστημα. Ευτυχώς, τόσο η ίδια, όσο και η πλειοψηφία των ασθενών, όπως γράφει η Ναταλία, πέρασαν σαν τα πουλιά από την κλινική, σταμάτησαν για λίγο, και ύστερα πέταξαν μακριά. Περιγράφει, λοιπόν, την περιπέτειά της από την απόπειρα, τη μεταφορά της στην εντατική ενός γενικού νοσοκομείου, τη μετεγκατάστασή της στην ψυχιατρική κλινική άλλου γενικού νοσοκομείου, λόγω αυταπάγγελτης εισαγγελικής παρέμβασης για ακούσια νοσηλεία, δηλαδή, χωρίς τη συγκατάθεσή της, επειδή η ίδια κρίθηκε πως δεν ήταν σε θέση να κρίνει τι ήταν σωστό για τη ζωή της.».
Συνεχίζοντας, η κ. Δυοβουνιώτου ανέφερε πως: «Παρακολουθούμε, λοιπόν, τα όσα βίωσε, τα όσα σκέφτηκε, μα, κυρίως, τα όσα αισθάνθηκε η Ναταλία στη διάρκεια της νοσηλείας της, η οποία, όπως μας λέει, κράτησε έναν μήνα και κάτι μέρες.
Υπάρχει εκτενής αναφορά στο πλαίσιο, δηλαδή, στις συνθήκες νοσηλείας, στη διαδικασία εισόδου στην ψυχιατρική κλινική, στα «ράντζα» στον διάδρομο, στα επισκεπτήρια, στη διαδικασία λήψης της φαρμακευτικής αγωγής, η οποία μπορεί να είναι ταπεινωτική, αλλά η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι οι οποίοι νοσούν βρίσκουν διάφορους τρόπους για να μην πάρουν τα φάρμακά τους. Αυτό είναι κάτι που το συζητάμε σε ψυχοθεραπείες και αρχίζουν οι άνθρωποι να αντιλαμβάνονται ότι η θεραπεία είναι ένας σύμμαχος πολλές φορές. Και αναφέρεται, επίσης, στις σχέσεις μεταξύ γιατρών, ψυχολόγων, νοσηλευτών, αλλά και των ασθενών μεταξύ τους.
Όλοι οι ειδικοί, όπως και όλοι οι άνθρωποι, δεν είναι ίδιοι, υπάρχει ο καλός και συμπονετικός νοσηλευτής, ο οποίος ξέρει να ακούει και δεν κοιτά τους νοσηλευόμενους σαν να είναι τρελοί. Όμως, παράλληλα, υπάρχει και η οίηση των γιατρών, και γενικότερα των «υγιών», που κοιτούν τον ασθενή σαν ένα αξιοπερίεργο «ζώο στο τσίρκο», όπως αναφέρει η Ναταλία, που τον ρωτούν τα ίδια και τα ίδια για να δουν «πόσο σαλεμένα» είναι τα μυαλά του.» και ακόμη επισήμανε πως: «Μέσα από την περιγραφή των υπόλοιπων ασθενών, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με διάφορες ψυχικές διαταραχές, όπως είναι η κατάθλιψη, αλλά και διάφορες μορφές ψύχωσης, καθώς και με τα συμπτώματα αυτών.
Η Ναταλία μιλάει, επίσης, για τη δική της απόσυρση, δηλαδή την απομάκρυνση από φίλους και συνεργάτες. Αλλά βλέπουμε και τη γενναιότητά της, κάτι εξαιρετικά σπάνιο, που η Ναταλία δεν κρύβει από τους άντρες της ζωής της το γεγονός ότι νοσεί. Και αυτό είναι πραγματικά σπάνιο. Παράλληλα, υπάρχει και η αναφορά στην υπερβολική εμπλοκή σε δραστηριότητες, που μπορεί να έχουν οδυνηρές συνέπειες, όπως είναι οι αλόγιστες σπατάλες και η αχαλίνωτη ερωτική ζωή των μανιοκαταθληπτικών ασθενών, την περίοδο, βέβαια, που είναι σε μανία. Γιατί στην περίοδο της κατάθλιψης υπάρχει κι αυτή η απόσυρση, που βίωνε και η Ναταλία. Κοινός παρονομαστής, λοιπόν, όλων αυτών των συμπτωμάτων και κύριο χαρακτηριστικό της ψύχωσης είναι η διαταραχή της σχέσης του ανθρώπου με την πραγματικότητα. Ο ψυχωτικός αρνείται την πραγματικότητα και μέσω του παραληρήματός του προσπαθεί να φτιάξει τη δική του νεοπραγματικότητα. Ο νευρωτικός την ξέρει, αλλά την αγνοεί.».
