«Η επίδραση του Θεοσοφισμού στις Εικαστικές Τέχνες» | Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ήταν η επιστημονική συνάντηση με θέμα: «Η επίδραση του Θεοσοφισμού στις Εικαστικές Τέχνες», που πραγματοποιήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου.
Της Παναγιώτας Σούγια
Το πρωί της Παρασκευής 13 Ιανουαρίου, στο Αμφιθέατρο «Ίδρυμα Ωνάση», της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου (Ε.Π.Μ.Α.Σ.), εγκαινιάστηκε το Δημόσιο Πρόγραμμα των περιοδικών της εκθέσεων με τη διεξαγωγή της ανοιχτής για το κοινό επιστημονικής συνάντησης με θέμα: «Η επίδραση του Θεοσοφισμού στις εικαστικές τέχνες», που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της αναδρομικής έκθεσης: «Κωνσταντίνος Παρθένης. Η Ιδανική Ελλάδα της Ζωγραφικής του.».
Οι τοποθετήσεις των εκλεκτών ομιλητών επικεντρώθηκαν σε ζητήματα όπως οι εκλεκτικές συγγένειες του Θεοσοφισμού, ως ένα κράμα αποκρυφιστικών, φιλοσοφικών, κοινωνικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων, με την ιδιαίτερη πνευματικότητα που διαπνέει το έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη.
Επίσης, αναπτύχθηκαν ενδιαφέροντα ζητήματα, όπως η ευρύτερη πρόσληψη ανορθολογικών τάσεων από Έλληνες διανοούμενους και καλλιτέχνες κατά τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, αλλά και η σχέση του Θεοσοφισμού με την τέχνη της ρωσικής πρωτοπορίας· την αφαίρεση. Μάλιστα, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα το έργο της πρωτοπόρου της αφηρημένης ζωγραφικής, Χίλμα αφ Κλιντ (1862-1944), καθώς και της πρώτης διευθύντριας του «Solomon R. Guggenheim Museum», Χίλα Ρίμπεϊ (1890-1967).
ΣΥΡΑΓΩ ΤΣΙΑΡΑ
Πρώτη ομιλήτρια ήταν η Ιστορικός Τέχνης και Διευθύντρια της Ε.Π.Μ.Α.Σ. κ. Συραγώ Τσιάρα, η οποία υπογράφει την ιδέα και την επιστημονική επιμέλεια της συγκεκριμένης επιστημονικής συνάντησης.
Η κ. Τσιάρα ανέπτυξε το θέμα: «Θεοσοφισμός και εικαστικές τέχνες: η χαρτογράφηση μιας δυναμικής σχέσης», επισημαίνοντας μεταξύ άλλων πως: «Ο Θεοσοφισμός αποτελεί ένα κράμα αποκρυφιστικών, θρησκευτικών και κοινωνικών πεποιθήσεων και πρόκειται για ένα από τα επιδραστικότερα φιλοσοφικά ρεύματα, που αναδύθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα, έχοντας μέχρι και σήμερα διακριτή παρουσία.».
