Εξαιρετική η αντιπολεμική διάλεξη της κ. Σοφίας Νικολαΐδη-Σαλούμ, με τίτλο: «Η γραφή, όπλο εναντίον των όπλων»
Το απόγευμα της Δευτέρας 1 Απριλίου 2024, στο κτήριο «Κωστής Παλαμάς» του Πανεπιστημίου Αθηνών, πραγματοποιήθηκε μία πολύ ενδιαφέρουσα διάλεξη της κ. Σοφίας Νικολαΐδη-Σαλούμ, Καθηγήτριας Λογοτεχνίας Πανεπιστημίου Λιβάνου, με τίτλο: «Η γραφή, όπλο εναντίον των όπλων. Από τον Farjallah Haïk στον Alexandre Najjar.».
Ρεπορτάζ-Φωτογραφίες: Παναγιώτα Σούγια
Την κ. Σοφία Νικολαΐδη-Σαλούμ προλόγισε η Ομότιμη Καθηγήτρια κ. Στέλλα Πριόβολου, Πρόεδρος Σώματος Ομοτίμων Καθηγητών Ε.Κ.Π.Α., Κοσμήτορας Δημοτικού Λαϊκού Πανεπιστημίου Αγίας Παρασκευής, η οποία αναφέρθηκε στο πλούσιο βιογραφικό της ομιλήτριας της εκδήλωσης, λέγοντας, μεταξύ άλλων, πως: «Η κ. Σοφία Νικολαΐδη-Σαλούμ γεννήθηκε στην Ελλάδα και σε τρυφερή παιδική ηλικία βρέθηκε με τους γονείς της στην Αφρική, ως μετανάστης στο λεγόμενο τότε «Βελγικό Κονγκό». Σπούδασε στο Βέλγιο και στη συνέχεια παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στον Λίβανο, όπου διέπρεψε ως ειδικός της λογοτεχνίας και της ανάλυσης κειμένων. Η διδακτορική διατριβή της ήταν η σύγκριση των έργων του Καζαντζάκη και του Farjallah Haïk, με θέμα το γυναικείο πρόσωπο. Έχει δημοσιεύσει έργα της στη γαλλική γλώσσα στον Λίβανο, σε χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Σήμερα, είναι Ομότιμη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Λιβάνου (το μόνο δημόσιο πανεπιστήμιο στον Λίβανο), ενώ, συγχρόνως, δίδασκε επί σειρά ετών και σε πολλά άλλα πανεπιστήμια του Λιβάνου. Είναι Πρόεδρος της Ένωσης Καθηγητών Γαλλικής στον Λίβανο. Έζησε τον πόλεμο του Λιβάνου χωρίς να εγκαταλείψει ούτε στιγμή τη χώρα αυτή, και με τον τρόπο διδασκαλίας της είναι στρατευμένη σαφώς κατά των πολέμων.».

Αμέσως μετά, τον λόγο έλαβε η κ. Σοφία Νικολαΐδη-Σαλούμ, η οποία, παρότι επί μακρόν χρησιμοποιεί τη Γαλλική γλώσσα, για πρώτη φορά πραγματοποίησε την εισήγησή της στην ελληνική γλώσσα.
Οι δύο συγγραφείς, που παρουσίασε η κ. Σοφία Νικολαΐδη-Σαλούμ, σύμφωνα με την εισηγήτρια έχουν συνδέσει τη ζωή τους με τον πόλεμο, πάταξαν με την πένα τους τον παραλογισμό του πολέμου, τον θρησκευτικό φανατισμό, και την άλογη επίθεση στον άνθρωπο, και, παράλληλα, κατήγγειλαν τη βία και τις απάνθρωπες επιδιώξεις όλων όσοι εκμεταλλεύονται την εξουσία, που τους έχει δοθεί από τους συνανθρώπους τους.
