Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων του Χρήστου Κυργιάκη: «Αθέατες Διαδρομές»
Παρουσιάστηκε η συλλογή διηγημάτων του Χρήστου Κυργιάκη, με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Αθέατες διαδρομές», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Άνω Τελεία».
Των Παναγιώτας Σούγια και Απόστολου Σαλονικίδη
Στον φιλόξενο χώρο του Καφέ «Infinity», στη Νέα Ιωνία, παρουσιάστηκε χθες το βράδυ (8 Ιανουαρίου 2023) το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο του εκπαιδευτικού-συγγραφέα κ. Χρήστου Κυργιάκη: «Αθέατες διαδρομές», το οποίο περιλαμβάνει 83 ξεχωριστά διηγήματα.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι μικρές καθημερινές και αθέατες ιστορίες, είτε προσωπικές και δικών του ανθρώπων είτε άλλων, άγνωστων σε αυτόν ατόμων, πραγματικών ή φανταστικών, οι οποίες κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα.
Η ενδιαφέρουσα λογοτεχνική βραδιά ξεκίνησε με τον κ. Παναγιώτη Μπότση, ο οποίος εκ μέρους των εκδόσεων «Άνω Τελεία» ευχαρίστησε το πολυπληθές ακροατήριο για την παρουσία του, και αμέσως μετά η κ. Άννα Κοντοθανάση, η οποία συντόνισε την εκδήλωση, αφού ανέφερε μεταξύ άλλων πως: «Οι εκδόσεις «Άνω Τελεία» είναι ένας μικρός συνεργατικός εκδοτικός οίκος, που προσπαθεί κι αυτός να βάλει ένα λιθαράκι στην προσπάθεια της συγγραφής και στη διάδοση των ιδεών.», έδωσε τον λόγο στον πολιτικό μηχανικό και συντάκτη της ιστοσελίδας «Παντιέρα», κ. Νίκο Ξηρουδάκη.
ΝΙΚΟΣ ΞΗΡΟΥΔΑΚΗΣ
Ο κ. Ξηρουδάκης ξεκίνησε την ομιλία του λέγοντας μεταξύ άλλων πως: «Το βιβλίο αυτό είναι ένα πολυπρισματικό λογοτεχνικό διαμάντι, μέσα από το οποίο διαθλώνται και αναλύονται πολλές πλευρές από την ιδιοσυγκρασία, τις αξίες και τα βιώματα του συγγραφέα. Ο εαυτός του αναλύεται στις συνιστώσες του στον χώρο και στον χρόνο. Ο τόπος μπορεί να είναι κάπου στην ύπαιθρο, ένα βαμβακοχώραφο, μία ταβέρνα, ένα καφενείο, ένα σχολείο βεβαίως, μια φτωχογειτονιά της πρωτεύουσας ή της επαρχίας. Χαρακτηριστική είναι η επιλογή του εξωφύλλου, η οποία περιγράφει όμορφα το περιεχόμενο του βιβλίου. Πάντα υπάρχουν οι άνθρωποι και οι σχέσεις τους στο προσκήνιο των διηγημάτων. Σε ένα κάποιο βάθος υποκρύπτονται, κλείνοντας, όμως, το μάτι στον αναγνώστη, οι κοινωνικές σχέσεις, η Ιστορία της χώρας μας και οι ιστορίες των ανθρώπων της. Στα έγκατα ο τρόπος της παραγωγής στηλιτεύεται με την κοφτερή λεπίδα της λογοτεχνίας. Είχαμε το προνόμιο να αναρτήσουμε στην «Παντιέρα» πολλά από τα λογοτεχνικά διαμαντάκια, που κοσμούν τις σελίδες του βιβλίου. Μέσα από αυτή τη σχέση είχα την ευκαιρία να αντιληφθώ δύο επιπλέον ιδιότητες του Χρήστου: Το πρώτο είναι η έμφυτη σεμνότητα, η οποία τον διακρίνει. Το δεύτερο είναι μια βαθύτερη σχέση του με το χιούμορ.».