Κατόπιν, η κ. Δυοβιουνιώτου αναφέρθηκε σε περιπτώσεις ψυχωτικών και νευρωτικών ζητημάτων, καθώς και σε σχετικές αναφορές της συγγραφέα στο βιβλίο της, και συνέχισε λέγοντας μεταξύ άλλων πως: «Στο βιβλίο της, η Ναταλία μετέτρεψε το «μειονέκτημά» της σε πλεονέκτημα. Νοσηλευόμενη η ίδια ως ασθενής διατηρεί την ιδιότητα του αντικειμενικού παρατηρητή, γιατί ακόμη και εκείνη την ώρα σκέφτεται ότι όλο αυτό που ζει θα της δώσει υλικό για να φτιάξει ένα βιβλίο. Σε κάθε περίπτωση, οι ειδικοί γνωρίζουμε ότι το γράψιμο είναι θεραπευτικό. Πρώτα-πρώτα γιατί παίρνουμε απόσταση από αυτά που αισθανόμαστε, κάτι που συμβαίνει και όταν μιλάμε, αλλά και δεύτερον, διότι μέσω του γραψίματος οργανώνουμε τη σκέψη μας.
Το βιβλίο διαβάζεται εύκολα, είναι άμεσο, ειλικρινές, αυθόρμητο, διεισδυτικό και συγκινητικό. Καταφέρνει να σκιαγραφήσει με λιτές γραμμές όχι μόνο την εξωτερική εμφάνιση των πασχόντων, αλλά και τον εσωτερικό τους κόσμο, τη βαριά ατμόσφαιρα της κοινής ζωής μέσα στην ψυχιατρική κλινική, τα οποία έρχονται να ελαφρύνουν το χιούμορ και η ικανότητα αυτοσαρκασμού της συγγραφέως. Και δεν είναι μόνο αυτό. Η οδυνηρή πραγματικότητα κάποιες φορές γίνεται παραμύθι. Έτσι, εμφανίζονται από το πουθενά ήρωες των παραμυθιών: Τζίνι, αερικά, πρίγκηπες, ιππότες, βασιλιάδες. Τα παραμύθια είναι παραμυθία, γι’ αυτό και λειτουργούν παρηγορητικά.» και ολοκλήρωσε λέγοντας πως: «Η Ναταλία μας προσκαλεί να γνωρίσουμε, να κατανοήσουμε, αλλά σε καμία περίπτωση να μη λυπηθούμε όσους υποφέρουν από κάποιο ψυχιατρικό νόσημα. Ο άνθρωπος, είτε είναι νευρωτικής δομής, όπως λέει η Ναταλία: «κανονικός άνθρωπος», άρα «βρίσκεται» πάλι όπως γράφει «μέσα στο αυγό», είτε είναι ψυχωτικής δομής και εκτός αυγού, ως άνθρωπος έχει τα δυνατά και τα αδύνατά του σημεία, τους θυμούς, τις χαρές και, φυσικά, προβλήματα σχέσεων με τους άλλους, όπως βιώνουμε όλοι οι άνθρωποι.
Η Ναταλία, λοιπόν, η οποία αγκάλιασε τον θάνατο τόσο σφιχτά, μας προτρέπει να γινόμαστε πουλιά και να δραπετεύουμε από τα προβλήματά μας. Και να ελπίζουμε, λέγοντας στον εαυτό μας: Θα περάσει κι αυτό, όπως πέρασαν τόσα άλλα.».
Επόμενος ομιλητής ήταν ο Ψυχίατρος κ. Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου ο οποίος ξεκίνησε την παρουσίασή του λέγοντας πως: «Όταν μου έδωσε το βιβλίο και το είδα, πραγματικά εντυπωσιάστηκα, γιατί δεν είναι σύνηθες φαινόμενο ένα άτομο με ψυχιατρική εμπειρία να εκθέτει αυτή την εμπειρία, και, μάλιστα, με τον τρόπο που το κάνει η Ναταλία, η οποία λέει: Ναι, εγώ είμαι, αυτή την εμπειρία πέρασα και σας την εκθέτω. Για εμένα είναι ένα κείμενο, μια εμπειρία, όπως περιγράφεται σε όλες τις πτυχές της, και καλό είναι να παρουσιαστεί παντού, ως ένα εργαλείο, αν θέλετε, απέναντι σε αυτό που λέμε καταπολέμηση του στίγματος.».