Σε μια περίοδο, λοιπόν, που ταλανίζεται από πολέμους και άδικα θανατώνονται άμαχοι και παιδιά, η διάλεξη αυτή απέδειξε ότι όποιος δεν μπορεί να πολεμήσει με το όπλο, μπορεί να πολεμήσει με την πένα του και να βοηθήσει ώστε να πάψουν να ηχούν οι κλαγγές των όπλων.




Επίσης, αξίζει να σημειωθεί πως η Ομότιμη Καθηγήτρια της Αραβολογίας του Ε.Κ.Π.Α., κ. Ελένη Κονδύλη, συνέβαλε στην απόδοση του κειμένου της σημαντικής αυτής διάλεξης, η οποία ενθουσίασε τους προσκεκλημένους, που είχαν κατακλύσει την αίθουσα «Κωστής Παλαμάς» του Εντευκτηρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία της κ. Σοφίας Νικολαΐδη-Σαλούμ:
«Ο χρόνος περνά, αλλά η ιστορία επαναλαμβάνεται. Οι ένοπλες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, με τις τραγικές συνέπειες που επιφέρουν, επαναλαμβάνονται, επίσης, Αυτόν τον καιρό, ο πόλεμος στην Ουκρανία και στη Γάζα απασχολεί καθημερινά τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Στις τηλεοπτικές οθόνες προβάλλονται διαρκώς εικόνες από κατεστραμμένα κτήρια, νεκρούς, τραυματίες, τον άμαχο πληθυσμό στον δρόμο της φυγής, απειλές ασθενειών, έλλειψη νερού… Αυτές οι εικόνες θυμίζουν το 1948, την έξοδο Παλαιστινίων προς γειτονικές χώρες, την Ιορδανία, Συρία, Λίβανο. Και θυμίζουν, επίσης, τον πόλεμο του Λιβάνου.
Όταν μια χώρα πέφτει θύμα αυτής της τρομερής μάστιγας, δηλαδή, του πολέμου, υπάρχουν δύο τρόποι εμπλοκής: Να πάρεις τα όπλα ή να πιάσεις το γράψιμο.
Με διαφορά τριάντα ετών, δύο γαλλόφωνοι Λιβανέζοι συγγραφείς, μυθιστοριογράφοι, μεταξύ άλλων, επέλεξαν τον δεύτερο δρόμο για να μαρτυρήσουν και να καταγγείλουν τη βία: πρόκειται για τον Farjallah Haik και τον Alexandre Najjar.
Τα έργα τους έχουν μεταφραστεί και στα αραβικά και έχουν απήχηση στον αραβικό κόσμο.
Ο Haik προβάλλει την ιστορία του Ανεξάρτητου Λιβάνου σε δύο από τα μυθιστορήματά του. Το «La Croix et le Croissant» («Ο Σταυρός και η Ημισέληνος»), που δημοσιεύτηκε το 1959, φέρνει στο προσκήνιο την έναρξη της Ισραηλινο-Αραβικής σύγκρουσης, που σημαδεύτηκε από την εκδίωξη των Παλαιστινίων και τα γεγονότα της Διώρυγας του Σουέζ. Το άλλο μυθιστόρημα: «De Chair et d’Esprit» («Από Σάρκα και Πνεύμα»), που δημοσιεύτηκε το 1967, διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια της πολιτικής αναταραχής του 1958.
Στη συνέχεια, ο Alexandre Najjar, στα διηγήματά του: «La Honte du survivant» («Η ντροπή του επιζήσαντα»), που δημοσιεύτηκε το 1989, και το: «Comme un aigle en derive» («Σαν αετός σε πτώση», το 1992, παραπέμπει ξεκάθαρα στα τελευταία χρόνια της σύγκρουσης του Λιβάνου.