Συνεχίζοντας, ο κ. Ξηρουδάκης επισήμανε μεταξύ άλλων πως: «Μέσα από τις μικρές καθημερινές ιστορίες, που περιέχουν οι «Αθέατες Διαδρομές», ο Χρήστος Κυργιάκης είναι σαφής. Παίρνει ξεκάθαρη θέση υπέρ του αδυνάτου. Είναι με τους αδύναμους, με τους αδικημένους σ’ αυτόν τον κόσμο. Αυτό είναι το κόκκινο νήμα που διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου του. Τα μηνύματα, όμως, αναδεικνύονται χωρίς να δαχτυλοδείχονται. Τα αναδεικνύει ο δάσκαλος, χωρίς διδακτισμό.», προσέθεσε πως: «Έχει ταξική οπτική γωνία χωρίς να δογματίζει διακηρυκτικά. Η ταξική ματιά προέχει. Η πολιτική έπεται ή ορισμένες φορές αφήνεται στον αναγνώστη. Ο συγγραφέας στήνει την κάμερα, περιγράφει και αποσύρεται διακριτικά στη γωνία του. Σε δεύτερο επίπεδο, βέβαια, η παρουσία του είναι αισθητή. Τι είναι αυτό το οποίο είδε το βλέμμα του, πού σταμάτησε, τι ξεχώρισε για να το παρουσιάσει λογοτεχνικά και να το αναδείξει. Είναι ένα βιβλίο ανατρεπτικό. Ο κόσμος της εργασίας είναι στο βάθρο. Ο καπιταλιστικός κόσμος και οι αξίες του σφυροκοπούνται στο αμόνι της πένας του. Όσοι και όσες δεν το έχετε διαβάσει μην γελαστείτε. Συχνά στο τέλος, στην άκρη της φράσης ή της παραγράφου, παραμονεύει η ανατροπή, πολλές φορές λυτρωτική. Από κοντά είναι και το χιούμορ. Άλλες φορές πικρό ή υποβόσκον, άλλες φορές σαρωτικό, ανατρεπτικό.», και ολοκλήρωσε την ομιλία του λέγοντας πως: «Τελειώνοντας, και για να θυμηθούμε τον Μητροπάνο, μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι, γιατί όσο θα υπάρχουν τέτοιοι ξενύχτες σαν τον Χρήστο, ξενύχτες που σε κοιτάζουν με μάτια καθαρά, μπορούμε να κρατάμε την αισιοδοξία μας.».
ΧΑΡΗΣ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ
Επόμενος ομιλητής ήταν ο φυσικός, εργαζόμενος στον χώρο της πληροφορικής, κ. Χάρης Λαμπρόπουλος, ο οποίος, αφού διευκρίνισε πως δεν θα μπορούσε να είναι αντικειμενικός στην κρίση του για τα διηγήματα του κ. Κυργιάκη, καθώς ο συγγραφέας είναι πολύ καλός φίλος του από τα φοιτητικά τους χρόνια μέχρι και σήμερα, ανέφερε μεταξύ άλλων πως: «Δεν μιλάμε για διηγήματα που αναφέρονται σε παρελθόντες ή μελλοντικούς χρόνους, αλλά διηγήματα που μιλάνε για το σήμερα. Ο Χρήστος επιμένει να μιλήσει για διαδρομές, που το τρέξιμο της καθημερινότητας πολλές φορές τις κάνει αθέατες. Και είτε πρέπει να βρεις τον χρόνο και τον τρόπο να πατήσεις ένα pause (μία παύση), να αποστασιοποιηθείς από την καθημερινότητα και να τις αναλογιστείς, ή να βρεθεί κάποιος που να στις φέρει μπροστά σου, να σου δώσει την αφορμή να τις σκεφτείς. Και αυτό είναι κάτι που το πετυχαίνει η συλλογή. Τα διηγήματα δεν έχουν ένα κοινό πρόσημο, που τα σημαδεύει, ή κάποια δεν έχουν καν πρόσημο. Όμως, σου δίνει τη δυνατότητα εύκολα να τοποθετήσει ο καθένας μας τον δικό του ήρωα ή αντιήρωα, ακόμη και τον εαυτό του σε κάποια ιστορία. Ο αναγνώστης να γίνει κομμάτι της πλοκής, να