Επίσης, η κ. Τσιάρα είπε μεταξύ άλλων πως: «Αν και ο Θεοσοφισμός ιδρύθηκε αρχικά στη Νέα Υόρκη, το 1875, η Θεοσοφική Εταιρεία εξαπλώθηκε σύντομα στην Ευρώπη και την Αμερική, έχοντας ως στόχο να δημιουργήσει τον πυρήνα μιας παγκόσμιας αδελφότητας, αποτελούμενης από κοινότητες ισότιμων μελών, χωρίς διάκριση φύλου, φυλής, χρώματος ή θρησκείας. Μεταξύ των συνιδρυτών της Θεοσοφικής Εταιρείας ήταν και η Ρωσίδα Έλενα Πέτροβνα Μπλαβάτσκυ, η οποία εξέδωσε το 1988 το δίτομο έργο με τίτλο: «Το Μυστικό Δόγμα: Η σύνθεση της Επιστήμης, της Θρησκείας και της Φιλοσοφίας», όπου ανέλυσε τις βασικές αρχές λειτουργίας του σύμπαντος, με στόχο να αποκαλύψει το βαθύτερο νόημα της ανθρώπινης ζωής.», πρόσθεσε μεταξύ άλλων πως: «Με όχημα τον συγκερασμό στοιχείων από τον Πλάτωνα, τον βουδισμό και τον ινδουισμό, ο Θεοσοφισμός επιχειρούσε να αντιπαρατεθεί στα υλιστικά κελεύσματα της εποχής και να θέσει απέναντι στη δυτική χριστιανοκεντρική κουλτούρα ένα εκλεκτικιστικό αμάλγαμα δοξασιών, που γεφύρωνε ανατολή και δύση, στρέφοντας το βλέμμα στον εσωτερικό κόσμο, με σκοπό να απελευθερώσει τις ανώτερες ψυχικές και πνευματικές δυνάμεις των ανθρώπων.».
Επιπλέον, με αφορμή τη γονιμοποιό επίδραση, που δέχτηκε ο Κωνσταντίνος Παρθένης από τον Θεοσοφισμό, η κ. Τσιάρα χαρτογράφησε τη δυναμική και την ποικιλομορφία της σχέσης ανάμεσα στον Θεοσοφισμό και τις εικαστικές τέχνες στις αρχές του 20ού αιώνα, αναφέροντας μεταξύ άλλων πως: «Κορυφαίοι καλλιτέχνες της πρωτοπορίας, όπως οι: Βασίλι Καντίνσκι, Πιέτ Μοντριάν, Καζιμίρ Μαλέβιτς, Τζιάκομο Μπάλα, Τζίνο Σεβερίνι, Φράντισεκ Κούπκα, καθώς και η πρόσφατα «ανακαλυφθείσα» ξεχασμένη πρωτοπόρος, Χίλμα αφ Κλιντ, θήτευσαν για μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα στα διδάγματα του Θεοσοφισμού, και η συγκεκριμένη εμπειρία συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του προσωπικού τους ύφους, καθώς και στη θεωρητική τους συγκρότηση.».
ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΝΤΣΑΝΟΓΛΟΥ
Αμέσως μετά τον λόγο έλαβε η Αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια του MOMus και Διευθύντρια του MOMus-Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης-Συλλογή Κωστάκη, κ. Μαρία Τσαντσάνογλου, το θέμα της οποίας είχε τίτλο: «Μη-αντικειμενικότητα και Τέταρτη Διάσταση. Εκλεκτική συγγένεια ή σύγκρουση της ρωσικής πρωτοπορίας με τον Θεοσοφισμό;», λέγοντας μεταξύ άλλων πως: «Ο Θεοσοφισμός υπήρξε πολύ δημοφιλής στον πνευματικό και καλλιτεχνικό κόσμο της Ρωσίας στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Η επίδρασή του στον χώρο των τεχνών βρίσκεται στο μεταίχμιο της παρακμής με τον νεωτερισμό. Αφορμάται από το αντιθετικό ζεύγος μιας διαλεκτικής αντίδρασης στην πρόοδο, και την ίδια στιγμή μιας επιδιωκόμενης επιτάχυνσης των δυνατοτήτων της προόδου. Πολλοί καλλιτέχνες της Ρωσικής Πρωτοπορίας (Κουλμπίν, Καντίνσκι, Σκριάμπιν, Κρουτσόνιχ, Ματιούσιν, Μαλέβιτς) αμφισβητούν την αντικειμενική αντίληψη για τον κόσμο, επιδιώκοντας την καταγραφή του μη ορατού. Η σύγκρουση με τον Παλαιό Κόσμο οδηγεί σε νέες αισθητικές αρχές, που απορρίπτουν τη συγκριτική θεολογία όχι, όμως, και την ανάγκη δημιουργίας μιας νέας κοσμοθεωρίας πέρα από την «κοινή λογική».».