Στη σφαίρα της Λογοτεχνίας, η Ιστορία γίνεται αφορμή για προβληματισμό ως προς τη στρατευμένη τοποθέτηση και τη δράση. Οι χαρακτήρες των δύο συγγραφέων εκφράζουν τη θέση των δημιουργών τους, μπροστά στην ένοπλη σύγκρουση: νίπτω τας χείρας μου; Ακολουθώ πιστά και τυφλά την αγέλη; Ή επαναστατώ ενάντια στον φανατισμό ως κύρια αιτία του πολέμου και ενάντια στον παραλογισμό των πολέμων.

Εννοείται πως είναι αδιανόητο κάποιος να μπορεί να παραμείνει αδιάφορος για τα δεινά που συνεπάγεται ο οποιοσδήποτε πόλεμος.
Έτσι, η γραφή γίνεται όπλο ενάντια στην ένοπλη μάχη, και υπσοτηρίζει κάθε θετική δράση, που προσηλώνεται πρώτα από όλα στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Πρέπει, όμως, να διακρίνουμε την ποιότητα της δράσης, και εδώ είναι που οι δύο συγγραφείς αποκλίνουν: ο Haik καταδικάζει απόλυτα τον ένοπλο αγώνα, ενώ ο Najjar τον αποδέχεται σε πολύ συγκεκριμένες συνθήκες.Και οι δύο βλέπουν, ωστόσο, τη δράση και την τοποθέτηση ως τον αναγκαστικό τρόπο για να δοθεί νόημα στη ζωή και, μάλιστα, την ταυτίζουν με την αγάπη προς τον συνάνθρωπο.
Ο Farjallah Haik και η μη βία
Καταδίκη του φανατισμού
Ο Haik, μέγας υποστηρικτής της παράδοσης, σφοδρά προσκολλημένος στη γη των προγόνων και στην πατρίδα, πηγή όλων των αρετών, είναι γενικά αντίθετος σε κάθε ένοπλη σύγκρουση εν ονόματι μιας ιδεολογίας: ο άνθρωπος μέσα στον πόλεμο κινδυνεύει να χάσει τον εαυτό του με την ηθική έννοια του όρου, και τη ζωή του.
Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι γεγονός ότι ιδεολογίες προερχόμενες από τον Δυτικό κόσμο ενστάλαξαν τον υλισμό στην Ανατολή και χώρισαν τον άνθρωπο από τον Θεό.
Αντιθέτως, όμως, επιβεβαιώνει ο Haik, στον Λίβανο, οι άνθρωποι δεν έχουν χάσει την πνευματικότητά τους, και περιγράφει τη χώρα του με αυτούς τους όρους:
«γη του φωτός, των αληθειών που αποκαλύφθηκαν και των αληθειών που μένουν μυστικές, προθάλαμος της ερήμου, όπου ο ουρανός με το θεϊκό του βάρος ακροβατεί ανάμεσα σε δύο τόξα: τον Μιναρέ και το καμπαναριό.».
Δυστυχώς, αν ο Μιναρές και το Καμπαναριό ενώνουν τους ανθρώπους στον παράδεισο, τους χωρίζουν στη γη. Οι συγκρούσεις στη Χώρα των Κέδρων συχνά στηρίζονται στη διαφορά θρησκείας ή θρησκευτικής ομολογίας των κοινωνικών ομάδων της χώρας.
Le confessionalisme
Στο μυθιστόρημα: «Ο Σταυρός και η Ημισέλινος», ο συγγραφέας κατηγορεί τους πολιτικούς και τον κομμουνισμό ότι χρησιμοποιούν τη θρησκεία για να επιτύχουν τους σκοπούς τους.
«Οι περισσότεροι… υπακούνε σε επαίσχυντες εντολές. Βρίσκονται στην υπηρεσία του διεθνούς κομμουνισμού, που, για να επιτύχει τους στόχους του σε αυτές τις χώρες, όπου η θρησκεία παίζει σημαντικότατο ρόλο, ποντάρει κατά κυριολεξία στον θρησκευτικό φανατισμό.».