ταυτιστεί με κάποιον από τους πρωταγωνιστές ή να διαμορφώσει έναν δικό του ρόλο. Ο Χρήστος δεν είναι ένας «επαγγελματίας συγγραφέας». Δεν αποτυπώνει τις σκέψεις του και δεν μιλάει για την καθημερινότητα εξ αντανακλάσεως. Επιλέγει να μιλήσει γι’ αυτή μέσα από τον τρόπο που τη βιώνει, μέσα από την εργασία του, τις κοινωνικές σχέσεις και την πολιτική του παρουσία. Επιλέγει να καταπιαστεί με ζητήματα, που τα έχουμε συναντήσει και τα συναντάμε πολλές φορές στην καθημερινότητά μας. Όμως, τα κείμενα δεν αποτελούν ένα μέσο φυγής από τα ζητήματα της καθημερινότητας, αλλά ένα μέσο για να μιλήσει γι’ αυτά. Δεν επιλέγει έναν μεταμοντέρνο ελιτίστικο τρόπο να μιλήσει μέσα από συμβολισμούς, που επικοινωνούν με ένα συγκεκριμένο κοινό, αλλά έναν πιο γειωμένο τρόπο, όχι ιδιαίτερα επιτηδευμένο, αλλά ικανό να επικοινωνήσει με πλατύ κόσμο.».
Επίσης, ο κ. Λαμπρόπουλος τόνισε πως: «Τα κείμενα έχουν βαθύ και ταξικό χρώμα. Δεν είναι ουδέτερα. Παίρνουν θέση. Είναι με τους από κάτω, με τους φτωχούς, τους αδύναμους, τους ανθρώπους του μόχθου, αυτούς που παράγουν τον πλούτο, αλλά δεν τον καρπώνονται. Αντανακλούν την κοινωνική και πολιτική διαδρομή, που έχει επιλέξει και ο ίδιος, και δείχνουν προς την κατεύθυνση της ανατροπής του σημερινού σάπιου κόσμου και την αναγκαιότητα της κοινωνικής αλλαγής. Άλλωστε, από το πρώτο κιόλας κείμενο, ο αναγνώστης λαμβάνει το μήνυμα.», και ακόμη επισήμανε πως: «Τα κείμενα καταπιάνονται με πολλά διαφορετικά θέματα. Όμως, σε αυτά υπάρχουν ενιαία και σταθερά αξιακά, πολιτικά και πολιτισμικά στοιχεία, που τα διατρέχουν. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, η ειλικρίνεια, η ντομπροσύνη, η αλήθεια, η συμφωνία αλλά και η διαφωνία, ακόμη και η οξεία αντιπαράθεση, αλλά με ανοιχτά αυτιά και σεβασμό, εμφανίζονται κόντρα σε λογικές της μοναδικής και απόλυτης αλήθειας. Τα κείμενα αναφέρονται σε πολλές πλευρές της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, αλλά και σε σημαντικές ιστορικές στιγμές, που έχουν σημαδέψει τη σύγχρονη Ιστορία. Η πάλη ενάντια στον φασισμό, η κατοχή, η Αντίσταση, ο Γοργοπόταμος και ο Άρης μαζί με τον Τσε και το Πολυτεχνείο. Σε μία περίοδο, που η κυρίαρχη άποψη επιδιώκει οι νεότερες γενιές να πάρουν διαζύγιο με την Ιστορία, το βιβλίο λειτουργεί όχι ως μάθημα Ιστορίας, αλλά ως ιστορίες, ώστε οι νεότεροι σε ηλικία αναγνώστες να διαβάσουν, να ψάξουν και να μάθουν γι’ αυτή. Τα βιώματα της αγροτικής ζωής, οι αγωνίες, οι δυσκολίες, πώς δενόταν το βαμβάκι, οι παραστάσεις κυρίως της μικρότερης ηλικίας είναι παρόντα στο βιβλίο. Άλλωστε, παρατηρώντας κανείς το εξώφυλλο του βιβλίου μπορεί να καταλάβει τη σημασία τους για τον συγγραφέα. Τα βαμβακοχώραφα από τη μια, και η πόλη από την άλλη. Δυο κόσμοι μέσα σε μία ζωή. Τα πολιτικά μηνύματα μερικές φορές ατόφια και ξεκάθαρα, κι άλλοτε μέσα από συμβολισμούς, θα τα