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΧΑΡΙΣΤΟΥ
Επόμενη ομιλήτρια ήταν η Επιμελήτρια της Συλλογής και του Αρχείου Κωστάκη-MOMus-Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης-Συλλογή Κωστάκη, κ. Αγγελική Χαριστού, η οποία ανέπτυξε το θέμα: «Εναλλακτικές κοσμοθεάσεις στην τέχνη της Ρωσικής Πρωτοπορίας: η περίπτωση του Νικολάι Φιόντοροφ».
Η κ. Χαριστού ανέφερε μεταξύ άλλων πως: «Στις αρχές του 20ού αιώνα, και εν μέσω ριζικών πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών στη Ρωσία, πολλοί καλλιτέχνες αναζήτησαν νέες φιλοσοφικές προτάσεις, ως προσλαμβάνουσες για την τέχνη του μέλλοντος. Η Θεοσοφία της Μαντάμ Μπλαβάτσκι είχε ήδη κατακτήσει σημαντικό έδαφος στη ρωσική διανόηση και ο Πιοτρ Ουσπένσκι απέκτησε μια δυναμική σχέση με τα μέλη των πρωτοποριακών καλλιτεχνικών ομάδων, συνοδοιπορώντας μαζί τους προς τη διαμόρφωση νέων αξιών σχετικά με τον ρόλο του καλλιτέχνη ως φορέα μιας αυξημένης συνειδητότητας για τη βαθύτερη κατανόηση του κόσμου και την προαγωγή σε ένα νέο μοντέλο ανθρώπου. Οι θεωρίες της Τέταρτης Διάστασης και του πολυδιάστατου σύμπαντος άνοιξαν τον δρόμο για την αμφισβήτηση της συμβατικής πρόσληψης τόσο του κόσμου, όσο και της θέσης της Τέχνης μέσα σε αυτόν. Χάρη σε αυτή τη ρήξη με τη λογική και τη διάσπαση των δεσμών με την ακαδημαϊκή τέχνη, οι καλλιτέχνες απέκτησαν την ελευθερία να προσεγγίσουν εναλλακτικές προτάσεις, που τους έδιναν τη δυνατότητα να οραματιστούν εν λευκώ το μέλλον και ως έναν βαθμό να το καταρτίσουν. Μια από αυτές ήταν και η πραγματεία του Νικολάι Φιόντοροφ (1829-1903), ενός sui generis φιλοσόφου, μιας πολύ ιδιαίτερης φιγούρας, που είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί σε κάποια σχολή σκέψης. Ο Φιόντοροφ, ωστόσο, ο οποίος ήταν γνωστός στους καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής του, κέντρισε το ενδιαφέρον του Ντοστογιέφσκι, του Τολστόι και του Τσιολκόφσκι, ενώ πολλές από τις ιδέες του απηχούνται άμεσα ή έμμεσα στα έργα των αβανγκάρντ καλλιτεχνών.».
Επίσης, η κ. Χαριστού επισήμανε μεταξύ άλλων πως: «Η «Φιλοσοφία του Κοινού Σκοπού» του Φιόντοροφ βασιζόταν στην εξωφρενική αρχή της αθανασίας και της ανάστασης όλων των γενεών των προγόνων, με σκοπό τη δημιουργία μιας παγκόσμιας κοινωνίας πάνω στη βάση της αδελφότητας και της συγγένειας. Αν και προέρχεται ευθέως από την Ορθόδοξη παράδοση, η φιλοσοφία του Φιόντοροφ προσβλέπει στην απόλυτη επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, το οποίο μοιραία θα κατακτήσει το διάστημα και θα ζει ειρηνικά στη Γη και στους άλλους πλανήτες. Ο Φιόντοροφ κάλυψε εκτενώς όλες τις πτυχές της πρότασής του με μια ιδιαίτερα λειτουργική και νομοτελειακή επιχειρηματολογία και έδωσε στους καλλιτέχνες και διανοούμενους της εποχής του μια συναρπαστική υπόθεση που δεν μπορούσαν να παραβλέψουν.».