Ο όχλος σε αυτές τις περιπτώσεις οδηγείται στα τυφλά προς τον φόνο και τη λεηλασία.
Για τον συγγραφέα, ο ένοπλος αγώνας δεν δικαιολογείται ως αφοσίωση σε ευγενή σκοπό.
Ο Εντουάρ, ένας από τους ήρωες αυτού του μυθιστορήματος, παίρνει τα όπλα όχι για να υπερασπιστεί τη χώρα του ή τους ομόθρησκούς του, αλλά από κακία, επειδή μια γυναίκα, η αδερή του ιερέα, τον απέρριψε, και διψά για εκδίκηση. Αποφασίζει να καταστρέψει έναν παλαιστινιακό προσφυγικό καταυλισμό, όπου Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι ζουν σε τέλεια αρμονία υπό την καθοδήγηση του πατρός Παύλου.

Ο ιερέας και η θρησκευτική ανεκτικότητα
Στους φανατικούς, ο Haik αντιπαραθέτει αυτούς που, κηρύττοντας την ανεκτικότητα, καταγγέλλουν τη βία και αγωνίζονται για την ειρήνη.
Ένας από αυτούς είναι ο πατήρ Παύλος (Μπούλος), που αναλαμβάνει αγώνα στο όνομα της αγάπης του πλησίον. Οραματίζεται να δημιουργήσει κλίμα κατανόησης και αποδοχής μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών θρησκειών, εφόσον πρεσβεύει ότι οι Ιερές Γραφές κηρύττουν την αγάπη και όχι το μίσος. Στον Επίσκοπο, που δυσανασχετεί για τη δράση του, απαντά τα εξής:
«Τόσο στο κοράνι όσο και στο Ευαγγέλιο υπάρχει μέρος της αλήθειας… Το Ισλάμ είναι ένας καλά οργανωμένος θεσμός. Ο Μωάμεθ έφερε ψηλά το μήνυμα της απελευθέρωσης της Ανθρωπότητας.».
Τα λόγια του ιερέα βρίσκουν απήχηση στην ομιλία του Μουφτή, που, αφού πρώτα έχει συμμαχήσει με τους πολιτικούς, καταλήγει να αντιλαμβάνεται το λάθος του. Άνθρωπος ακέραιος, υποστηρικτής της μη βίας, αρνείται να είναι συνεργός στις σφαγές.
Ομολογώ ότι συμμετε΄χια σε αυτή την παραφροσύνη.», παραδέχεται. «Όμως, μόλις συνειδητοποίησα ότι έκανα λάθος… Η θρησκεία μας συνιστά την αγάπη για τον πλησίον, τον σεβασμό για τις άλλες (θείες) θρησκείες και την ανθρώπινη ζωή.».
Αλλά οι δυνάμεις του κακού φαίνονται, τελικά, να νικάνε. Ο πατήρ Παύλος σφαγιάζεται μόνο και μόνο επειδή έδειξε πίστη στην ανθρώπινη αδελφοσύνη. Στα μάτια του Haik, φαίνεται ότι οι άγιοι είναι αδύνατον να επιβιώσουν σε έναν κόσμο διεσταμμένο από τον υλισμό, έναν κόσμο που δεν πιστεύει πλέον στην αγάπη και στη φιλαλληλία, στην ένοια της αυτοθυσίας.
Ο γιατρός και η ανθρωπιστική δράση
Ένας άλλος χαρακτήρας του μυθιστορήματος συμμετέχει πιο ενεργά συγκεκριμένα στον αγώνα για την ειρήνη, ανακουφίζοντας τους πρόσφυγες από τις σωματικές κακώσεις: είναι ο Ρασάντ, νεαρός μουσουλμάνος γιατρός και γιος του Μουφτή. Αποφασίζει να βοηθήσει τον πατέρα Παύλο, αφού και αυτός επιτελεί ανθρωπιστικό έργο και δεν κάνει καμία διάκριση μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Ο πατέρας τον τον μέμφεται για τη δέσμευσή του αυτή, και ο γιος απαντά:
«Έχω πιο σημαντικά καθήκοντα απέναντι στους ανθρώπους από αυτά που μου λες… Πατέρα, εσύ με έκανες γιατρό, μείνε, λοιπόν, εσύ αυτό που είσαι, Μουφτής.