συναντήσει ο αναγνώστης σχεδόν σε κάθε κείμενο. Όχι, όμως, με μια μορφή μεγάλων πολιτικών επαγγελιών και έτοιμων απαντήσεων. Το κριτήριο της πράξης υπερισχύει έναντι του λόγου, και είναι αυτό που οδηγεί τον αναγνώστη να εξάγει ο ίδιος τα συμπεράσματα και το πολιτικό δια ταύτα. «Πίσω από τα κάγκελα απολαμβάνουμε τα αγαθά που μας επιβάλλουν οι δυνάστες. Τρώμε και πίνουμε ό,τι μας σερβίρουν. Όχι τα πιο ποιοτικά, αλλά αυτά που αφήνουν το μεγαλύτερο κέρδος. Βλέπουμε ό,τι μας επιτρέπουν, ό,τι εξασφαλίζει δηλαδή την παντοδυναμία των δυναστών. Διαβάζουμε ό,τι μας επιτρέπουν εκείνοι, αρκεί να μην αποκαλύπτει το πραγματικό τους πρόσωπο, και, κυρίως, να μην προτείνεται η ανατροπή και το γκρέμισμά τους.», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο διήγημα: «Η φυλακή της ζωής μας».».
Συνεχίζοντας, ο κ. Λαμπρόπουλος ανέφερε μεταξύ άλλων πως: «Η ανάγκη του αγώνα και της συλλογικής πάλης, μέσα από τα πραγματικά διλήμματα και τις αμφιβολίες που γεννά η ίδια η ζωή, στα οποία ο καθένας μας βρίσκεται μπροστά κάποια στιγμή, έχει μια σημαντική θέση στα κείμενα.», είπε, επίσης, πως: «Μπορεί κάποιος να πει ότι πολλά κείμενα χρωματίζονται από μια λύπη, μια πίκρα για την κοινωνική κατάσταση. Ίσως, αμυδρά σε αυτά μπορούμε να διακρίνουμε και απογοητεύσεις, διαψεύσεις προσδοκιών ζωής και προσώπων. Όμως, σε όλα υπάρχει ένα αδρό αποτύπωμα, που τα σφραγίζει: Το αποτύπωμα της ανάγκης κάθε άνθρωπος να μην το βάζει κάτω, να αγωνίζεται για το δίκιο, για το συλλογικό καλό. Έτσι, ακόμη και στις πιο δύσκολες και στενάχωρες ιστορίες της συλλογής, η αχτίδα αισιοδοξίας ότι μπορεί να πάει κι αλλιώς, βάζει τη σφραγίδα της.» και ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του λέγοντας πως: «Κάποτε ρώτησα τον Χρήστο: Με όλο το τρέξιμο του σχολείου, των παιδιών, των καθημερινών υποχρεώσεων, των διαφόρων προβλημάτων, της σταθερής πολιτικής και συνδικαλιστικής δράσης, πότε βρίσκει τον χρόνο και γράφει. «Όταν θέλω να αναπνεύσω.», μου είπε. Αυτό που αποτυπώνεται στα διηγήματα είναι ότι το γράψιμο για τον Χρήστο δεν είναι κάτι ακόμη δίπλα σε όσα έχει στην καθημερινότητά του. Είναι ένας άλλος τρόπος να δει την καθημερινότητα και να μιλήσει γι’ αυτή, μια σύγκρουση με τα ασφυκτικά «πρέπει», που μας επιβάλλονται, για εκείνα τα «πρέπει» που μας δίνουν οξυγόνο. Πάντα θα υπάρχουν ανθρώπινες πράξεις που θα γεννούν ποιητές και μελωδούς. Γι’ αυτές θα γράφονται ποιήματα, γι’ αυτές και τα τραγούδια. Αυτή, λοιπόν, είναι νομίζω η πρόκληση που έχουμε μπροστά μας. Να κάνουμε περισσότερες πράξεις για να δώσουμε αφορμές σε ποιητές, μελωδούς και συγγραφείς να γράψουν γι’ αυτές. Όχι μόνον γι’ αυτές που ζούμε, αλλά και γι’ αυτές που μπορούν να έρθουν. Για τις καλύτερες μέρες μας, που δεν τις έχουμε ζήσει ακόμη, αλλά είναι στο χέρι μας να τις φτιάξουμε. Σ’ αυτό μας καλεί και μας προκαλεί αυτή η συλλογή.».
