«Η Αθήνα μετά το τέλος του αρχαίου κόσμου – Αρχιτεκτονική γλυπτική από τον 8ο έως τον 11ο αι. μ.Χ.»
Οι εκδόσεις «Ινστιτούτο του Βιβλίου-Καρδαμίτσα» εξέδωσαν το ενδιαφέρον βιβλίο του Αρχαιολόγου κ. Γιάννη Θεοχάρη, με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Η Αθήνα μετά το τέλος του αρχαίου κόσμου – Αρχιτεκτονική γλυπτική από τον 8ο έως τον 11ο αι. μ.Χ.».
Της Παναγιώτας Σούγια
Αντικείμενο της σημαντικής αυτής μελέτης, των τετρακοσίων σελίδων, αποτελεί η αρχιτεκτονική γλυπτική της Αθήνας κατά την ακμή του θέματος Ελλάδος.
Ως ιστορικό περίγραμμα του εξεταζόμενου υλικού ορίζεται η εποχή από την ίδρυση του θέματος Ελλάδος επί Αυτοκράτορος Λέοντος Γ΄ (717-741) έως την επίσκεψη του Βασιλείου Β΄ (976-1025) στην Αθήνα το 1018. Με τον τρόπο αυτόν επιλέγεται το διάστημα διαμόρφωσης και ακμής του θεματικού θεσμού, μέσω του οποίου μαρτυρείται η αναζωογόνηση των διοικητικών και κοινωνικών δομών στην αυτοκρατορία, μετά από μία περίοδο έντονης κρίσης. Παράλληλα, το χρονικό πέρας της εργασίας συμπίπτει με την τομή που σημειώνεται στην αρχιτεκτονική γλυπτική της Νότιας Ελλάδας την εποχή των Μακεδόνων, με την κατασκευή του μοναστηριακού συγκροτήματος του οσίου Λουκά στο Στείρι, ιδρύματος σχετιζόμενου με τη διοίκηση του θέματος Ελλάδος.
Η συγκεκριμένη έκδοση αποτελεί το αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα, η οποία εγκρίθηκε το 2014 από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, με τον τίτλο: «Η αρχιτεκτονική γλυπτική της Αθήνας από την πρώιμη στη μέση βυζαντινή περίοδο».
Στην προκείμενη μορφή το κείμενο της διατριβής παρουσιάζεται εν μέρει τροποποιημένο, με αφαιρέσεις και εμπλουτισμούς, που αποσκοπούν στην αρτιότερη παρουσίαση του εξεταζόμενου υλικού.
Στόχος αυτής της μελέτης είναι ο προσδιορισμός της ταυτότητας της γλυπτικής παραγωγής στην Αθήνα, σε μια εποχή αλλαγών για το Βυζάντιο. Τις τελευταίες δεκαετίες είναι γνωστή η εκδήλωση συστηματικού ενδιαφέροντος από τη μεριά ιστορικών και αρχαιολόγων για το μεταβατικό διάστημα από την Ύστερη Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα. Παρ’ όλα αυτά, η αρχιτεκτονική γλυπτική είτε απουσιάζει εντελώς είτε, σε σύγκριση με άλλους κλάδους της αρχαιολογίας, παραμένει ουραγός στη διαμόρφωση μιας αρτιότερης εικόνας για την καλλιτεχνική παραγωγή κατά την επίμαχη περίοδο.
Στην παρούσα εργασία ο όρος «παλαιοχριστιανικός» χρησιμοποιείται καταχρηστικά και μόνο, για να αποδώσει στο αντικείμενο μελέτης την παγιωμένη στάση ερευνητών για πρώιμες χρονολογήσεις κλασικιζόντων, κατά κανόνα, γλυπτών με χριστιανικό περιεχόμενο. Σε διαφορετική περίπτωση, στη θέση του «παλαιοχριστιανικός» χρησιμοποιείται ο όρος «Ύστερη Αρχαιότητα», με τον οποίο οι ιστορικοί περιγράφουν το διάστημα από τα μέσα του 3ου μ.Χ. έως τα μέσα του 8ου αιώνα στις περιοχές γύρω από τη Μεσόγειο.