Συνεχίζοντας, ο κ. Μεγαλοοικονόμου είπε μεταξύ άλλων πως: «Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η περιγραφή του πώς δουλεύει ένα σύστημα ψυχιατρικό, ιδρυματικό τελείως, το οποίο αρνείται να κατανοήσει το βίωμα του υποκειμένου, και το οποίο βλέπει συμπτώματα, διαγνώσεις, αφηρημένες καταστάσεις, απέναντι στις οποίες ούτε καν συνομιλεί.», διευκρίνισε πως: «Δεν πρέπει να βγάζουμε σαν κάτι το ιδιαίτερο, κάτι σαν κατώτερη εκδοχή του ανθρώπου, σαν ένα πρόβλημα το θέμα ότι έχω μια ψυχική αρρώστια. Το θέμα δεν είναι, όπως συμβαίνει στο κοινωνικό σύστημα, στο οποίο ζούμε εδώ και δύο εκατονταετίες, η απόλυτη αξία του υγιή απέναντι στην αρνητική αξία του μη υγιή. Η απόλυτη αξία είναι ο άνθρωπος, είτε είναι υγιής είτε είναι ασθενής. Γιατί η ασθένεια είναι κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης. Υπήρξε ποτέ άνθρωπος, ανθρωπότητα ή κοινωνία, χωρίς να μην έχει μία σωματική ή ψυχική αρρώστια; Ποτέ δεν υπήρξε αυτό το πράγμα. Η αρρώστια είναι μια ανθρώπινη κατάσταση. Και, μάλιστα, κατά τη γνώμη μου, όπως το αποδεικνύει και η Ναταλία με αυτό το βιβλίο, μπορεί αυτή η αρρώστια να είναι πολύ δημιουργική. Τόσο δημιουργική, που οι κανονικοί άνθρωποι είναι ανίκανοι να φανταστούν και να περιγράψουν, αλλά και να δουν όλες τις πτυχές αυτής της «κανονικότητας». Γιατί έχει λεχθεί από πολλές πλευρές ότι είναι η κανονικότητα, ο περιορισμός του τι θεωρούμε αποδεκτό και τι μη αποδεκτό μέσα στην κοινωνία που ζούμε, που οδηγεί πολλούς ανθρώπους στο περιθώριο, επειδή σκέφτονται λίγο διαφορετικά. Και είναι αυτή η κανονικότητα, που αρρωσταίνει. Είναι αρρώστια της κανονικότητας.».
Κατόπιν, ο κ. Μεγαλοοικονόμου διάβασε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο της κ. Δεδουσοπούλου, ακολούθως αναφέρθηκε στις αρτηριοσκληρωτικές προσεγγίσεις των ψυχικών προβλημάτων στο πλαίσιο της Ψυχιατρικής, και συνέχισε λέγοντας μεταξύ άλλων πως: «Πιστεύω ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία να παρουσιάζονται τέτοιου είδους εμπειρίες, γιατί αποκαλύπτουν πραγματικά την ικανότητα του ιδρυματικά προσανατολισμένου συστήματος αυτή τη στιγμή, που με τον κυνικό του τρόπο αντιμετωπίζει τους πάσχοντες, δηλαδή, όλη αυτή την τελετουργία, που περιγράφει η συγγραφέας.», ενώ ολοκληρώνοντας την ομιλία του πρότεινε, εάν ήθελε και η συγγραφέας, «να παρουσιαστεί το βιβλίο αυτό σε όσο περισσότερες εκδηλώσεις γίνεται, ακόμη και σε δημόσια ψυχιατρεία, καθώς ούτε λίγο ούτε πολύ παντού τα ίδια συμβαίνουν, μήπως και αλλάξει η εσφαλμένη αυτή αντιμετώπιση γιατρών και κοινωνίας σε άτομα με ψυχικές ασθένειες.».