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΥΡΓΙΑΚΗΣ
Η όμορφη αυτή παρουσίαση ολοκληρώθηκε με τον συγγραφέα κ. Χρήστο Κυργιάκη να λέει μεταξύ άλλων πως: «Αυτό το βιβλίο άρχισε να γράφεται κομμάτι-κομμάτι εδώ και μια δεκαετία. Σχεδόν όλα τα κείμενα είναι κατά καιρούς δημοσιευμένα στο «ίντερνετ». Η «Παντιέρα» πάντα φιλοξενούσε αυτά τα «ασήμαντα» που έγραφα. Από ένα σημείο και μετά στο περιοδικό «Σελιδοδείκτης», που, επίσης, φιλοξενεί όσα κατά καιρούς γράφω (και στην ιστοσελίδα του). Είχε γίνει παλαιότερα μία προσπάθεια έκδοσής τους, που για εξωγενείς λόγους δεν ευόδωσε ώστε αυτό το βιβλίο να κυκλοφορήσει. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, με τη βοήθεια των εκδόσεων της «Άνω Τελεία», που είδαν τα κείμενα, τους άρεσαν και είπαμε να προχωρήσουμε μαζί, φτάνοντας σε αυτό το αποτέλεσμα.», να τονίζει πως: «Για εμένα ό,τι έγραψα και, βέβαια, θα συνεχίσω να γράφω, ήταν πρώτα απ’ όλα εσωτερική μου ανάγκη. Όμως, πέρα από εσωτερική ανάγκη υπήρχε και μια άλλου είδους ανάγκη, αυτή που νιώθουμε πάντοτε όταν μας κυριεύει η αδικία. Το να ξεσπάσουμε ή να φωνάξουμε σε πρώτη φάση, να σφίξουμε τα δόντια και να βρούμε τρόπους να επικοινωνήσουμε όλο αυτό που βιώνουμε. Διότι αν το περνάει ο καθένας μόνος του το άδικο θα εξακολουθεί να σκιάζει τις ζωές μας.», να διευκρινίζει πως: «Υπήρχαν βραδιές, που δεν μπορούσα να κοιμηθώ αν δεν γράψω κάτι. Σαν κάτι να με έπνιγε, να μην με άφηνε ήσυχο να ανασάνω. Έπρεπε να το γράψω, πολλές φορές και ξημερώματα.» και να ολοκληρώνει επισημαίνοντας πως: «Αν υπάρχει ένας σκοπός σε όλα αυτά που γράφονται, είναι να πάμε τον άνθρωπο ένα βήμα πιο μπροστά. Να μην τον πάμε πίσω. Να μην τον γυρίσουμε στα ένστικτα και στο ζώο. Διότι, αν μη τι άλλο, αν υπάρχει ένα πεπρωμένο για τον άνθρωπο, αυτό είναι η χαρά του και η ευτυχία του, και όχι τίποτε άλλο.». (Ολόκληρη την τοποθέτηση του συγγραφέα μπορείτε να την παρακολουθήσετε πατώντας ΕΔΩ)
Τέλος, οφείλουμε να επισημάνουμε πως στα μεσοδιαστήματα των ομιλιών, η μαθήτρια κ. Γεωργία Βαχλιώτη και η εκπαιδευτικός κ. Φωτεινή Μπανιά διάβασαν χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το παρουσιαζόμενο βιβλίο.