Η μελέτη διαρθρώνεται σε δύο ενότητες, οι οποίες αναπτύσσονται μετά το εισαγωγικό ιστορικό περίγραμμα, όπου παρουσιάζεται η θέση της Αθήνας μέσα στο θέμα Ελλάδος. Στην πρώτη ενότητα γίνεται επισκόπηση και αξιολόγηση των θέσεων της έρευνας πάνω στην αρχιτεκτονική γλυπτική της Νότιας Ελλάδας. Εξετάζεται ο γλυπτός διάκοσμος της Παναγίας Σκριπούς, ο οποίος σηματοδοτεί για το θέμα Ελλάδος τη μετάβαση στη μεσοβυζαντινή περίοδο. Ακολουθεί η ανάλυση της γλυπτικής των «Σκοτεινών Χρόνων» στην Αθήνα, μέσα από τη θεώρηση των απόψεων της προηγούμενης έρευνας. Τέλος, προσεγγίζεται το ζήτημα της λεγόμενης Αθηναϊκής Σχολής, δηλαδή, εκείνης της αθηναϊκής γλυπτικής παραγωγής, κυρίως σε πεντελικό μάρμαρο, της οποίας η ποιοτική υπεροχή και ο έντονος κλασικιστικός χαρακτήρας είχαν οδηγήσει από παλιά τους ειδικούς στην εκτίμηση ότι ανήκει στην Ύστερη Αρχαιότητα και προηγείται της «παρακμής» των Σκοτεινών Χρόνων.
Στη συνέχεια, το ερώτημα για την αρχιτεκτονική γλυπτική στην Αθήνα, στο μεταβατικό διάστημα από την Ύστερη Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα, επιχειρείται να απαντηθεί μέσα από μια ομάδα τεσσάρων μνημείων. Πρόκειται για αρχαίους ναούς της πόλης, οι οποίοι μετατράπηκαν σε εκκλησίες. Συγκεκριμένα, μελετώνται ο Παρθενώνας, το Ερεχθείο, το Ηφαίστειο και, τέλος, το Ασκληπιείο. Σε αυτό το πλαίσιο επανεξετάζονται οι ιστορικές μαρτυρίες και τα ελάχιστα διαθέσιμα αρχαιολογικά δεδομένα της οικοδομικής ιστορίας των παραπάνω μνημείων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η μελέτη στοχεύει, ανάμεσα στα άλλα, να αποσαφηνίσει τις εκδηλώσεις του χριστιανισμού μέσα στους τόπους της αρχαίας λατρείας, εστιάζοντας στα κατάλοιπα του χριστιανικού γλυπτού τους εξοπλισμού.
Είδε, άραγε, ο Συνέσιος το 399 μία πόλη σε παρακμή; Ήταν μοναχοί οι μαυροφορεμένοι άνδρες, που συνόδευαν τον επιδρομέα Αλάριχο το 396; Ήταν οι χριστιανοί, που απομάκρυναν τον 5ο αιώνα το άγαλμα της Αθηνάς από τον Παρθενώνα; Οι ίδιοι, επίσης, κατέστρεψαν το ιερό του Ασκληπιού κάτω από την Ακρόπολη; Τελικά, έκλεισε το 529 η Νεοπλατωνική Ακαδημία;
Σε αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα δίνονται απαντήσεις στη συγκεκριμένη μελέτη. Όμως, το βιβλίο αυτό δεν μιλά τόσο για έναν κόσμο που τελειώνει, όσο για έναν νέο που ξεκινά. Με μία αναθεωρητική ματιά και με όχημα τα χριστιανικά γλυπτά των αρχαίων ναών, που μετατράπηκαν σε εκκλησίες, ο συγγραφέας μας εισάγει σε μια εποχή δυναμικών αλλαγών για την Αθήνα και τη Νότια Ελλάδα, η οποία ξεκινά τον 8ο αιώνα και καταλήγει στην επίσκεψη του Βασιλείου Β΄ στον ναό της Θεοτόκου στην Ακρόπολη. Και όπως ορίζει η ιστορική νομοτέλεια του Βυζαντίου, σε αυτή τη νέα εποχή το κλασικό παρελθόν αναγεννάται.
Ακόμη, οφείλουμε να αναφέρουμε πως ο συγγραφέας του βιβλίου αυτού, κ. Γιάννης Θεοχάρης, είναι Αρχαιολόγος, ο οποίος έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του (πτυχίο, μεταπτυχιακό και διδακτορική διατριβή) στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αποκτώντας ειδίκευση στη Βυζαντινή Αρχαιολογία.
Τα αρχαιογνωστικά ενδιαφέροντά του καλύπτουν διάφορες πτυχές του Βυζαντίου, όπως την αρχιτεκτονική γλυπτική, την εικονογραφία, την ιστορική και μνημειακή τοπογραφία, την επιγραφική.
Επίσης, ασχολείται συστηματικά με το ζήτημα της μετάβασης από την Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα.
Τέλος, υπήρξε ερευνητής-υπότροφος στην Ιταλία, την Τουρκία και τις Η.Π.Α., και από το 2005, κατόπιν ειδικού γραπτού διαγωνισμού, υπηρετεί στο υπουργείο Πολιτισμού.