Από την πλευρά του, ο εκδότης κ. Σταμάτης Πάρχας ανέφερε μεταξύ άλλων πως: «Κάποια στιγμή ήρθε στις εκδόσεις μας η Ναταλία, μέσω μιας κοινής φίλης, και μας είπε ότι έχει γράψει ένα βιβλίο, το οποίο μου το έστειλε και το διάβασα πάρα πολύ γρήγορα. Και έπειτα το ξαναδιάβασα και το ξαναδιάβασα. Αυτό που ήθελα να πω είναι ότι ο ρόλος μου ως εκδότης, είναι ότι ξαφνικά βλέπω το πρόσωπο Ναταλία. Βλέπω έναν άνθρωπο. Η Ναταλία έχει αποφασίσει πολύ πριν από αυτή την περιπέτεια ότι θέλει να γίνει συγγραφέας. Ήδη από μικρή, από ό,τι κατάλαβα μετά, μιλώντας μαζί της. Η Ναταλία, λοιπόν, εκπαίδευσε τον εαυτό της να γίνει συγγραφέας, εννοώντας όχι τη γραφή, αλλά ότι εσωτερικά να μπορεί να βλέπει το τι βιώνει η ίδια και το τι βιώνουν οι άνθρωποι γύρω της. Και κάνοντας αυτό, κατάφερε να γίνει το ακριβώς αντίθετο από τους γιατρούς-θεραπευτές, που περιγράφει μέσα στο βιβλίο της. Δηλαδή, αντί να βλέπει περιπτωσιολογίες, βλέπει τα πρόσωπα, βλέπει ολόκληρους τους ανθρώπους ξαφνικά.» προσθέτοντας πως: «Εμένα μου έκανε εντύπωση σ’ αυτήν τη γραφή ότι άμα το δούμε καθαρά λογοτεχνικά υπάρχουν σημεία, που μέσα σε μία-δυο σελίδες, γραμμένα περισσότερο ως πεζογράφημα, λίγο κοφτά, σαν στίχοι, που δεν είναι στίχοι, αλλά είναι ακριβώς φράσεις, προτάσεις κοφτές. Όταν, λοιπόν, κάποια στιγμή τη ρώτησα γιατί το επέλεξε, μου είπε πως έτσι της βγήκε γράφοντας. Σε κάθε Τέχνη και σε κάθε ανθρώπινη δημιουργία, το να δημιουργείς την τεχνική σου σε σχέση με την ανάγκη αυτού που έχεις να εκφράσεις, σημαίνει ότι έχεις φτάσει σε ένα επίπεδο προσωπικής έκφρασης πολύ περισσότερο από ό,τι η ίδια η συγγραφέας έχει καταλάβει, το να καταφέρνεις να φτιάξεις και τα εργαλεία γραφής σου μαζί με το γράψιμο που κάνεις. Αυτό που βλέπω εγώ στη Ναταλία, που βλέπω σε αυτό το βιβλίο, είναι ότι σπανίζουν τα βιβλία, τα οποία είναι περιγραφή μιας περιπέτειας της υγείας από τον ίδιο τον ασθενή. Υπάρχουν βιβλία, που έγραψαν άνθρωποι, οι οποίοι είχαν ψυχική ασθένεια, τα οποία είναι για τον έρωτα, είναι για ταξίδια διάφορα. Υπάρχουν πολλά συγγράμματα της Ιατρικής. Φυσικά, υπάρχουν και πολλά βιβλία, όπως του κ. Μεγαλοοικονόμου, για παράδειγμα, αλλά και πολλών άλλων, που προσπαθούν να αναδείξουν ότι πρέπει να μιλάμε για πρόσωπα, ανθρώπους. Είναι ιστορίες ανθρώπων ολόκληρων αυτές που βλέπουμε μπροστά μας. Δεν είναι ότι είχε ένα σύμπτωμα και έγραψε μια συνταγή. Αλλά σπανίζει η εμπειρία ενός ανθρώπου. Είναι σαν οι ίδιοι οι άνθρωποι, που έχουν μια εμπειρία ψυχικής ασθένειας και θεραπείας, να θέλουν να το διώξουν, να το ξεχάσουν.».