ΕΥΓΕΝΙΟΣ Δ. ΜΑΤΘΙΟΠΟΥΛΟΣ
Κατόπιν, ο Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, συνεργαζόμενος ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, κ. Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, εισηγήθηκε του θέματος: «Η γοητεία του ανορθολογισμού στην Ελλάδα κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα (1898-1941) και το αίτημα της «Ελληνικότητας».», ο οποίος, αφού διευκρίνισε πως: «Στόχος της ανακοίνωσής μου είναι να σκιαγραφήσει την πρόσληψη των τάσεων του ευρωπαϊκού αντιδιαφωτιστικού στοχασμού και ευρύτερα των μορφών του «οργανωμένου ανορθολογισμού» στο πεδίο των ιδεών και των αισθητικών αναζητήσεων στην Ελλάδα κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα (1898-1941).», εντόπισε και ερμήνευσε τους τρόπους με τους οποίους ο εγκλιματισμός αυτών των ιδεολογικών αναζητήσεων νομιμοποίησε και αποτέλεσε το πλαίσιο αναδιατύπωσης και θεωρητικής εμβάθυνσης των εθνοκεντρικών αιτημάτων της «Ελληνικότητας» και της «Επιστροφής στις ρίζες» στη διάρκεια αυτής της περιόδου.
ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΡΘΕΝΗ
Ακολούθως, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος των ομιλιών, πραγματοποιήθηκε περιήγηση στην έκθεση: «Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967), Η ιδανική Ελλάδα της ζωγραφικής του», η οποία θα διαρκέσει έως τις 28 Φεβρουαρίου 2023.
Πρόκειται για την πρώτη ολοκληρωμένη αναδρομική έκθεση, που αφιερώνεται στο έργο ενός από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της νεοελληνικής Τέχνης και αποσκοπεί στο να τιμήσει και να φωτίσει την σύνθετη, υψηλόφρονα και βαθιά ελληνική δημιουργία του. Μάλιστα, ο συμβολισμός της πρώτης αυτής αναδρομικής έκθεσης, που αφιερώνεται σε Έλληνα καλλιτέχνη στη νέα Εθνική Πινακοθήκη, δεν είναι τυχαίος, καθώς διαδέχεται την πρώτη μνημειώδη περιοδική έκθεση με θέμα την «Τέχνη του πορτρέτου στις συλλογές του Λούβρου».
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
Η επιστημονική συνάντηση συνεχίστηκε με την ομιλία, μέσου διαδικτύου, του Ομότιμου Καθηγητή Ιστορίας Αρχιτεκτονικής και Ντιζάιν στην Κρατική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Στουτγάρδης, κ. Σωκράτη Γεωργιάδη, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα: «Υπερ-χώρος και μοντέρνα αρχιτεκτονική».