-Το δικό σου καθήκον είναι να υπακούς στη διδασκαλία του Προφήτη.
-Ο Προφήτης μας δίδαξε να μην κάνουμε διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων.».
Ο διανοούμενος
Η στάση του διανοούμενου Philippe Nardal, ήρωα του μυθιστορήματος: «Από Σάρκα και Πνεύμα», είναι εντελώς διαφορετική. Στην αρχή της σύγκρουσης νίπτει τας χείρας του, πιστεύοντας σε οτιδήποτε πηγάζει από την απέχθειά του για τον κόσμο ως έχει:
«Αυτός ο εμφύλιος πόλεμος, που μου ζητάνε να διατηρήσω, όπου αθώοι και ένοχοι παρασύρονται από το ίδιο ρεύμα, είναι μια ανθρώπινη μάζα, ένας ανθρώπινος πολτός.», αναφέρει.
Εδώ, όπως και σε άλλα μυθιστορήματά του, ο Haik καταγγέλλει τον παραλογισμό των πολέμων, που προκαλούνται από τη φιλοδοξία των πολιτικών. Ο διανοούμενος αρνείται να θέσει την ένα του στην υπηρεσία «μιας εντελώς αμφίβολης υπόθεσης σε ένα έθνος που σπαράσσεται από τα πολιτικά πάθη.».
Ακριβώς όπως ο πατήρ Μπουλός, ο Philippe Nardal είναι πεπεισμένος ότι η ανθρωπότητα πρέπει να λυτρωθεί με την αγάπη.
Έρχεται, όμως, μια στιγμή, που ο διανοούμενος δεν μπορεί πια να νίπτει τας χείρας του, όπως ο Πόντιος Πιλάτος. Όταν συνειδητοποιεί ότι η επανάσταση προσπαθεί να αποκόψει τη χώρα από το ευρωπαϊκό πνεύμα, ο Philippe Nardal «τινάζει από πάνω του τον λήθαργο. Ο μουμιοποιημένος διανοούμενος σκίζει το σάββανό του και ανοίγει τα μάτια του. Οι αθώοι (;) νεκροί κάτω από τις βόμβες, οι οίκοι του Θεού (;) κατεστραμμένοι, οι μεγάλες αξίες (;) καταπατημένες, και τι θα απομείνει, τελικά;».
Φοβούμενος την οπισθοδρόμηση στον σκοταδισμό, ο συγγραφέας βουτά την πένα του «σε ένα μελάνι φαρμακερό» και στιγματίζει «τους διακινητές του Θεού, τις σκληρωτικές και παρωχημένες ιδεολογίες, τις μάζες που διεγείρει και χειραγωγεί ο φανατισμός.».
Η καταγγελτική γραφεί τον εξαϋλώνει και τον εξαγνίζει, φτάνει, τελικά, μέσα από τη δύναμη του λόγου, στο Απόλυτο, που είναι ο στόχος του. Ο αγώνας του ενώνεται με τον αγώνα του ιερέα, με συνέπεια να τον ακολουθήσει στη δική του μοίρα: τον απαγάγουν και στη συνέχεια τον εκτελούν οι επαναστάτες.
Έτσι, στρατευμένος μέσω της γραφής, ο διανοούμενος υψώνεται στο επίπεδο του μάρτυρα και θυσιάζει τη ζωή του για έναν ευγενή σκοπό: στιγματίζει τη μισαλλοδοξία και τις ιδεολογίες, που υπηρετούν τον φανατισμό και τους σκοπούς του.