Ακόμη, ο κ. Πάρχας είπε μεταξύ άλλων πως: «Η Ναταλία έχει γράψει άλλα δύο βιβλία. Ένα πριν από αυτό και ένα μετά από αυτό. Ως συγγραφέας έχει ταχθεί στο να γράφει. Είναι πρώτα-πρώτα ένας ευαίσθητος πολίτης. Έχει αποφασίσει ότι θα συμμετέχει στην κοινωνία αυτή, στην οποία ζούμε ούτως ή άλλως. Ότι θα συμμετέχει σκεπτόμενη, κρίνοντας, σχολιάζοντας, συμμετέχοντας. Την ευαισθητοποιούν πολλά πράγματα από αυτά που συμβαίνουν. Και έχει το θάρρος απλώς, σε αυτό το βιβλίο, μία πολύ σημαντική εμπειρία δική της, πολύ διαφορετική από αυτές που ζούμε καθημερινά, να το δει σαν αφορμή για το επόμενο βιβλίο της, το οποίο το έκανε κιόλας, το υλοποίησε.
Αυτό το οποίο εμένα μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση διαβάζοντάς το, πέρα από το πρώτο κομμάτι, που είναι όντως πολύ συγκινητικές και συγκλονιστικές περιγραφές για το ότι έχει κάνει την απόπειρα και το πώς αισθάνεται, αυτό που βλέπω μετά είναι η εμπειρία μέσα στο Ψυχιατρείο και οι περιγραφές των συνθηκών και των προσώπων, των ανθρώπων που είναι εκεί μέσα, των νοσηλευτών, των γιατρών, των άλλων ασθενών, είναι ότι στο υπόλοιπο βιβλίο αρχίζει να περιγράφει ολόκληρους ανθρώπους, ολόκληρους χαρακτήρες.».
Κατόπιν, ο κ. Πάρχας ανέφερε πως: «Να πω και κάτι ακόμη, που δεν είδα κανέναν να το αναφέρει. Προφανώς, όταν μιλάμε μεταξύ ανθρώπων στη Λογοτεχνία, όταν καθόμαστε να συζητήσουμε, μιλάμε ολόκληροι άνθρωποι. Εγώ είμαι ένας ολόκληρος άνθρωπος απέναντί σας, παρόλο που εσείς θα δείτε μόνο αυτό το λίγο στιγμιότυπο από μένα σήμερα. Αλλά χωρίς όλη την υπόλοιπη ζωή μου εγώ δεν θα ήμουν εδώ, δεν θα βρισκόμασταν. Δεν βρισκόμαστε τυχαία ακριβώς. Κάποιος λόγος μας έφερε μέχρι εδώ να βρεθούμε. Έχουμε πολύ μεγάλη ιστορία συνείδησης πίσω μας και είναι πολύ μεγάλη η ιστορία της συνείδησής μας από εδώ και μπρος που θα κάνουμε. Ανέφερε, λοιπόν, η Ναταλία το διαβητικό παράδειγμα. Ακόμη και ο δικός μου διαβήτης σε μεγάλο βαθμό είναι κοινωνική ασθένεια. Δηλαδή, υπάρχει ένα θέμα με το σάκχαρο, υπάρχει ένα πρόβλημα με τα αγγεία, φυσικά και αντιμετωπίζεται, αλλά θέλω να πω ότι αν δεν είχα περάσει τη γενιά, που κάθε βράδυ είμασταν στα μπαράκια και πίναμε και καπνίζαμε και γλεντούσαμε, το πιθανότερο είναι, μου λένε κάποιοι γιατροί, να μην είχε εμφανιστεί και ο διαβήτης. Επίσης, ο διαβήτης είναι κοινωνική ασθένεια, γιατί μέσα στους φίλους μου, στις παρέες μου, θα ήθελα κάποια στιγμή, ομολογώ, το οικογενειακό, το στενό μου περιβάλλον, να με βοηθάει, μη εμφανίζοντας συνέχεια γλυκά και τούρτες επάνω στο τραπέζι. Βέβαια, είναι μεγάλη η απαίτηση αυτή από το γύρω κοινό. Αλλά βοηθάει καμιά φορά, όντως. Είναι, όμως, κοινωνικό φαινόμενο, αν και το λέω λίγο αστεία.