Ο κ. Γεωργιάδης ξεκίνησε την ομιλία του λέγοντας μεταξύ άλλων πως: « Η έννοια του χώρου, που τόσο αυτονόητα θεωρείται σύμφυτη με την τέχνη της αρχιτεκτονικής όλων των εποχών, στην πραγματικότητα είναι σχετικά νέα. Θεωρίες του χώρου, αναφερόμενες στην αρχιτεκτονική, αναπτύσσονται από την επιστήμη της τέχνης μόλις από τα μέσα του 19ου αιώνα και έπειτα, ενώ η έννοια του χώρου μεσουρανεί στα αρχιτεκτονικά «ατελιέ» στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο χώρος της επιστήμης της τέχνης είναι, όμως, διαφορετικός από τον χώρο της ίδιας της τέχνης. Ενώ η πρώτη έχει σαν αφετηρία τον συμβατικό τρισδιάστατο χώρο, η δεύτερη επιχειρεί στη βάση των νέων γεωμετριών, που αναπτύσσει η μαθηματική επιστήμη από τις αρχές του 19ου αιώνα και έπειτα. Ειδικά ο μη ευκλείδειος και ο χώρος των περισσότερων από τρεις διαστάσεων είναι αυτοί που πυροδοτούν την αρχιτεκτονική φαντασία.», και ακόμη ανέφερε μεταξύ άλλων πως: «Αξιοσημείωτο είναι, όμως, ότι η αρχιτεκτονική τις σχετικές γνώσεις δεν τις αντλεί από τα ίδια τα μαθηματικά. Η γνώση φθάνει σ’ αυτή φιλτραρισμένη μέσα από ένα συμπίλημα δοξασιών, στο οποίο συνυπάρχουν ο εσωτερισμός, ο μυστικισμός, ο αποκρυφισμός, η μαγεία, ο πνευματισμός, τάσεις που στις νέες γεωμετρίες του καλούμενου «υπερ-χώρου» βλέπουν να αναδύεται μια άλλη, απρόσιτη στις αισθήσεις και οπωσδήποτε ανώτερη από την συμβατική πραγματικότητα. Η Θεοσοφία, που δίνει σ’ όλα αυτά κοσμοθεωρητικό στήριγμα, παίζει κεντρικό ρόλο μέσα σ’ αυτόν το μηχανισμό. Η γοητεία των νέων γεωμετριών έγκειται αφενός στη δυσκολία της γραφικής τους παράστασης, πράγμα που συγκροτεί πρόκληση πρώτου μεγέθους για τους καλλιτέχνες/αρχιτέκτονες, και, αφετέρου, επειδή οι γεωμετρίες αυτές αποτελούν τον πυρήνα ενός αφηγήματος, που είναι σε θέση να νοηματοδοτήσει την πλαστική τους δραστηριότητα, κάνοντάς την μέρος μιας νέας κοσμοαντίληψης. Το εγχείρημα, στην αισθητική του εφαρμογή, αποδίδει καρπούς. Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι χαρίζει στη μοντέρνα αρχιτεκτονική τα διακριτικά της μορφολογικά και χωρικά χαρακτηριστικά, που την καθιερώνουν σαν ιδιαίτερη οντότητα στην ιστορία της αρχιτεκτονικής. Φαίνεται αρκετά παράξενο, παράδοξο ίσως, ότι η αρχιτεκτονική, που προέκυψε μέσα απ’ αυτές τις διεργασίες, θεωρήθηκε από την ιστοριογραφία ως απαύγασμα του ορθολογισμού.».
ΣΠΥΡΟΣ ΠΕΤΡΙΤΑΚΗΣ
Στη συνέχεια, τον λόγο έλαβε ο Διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης, Ακαδημαϊκός Υπότροφος στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, κ. Σπύρος Πετριτάκης, αναπτύσσοντας το θέμα: ««Το απορρέον κέντρο»: Θεοσοφικοί απόηχοι στο συμβολιστικό και νεοπλαστικιστικό έργο του Piet Mondrian».