Αυτό, λοιπόν, είναι η αφοσίωση και η στρατευμένη διάσταση του ανθρώπου στο έργο του Farjallax Haik. Καταδικάζει την ένοπλη δράση επειδή αυτή υποβιβάζει τον άνθρωπο, τον κάνει να χάσει την ψυχή του. Στα μάτια του, μόνο η ανθρωπιστική δράση είναι αξιοθαύμαστη, αυτή που προσπαθεί να ενώσει τους ανθρώπους αντί να στρέψει τον έναν εναντίον του άλλου. Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Haik, μέσω της γραφής του, πολέμησε την τυφλή βία, το έργο του ήταν πάντα μια κραυγή αγάπης, ενίοτε και θλίψης, μα πάντα ένα κάλεσμα για ειρήνη.
Όπως ο άξιος πρεσβύτερός του, ο Alexandre Najjar, και αυτός μέσω της γραφής του, καταγγέλλει τη βία και τον παραλογισμό του πολέμου.
Στο μυθιστόρημά του: «La Honte du survivant» θέτει επί σκηνής τον Freddo, έναν νεαρό Γάλλο διασώστη, που συμμετέχει στον πόλεμο του Λιβάνου με την πλευρά των μαχητών.
Ο Alexandre Najjar και η έννοια της ευθύνης
Η εφήμερη αποστολή του Freddo
Ο Freddo αποφασίζει να εμπλακεί στη σύγκρουση του Λιβάνου, για να δώσει νόημα στη ζωή του μέσω της δράσης.
Ο κόσμος της Δύσης, που φαίνεται να έχει απαλλαγεί από τον πόλεμο, έχει αποκοιμίσει τα ιδανικά στην οικονομική άνεση και έχει βυθίσει τον άνθρωπο σε ένα είδος ευδαιμονικής απάθειας.
Ο νεαρός Γάλλος, που ένιωθε άχρηστος στο Παρίσι, είχε την ανάγκη να γίνει χρήσιμος, να βοηθήσει τους άλλους.
Ως διασώστης, λοιπόν, συμμετείχε σε ανθρωπιστική αποστολή. Αντί, όμως, να επιστρέψει στο Παρίσι με το πέρας της αποστολής, αποφάσισε να παραμείνει «στη χώρα που τον αναγέννησε ως Άνθρωπο».
Ο Freddo, όπως και ο Rachad, δεν επιλέγουν πλευρές, επιλέγουν απλώς να νοιάζονται για αυτούς που υποφέρουν. Αυτός είναι ο λόγος που ο Freddo αποδοκιμάζει και στηλιτεύει τους πολιτοφύλακες, που αρνούνται να θάψουν τη σορό ενός μαχητή από αντίπαλο στρατόπεδο.
«-Όταν σκοτώνουμε τους απέναντι εχθρούς, έχουμε ήσυχη τη συνείδησή μας.», λέει ο πολιτοφύλακας. Χρησιμοποιούσε το πρώτο πληθυντικό, παρόλο που πολύ καλά γνώριζε ότι δεν είχε σκοτώσει ποτέ κανέναν, αλλά για να πειστεί ότι ήταν και αυτός μέρος της κατάστασης που εξελισσόταν…
«-Σκοτώνεις συμπολίτες υπέρ της πατρίδας σου;», τον ρωτάει ο Freddo.
«-Ξέρεις πολύ καλά ότι σπάνια είναι συμπολίτες. Συνήθως είναι ξένοι!».
«-Άνθρωποι, όμως, είναι, σε κάθε περίπτωση!».
Ο Γάλλος, λοιπόν, είναι υποστηρικτής της μη βίας, αλλά ο αφηγητής, ένας νεαρός πολιτοφύλακας, διαμαρτύρεται: «με τις ιδέες σας τύπου Ιωάννη Προδρόμου, θα καταλήξουμε όλοι μάρτυρες.». και προσθέτει με στομφώδες ύφος: «Η μη βία δεν έγραψε ποτέ Ιστορία!».