Όμως, θέλω να πω ότι ακόμη και αυτή η συζήτηση, ακόμη και η αντιμετώπιση ενός απλού πράγματος, που είναι μια μικρή ενεσούλα ινσουλίνης μια φορά την ημέρα, δυο χαπάκια και λίγη προσοχή στο φαγητό, το οποίο είναι προφανές ότι δεν επηρεάζει την υπόλοιπη κοινωνία γύρω μου, επειδή συναισθηματικά είμαστε μέλη μιας ομάδας, μιας κοινωνίας, βοηθάει πάρα πολύ εμένα να καταλαβαίνω ότι έχει ένα κοινωνικό κομμάτι αυτή η ασθένεια και η αντιμετώπισή της. Βέβαια, κανείς δεν με κοιτάει με στίγμα. Δεν πειράζω κανέναν. Δεν με πειράζει να τρώνε και να πίνουν όλοι γύρω μου. Κι εγώ τρώω και πίνω έτσι κι αλλιώς. Το στίγμα, όμως, είναι ένα κομμάτι, το οποίο εμένα όχι ως γιατρό, όχι ως επαγγελματία της υγείας, αλλά ως άνθρωπο, θεωρώ, ίσως, ότι μπορεί να είναι και το μεγαλύτερο μέρος της ασθένειας, στο πώς βιώνεται κοινωνικά, και το πώς και τι. Και στην περίπτωση της Ναταλίας, που βλέπουμε ότι είναι μανιοκαταθλιπτική, η κατάθλιψη είναι μια απόσυρση. Καταλαβαίνετε ότι αν οι γύρω σε κοιτάζουν και σου βάζουν ένα στίγμα, η ταχύτητα με την οποία θα αποσυρθείς θα είναι τεράστια. Γιατί θα το κάνεις κάποια στιγμή που θα «είσαι στα λογικά σου». Δηλαδή, μια μέρα δεν χρειάζεται να υπεισέλθει καταθλιπτικό στάδιο και να αρχίσει να αποφεύγει τους ανθρώπους που κοιτάνε περίεργα ή τους φίλους της, που χαθήκαν από τη ζωή της. Δηλαδή, υπάρχει και μια μείωση της κοινωνικότητάς σου, γιατί φροντίσανε οι άλλοι και φύγανε. Αυτό είναι τραγικό.», ενώ ολοκληρώνοντας επισήμανε πως: «Πέρα από το πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για το θέμα της ψυχικής ασθένειας και της αντιμετώπισής της, εγώ βλέπω μία πολύ σημαντική συγγραφέα, που για ένα πάρα πολύ δύσκολο θέμα, γιατί είναι εύκολο να κρυφτείς λίγο από αυτό και μέσα σου να το ξεχάσεις, βρίσκει εργαλεία καθαρά συγγραφικά, λογοτεχνικά, πολύ πρωτότυπα, και με πάρα πολύ άμεσο τρόπο δίνει ακριβώς αυτό που θέλει να δώσει. Είναι ακριβώς αυτό που βλέπει, αυτό που κάνει και το ερμηνεύει. Και χαίρομαι και περιμένω με πολύ μεγάλη χαρά και το επόμενο βιβλίο της.».
Αμέσως μετά από την ολοκλήρωση της παρουσίασης ακολούθησε συζήτηση σχετικά με την ψυχική υγεία, μεταξύ των ομιλητών και αρκετών από το παριστάμενο κοινό, η οποία ολοκληρώθηκε αργά το βράδυ με την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για κάθε συμμετέχοντα.
Επίσης, οφείλουμε να αναφέρουμε πως το τελευταίο βιβλίο της κ. Ναταλίας-Γεωργίας Δεδουσοπούλου, με τίτλο: «Κόκκινες Κλωστές Κομμένες», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «εύμαρος», περιλαμβάνει 12 εξαιρετικά διηγήματα, ιδανικά για κάθε ευαίσθητο άνθρωπο, ο οποίος νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του απανταχού της γης.
Είναι ένα βιβλίο-γροθιά, που κινείται ανάμεσα στα παραμύθια και την σκληρή πραγματικότητα. Είναι ένα συνταρακτικό σύγγραμμα, το οοίο βρίσκεται ανάμεσα στον ρεαλισμό του ντοκιμαντέρ και στην παρηγοριά της φαντασίας.
Σύμφωνα με τη συγγραφέα, διάλεξε αυτό το βιβλίο της να ασχοληθεί με κοινωνικά και πολιτικά θέματα, διότι πιστεύει πως η ίδια η κοινωνία το έχει ανα΄γκη.
Έτσι, ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει διηγήματα για τον φασισμό, τον πόλεμο, τα ναρκωτικά, το «σύστημα» και τη φτώχεια, με την ελπίδα να μείνουν στις σελίδες του βιβλίου οι συγκεκριμένες ιστορίες και να πάψουν να αποτελούν πραγματικότητα.