Ο κ. Πετριτάκης, αφού τόνισε πως: «Ομόφωνα η έρευνα έχει αποδεχτεί πως ο Piet Mondrian (1872-1944), γύρω στο 1900, διήλθε μέσα από μια θρησκευτική κρίση, αποκήρυξε τον Καλβινισμό, τον οποίο ακολουθούσε η οικογένειά του, και εντρύφησε στη μελέτη κειμένων, που σήμερα περιγράφονται με τον περιεκτικό όρο «εσωτερισμός». Ανάμεσα σ’ αυτά, τα θεοσοφικά γραπτά της Έλενας Πέτροβνα Μπλαβάτσκυ είχαν καταλυτική σημασία για την ιδεολογική και βιοκοσμοθεωρητική διαμόρφωση του Mondrian. Ωστόσο, αν και οι επαΐοντες του έργου του ζωγράφου έχουν ανιχνεύσει επαρκώς το θεοσοφικό πλέγμα ιδεών, που χαρακτηρίζει την πρώιμη συμβολιστική ζωγραφική του, εξακολουθεί να υπάρχει μια ασυμφωνία γύρω από τις θεωρητικές προϋποθέσεις των φιλοσοφικών και αισθητικών του αναζητήσεων κατά τη νεοπλαστικιστική περίοδο, σε συνάρτηση με τη λιγότερο ή περισσότερο συστηματική εμπλοκή του με το θεοσοφικό κίνημα. Η σύγχυση αυτή εντείνεται και από το γεγονός πως οι θεοσοφιστές απέρριψαν το θεωρητικό και καλλιτεχνικό έργο του Mondrian ως πολύπλοκο ή δυσνόητο, κρίση που εν μέρει φανερώνει τα όρια του δικού τους φράγματος των αναπαραστατικών προσδοκιών για την Τέχνη.», και συνέχισε οριοθετώντας το εύρος της συστηματικής διαπλοκής του Mondrian με τις θεοσοφικές δοξασίες κατά τη συμβολιστική και νεοπλαστικιστική περίοδο του καλλιτέχνη, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα θεωρητικά του κείμενα, όσο και την καλλιτεχνική του παραγωγή.
ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΦΕΡΕΝΤΙΝΟΥ
Η επιστημονική συνάντηση συνεχίστηκε με την Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Εικαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης, της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κ. Βικτώρια Φερεντίνου, να αναπτύσσει το θέμα: «Οπτικοποιώντας το άυλο; Αφαίρεση, θεοσοφισμός και αναπαράσταση στο έργο της Χίλμα αφ Κλιντ.».
Η κ. Φερεντίνου επισήμανε μεταξύ άλλων πως: «Η Σουηδή καλλιτέχνης Χίλμα αφ Κλιντ (1862-1944) έχει μετατραπεί σε θρύλο την τελευταία δεκαετία, καθώς παρουσιάζεται σαν μια από τις πρωτοπόρους της αφαίρεσης του 20ού αιώνα. Η αφ Κλιντ σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Στοκχόλμης (1882-87), αλλά αντλώντας έμπνευση από εναλλακτικά πνευματικά ρεύματα της εποχής, όπως τον πνευματισμό, τον θεοσοφισμό και την ανθρωποσοφία, προχώρησε σε ρήξη με την ακαδημαϊκή της εκπαίδευση και πειραματίστηκε με εκδοχές οργανικής και γεωμετρικής αφαίρεσης. Σύμφωνα με τα σημειωματάρια της, αρχικά υπάκουε στις επιταγές πνευμάτων, επιχειρώντας να προσδώσει αντιληπτή μορφή στα οπτικοακουστικά μηνύματα που λάμβανε από το επέκεινα. Στη συνέχεια, στόχος της ήταν να οπτικοποιήσει την πρόσληψη μιας ανώτερης διάστασης της πραγματικότητας, συνυφασμένης στη θεοσοφική ρητορική με το αστρικό πεδίο. Σε αυτά τα έργα, μοτίβα που απαντώνται στις ομόχρονες θεοσοφικές πηγές, αναπαράγονται με τρόπο ιδιοσυγκρασιακό, μορφοποιώντας τα οράματα της καλλιτέχνιδος, όπως για παράδειγμα στη σειρά: Οι Πίνακες για τον Ναό (1905-1908, 1912-1915).».