«-Αυτή είναι ακριβώς η μεγαλύτερη νίκη της.», απαντά ο Freddo, με αστείο ύφος.
Δυστυχώς, η βραχύβια, σχεδόν, αποστολή του Freddo παίρνει σύντομα δραματικό τέλος. Ο θάνατός του δεν αποτελεί μέρος της αφήγησης του συγγραφέα, γιατί αυτό που έχει σημασία δεν είναι οι συνθήκες, αλλά το γεγονός ότι «πέθανε με γυμνά τα χέρια. Καθαρά σαν την ψυχή του, που αυτή τη στιγμή πρέπει να βρίσκεται ως άγιο Αρτοφόριο στα χέρια του Θεού, που τον δέχτηκε.».
Ακριβώς όπως οι ήρωες του Haik, απόστολοι της ειρήνης, ο Freddo «έφυγε» διαφορετικά. «Όχι σαν εκείνους τους πραγματικούς ήρωες, που πεθαίνουν με τα όπλα στα χέρια… Ως ήρωας, αλλά διαφορετικά. Σαν να ήθελε μέχρι το τέλος να αποδείξει την άρνησή του σε συμβάσεις και σκονισμένα κλισέ.».
Ο ευτελισμός του ανθρώπου, παγιδευμένου στον πόλεμο
Ο θάνατος του Freddo είναι ο ίδιος το κατηγορητήριο ενάντια «στον παραλογισμό του απάνθρωπου πολέμου, που εξυπηρετεί τα συμφέροντα όλων εκτός από τους ίδιους τους ανθρώπους, ενός πολέμου, που μας μετατρέπει σε θηρία.», σύμφωνα με τον αφηγητή.
Η ανθρώπινη ζωή δεν έχει πλέον καμία αξία. Το ευτελέ επ΄σιτρωμα του Πολιτισμού ραγίζει πολύ γρήγορα και ελευθερώνει τα χειρ΄τοερα ένστικτα.
Στο διήγημα με τίτλο: «Οι Νεκροθάφτες/Τυμβωρύχοι», ο συγγραφέας παραπέμπει στο δράμα της παιδικής ηλικίας, αθώο θύμα της πάλης μεταξύ των εχθρών αδελφών, των συγχρόνων μας Κάιν και Άβελ.
Το παιδί κατηγορεί τους μαχητές, συμφιλιωμένους κατά τη διάρκεια μιας εκεχειρίας, ότι του κατέστρεψαν τη ζωή. Θυμωμένος ένας από αυτούς το χαστουκίζει την ώρα που οι πολεμιστές πίνουν σαμπάνια. «Ένα χαστούκι ακόμη και πέφτει το πεισματάρικο παιδί. Τρεις φελλοί σκάνε, ταυτόχρονα, και η σαμπάνια αστράφτει. Γέλια. Σκάει και ένας τέταρτος φελλός. Υπήρχαν μόνο τρία μπουκάλια. Δεν ήταν κρότος από μπουκάλι αυτός ο ήχος.».
Το καταλάβατε όλοι: ο ήχος του «τέταρτου φελλού» είναι ο πυροβολισμός, που σκότωσε ένα παιδί.
Η τελευταία πρόταση καταγγέλλει τη φρίκη μιας πράξης δίχως νόημα.
Όμως, «η φρίκη δεν περιορίζεται από καμιά φρικαλεότητα. Ο άνθρωπος καταφέρνει πάντα να αμβλύνει τα όρια του φρικιαστικού.», παρατηρεί ο Najjar.