Επίσης, η κ. Φερεντίνου ανέφερε μεταξύ άλλων πως: «Η αφ Κλιντ, όπως και άλλοι καλλιτέχνες και διανοούμενοι της εποχής, είχε γίνει μέλος της Θεοσοφικής Εταιρείας στη Στοκχόλμη, γνώριζε τα θεωρητικά συγγράμματα της Έλενα Πέτροβνα Μπλαβάτσκυ και παρακολούθησε διαλέξεις από τους Άννυ Μπέζαντ και Ρούντολφ Στάινερ. Η ζωγραφική της δεν πρέπει, ωστόσο, να ερμηνευθεί σαν εικονογράφηση θεοσοφικών εννοιών, αλλά σαν ελεύθερη μετάφραση θεωριών, που αρδεύονται από ένα συμπίλημα αποκρυφιστικών και επιστημονικών ιδεών, με τις οποίες είχε εξοικειωθεί μέσα από προσωπικές μελέτες και αναζητήσεις.» και συνέχισε παρουσιάζοντας για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό το έργο της καλλιτέχνιδος, επισκοπώντας την οικειοποίηση θεοσοφικών ιδεών στη διαμόρφωση μιας ιδιότυπης εικαστικής γλώσσας, που συγκεράζει αφαιρετικές διατυπώσεις και στυλιζαρισμένα αναπαραστατικά θέματα, κι ακόμη επικεντρώθηκε στην ιδιοποίηση από την αφ Κλιντ της θεοσοφικής πίστης στην κοσμική πολικότητα, που προσλαμβάνεται ως ζεύγος έμφυλων αντιθέτων, και στην ενδεχόμενη συμφιλίωση τους σε μια ανδρόγυνη, μονιστικής έμπνευσης ουτοπία, στο πλαίσιο της εξέλιξης και της επαναπνευματικοποίησης του κόσμου.
ΚΑΤΙΑ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΥ
Οι ομιλίες της επιστημονικής αυτής συνάντησης ολοκληρώθηκαν με την Δρ. Ιστορίας της Τέχνης, Ακαδημαϊκή Υπότροφο στο Τμήμα Εικαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης, της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κ. Κάτια Παπανδρεοπούλου, η οποία ανέπτυξε το θέμα: «Η Χίλα Ρίμπεϊ, από το Μουσείο Μη-Αντικειμενικής Ζωγραφικής στο Guggenheim: ο ρόλος της θεοσοφίας στη συγκρότηση μιας εικαστικής συλλογής στις αρχές του 20ού αιώνα», λέγοντας μεταξύ άλλων πως: «Η Χίλα Ρίμπεϊ (Βαρόνη Hilla Rebay von Ehrenwiesen, 1890-1967), καλλιτέχνιδα, καλλιτεχνική σύμβουλος και επιμελήτρια συλλογών, αν και παραγνωρισμένη, αποτελεί κεντρική φιγούρα για την κυκλοφορία και τη διάδοση της αφηρημένης τέχνης στην Αμερική κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Μυημένη στη Θεοσοφία, κατά τα χρόνια της εκπαίδευσης και παραμονής της στην Ευρώπη, διαμορφώνει πρόωρα ένα ευρύ δίκτυο επαφών με καλλιτέχνες και εμπόρους των ευρωπαϊκών πρωτοποριών, που θα υποστηρίξει με σθένος αργότερα στη Νέα Υόρκη, κατά τη διαμόρφωση της συλλογής του Solomon Guggenheim.» και στη συνέχεια αναφέρθηκε διεξοδικά στην επίδραση της Θεοσοφίας στη διαμόρφωση των συλλεκτικών, εκθεσιακών και επιμελητικών πρακτικών της Ρίμπεϊ, αρχικά αναφορικά με το Μουσείο Μη-Αντικειμενικής Ζωγραφικής, που άνοιξε στη Νέα Υόρκη το 1939, και στη συνέχεια με την κατασκευή και διαμόρφωση του μουσείου «Solomon R. Guggenheim», του οποίου ανακηρύχθηκε ως πρώτη επίσημη διευθύντρια.