Επομένως, η γραφή για τον Alexandre Najjar, όπως και για τον Jarjallah Haik, γίνεται μέσο μαρτυρίας, αλλά και καταγγελίας του παραλογισμού του πολέμου, συνειδητοποίησης της ανάγκης για δράση, που θα δώσει ένα τέλος στη σφαγή, το σφαγείο, la «boucherie», που είχε χρησιμοποιήσει ο Βολταίρος πριν από τον Najjar και στο οποίο είχε προσθέσει το επίθετο «ηρωική (σφαγή)». Ο Ουρανός ποτέ δεν είναι εχθρός, που γράφτηκε στη Βηρυτό το 1989, κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών, τελειώνει με μια πικρόχολη παρατήρηση:
«-Φοβάσαι μην πεθάνεις;
-Όχι. Τη ζωή φοβάμαι.».
Φόβος να ζω σε έναν κόσμο χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας.
Η συνειδητοποίηση του μαχητή
Ενώ ο Najjar καταγγέλλει τον παραλογισμό του πολέμου και τον ευτελισμό των ανθρώπων, που εμπλέκονται στους μηχανισμούς του, δεν καταδικάζει, a priori, την ένοπλή δράση. Τη βλέπει, δίχως αμφιβολία, ως «βρώμικη δουλειά», που, δυστυχώς, κάποιος πρέπει να επιτελέσει.».
Η εμφάνιση του Freddo στη ζωή του αφηγητή τον ωθεί να συνεχίσει τον αγώνα και να αναλάβει τις ευθύνες του, στη συγκεκριμένη περίπτωση να αναλάβει αυτή τη βρώμικη αποστολή, που έχει επιλέξει, μέχρι τέλους.
Στην πραγματικότητα, ο Freddo ήρθε να πολεμήσει «υπέρ του Λιβάνου με Λάμδα κεφαλαίο» και ο αφηγητής δεν μπορεί να τον απογοητεύσει. Έχει πλέον ξεκάθαρη επίγνωση της αιτίας για την οποία αγωνίζεται: την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο αφηγητής λέει: «Αν έχει πια τελειώσει η εποχή των ηρώων, των αγίων και των επαναστατών… εγώ θα αρκεστώ στο να είμαι Άνθρωπος. Άνθρωπος με την κυριολεκτική έννοια του όρου.».

Συμπέρασμα
Αυτό που αλλάζει είναι το βλέμμα του συγγραφέα για τους κραδασμούς μιας εποχής, όπου κυριαρχεί ο υλισμός.
Ο Haik, άνθρωπος ώριμος, με τη σοφία που προσφέρει η πείρα, αντιτίθεται σε κάθε ένοπλη εμπλοκή και στρατεύεται υπέρ της ανεξιθρησκείας και ανοχής. Σύμφωνα με τον Haik, μόνο η ανθρωπιστική δράση αποκαθιστά στον άνθρωπο την αξιοπρέπεια, που έχασε μέσα στη βαρβαρότητα των συνανθρώπων του.Πολύ νεότερος σε ηλικία, ο Najjar, που γεννήθηκε το 1967, είναι η φωνή της δικής του γενιάς, και πώς αυτή βίωσε τον πόλεμο. Με την επάνοδο της ειρήνης, ψάχνει να βρει τον δρόμο του. Οφείλει να μάθει πώς να ζει και πάνω από όλα να δώσει ένα νόημα στη ζωή του.
Η πρώτη αντίδραση μπορεί να είναι η απογοήτευση.
Ο στρατιώτης συμβουλεύει το παιδί «να πάει να παίξει», και το παιδί αναρωτιέται: «Να παίξει τι; Και με ποιον; Τι παιχνίδι μπορεί τώρα να παίξει μετά από αυτά που είδαν τα μάτια του, και τι όνειρα μπορεί τώρα πια να φωλιάσουν μέσα του;».
Το μήνυμα του μαχητή οδηγεί σε έναν άλλον δρόμο. Σε εμπόλεμες περιόδους, όπως και σε καιρούς ειρήνης.
«ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΣΥΝΕΠΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ». – Υπάρχω σημαίνει μένω ορθός, δεν παραιτούμαι, δεν υπεκφεύγω.».




