Επιτυχή τα εγκαίνια της έκθεσης φωτογραφίας και εκδήλωσης λόγου: «Χειρόγραφα παιδείας και ελευθερίας», στο Σπίτι της Κύπρου
Ιδιαίτερα επιτυχημένη ήταν η εκδήλωση για τα εγκαίνια της έκθεσης φωτογραφίας και η εκδήλωση λόγου με θέμα: «Χειρόγραφα Παιδείας και Ελευθερίας ιε΄-ιθ΄ αι.», που διοργανώθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για τη Δημιουργία Αρχείου Ιστορίας της Ελληνικής Κυπριακής Εκπαίδευσης (Α.Ι.Ε.Κ.Ε.) του Υπουργείου Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και το Σπίτι της Κύπρου, υπό την αιγίδα της υπουργού Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας Δρ. Αθηνάς Μιχαηλίδου, που πραγματοποιήθηκαν το απόγευμα της Τρίτης 30 Ιανουαρίου 2024, στο Σπίτι της Κύπρου (Ξενοφώντος 2Α, Σύνταγμα).
Ρεπορτάζ-Φωτογραφίες: Παναγιώτα Σούγια
Η εκδήλωση ξεκίνησε με το καλωσόρισμα μιας εκ των επιμελητριών της έκθεσης των Κυπριακών Χειρογράφων κ. Μαρίας Ραγιά,
και αμέσως μετά τον λόγο έλαβε η κ. Άντρια Κούμα-Αθανασίου, Καθηγήτρια Φιλολογικών, η οποία συντόνισε και παρουσίασε τους ομιλητές.
Ακολούθως, την εκδήλωση προλόγισε η Δρ. Πόλα Χατζηνεοφύτου, Πρώτη Λειτουργός Εκπαίδευσης (Π.Λ.Ε.) του Υπουργείου Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και Γραμματέας της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τη Δημιουργία Α.Ι.Ε.Κ.Ε., η οποία είχε και τη γενική εποπτεία της εκδήλωσης, λέγοντας πως: «Η Συμβουλευτική Επιτροπή του Υπουργείου Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας για τη Δημιουργία Αρχείου Ιστορίας της Ελληνικής Κυπριακής Εκπαίδευσης, σε συνεργασία με το Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα, σας καλωσορίζει στη σημερινή εκδήλωση εγκαινίων της φωτογραφικής έκθεσης: «Χειρόγραφα Παιδείας και Ελευθερίας στην Κύπρο, 15ος-1902 αιώνας». Τα χειρόγραφα, οι φωτογραφίες των οποίων εκτίθενται στην αίθουσα που βρίσκεται στον κάτω όροφο είναι ένα δείγμα από τα πολλά που υπάρχουν στις Εκκλησιαστικές Βιβλιοθήκες και σε άλλους αρχειακούς χώρους της Μεγαλονήσου. Η μεταφορά και προβολή της συγκεκριμένης έκθεσης στην Αθήνα, στην καρδιά του Μητροπολιτικού Ελληνισμού, αποσκοπεί στη γνωστοποίηση των εκθεμάτων στο ελλαδικό κοινό. Είναι μια προσπάθεια προβολής του ελληνικού και χριστιανικού πνεύματος, μέσα από τα χειρόγραφα.
Άξιον αναφοράς αποτελεί το γεγονός ότι μετά από την περσινή εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 2023, στη Μεσαιωνική Αίθουσα Καστελλιώτισσα, στη Λευκωσία, η εν λόγω Επιτροπή αποφάσισε όπως η Έκθεση περιοδεύσει σε διάφορα σχολεία σε όλες τις επαρχίες της Κύπρου.
Στο πλαίσιο της μετάδοσης ιστορικών γνώσεων της διάσωσης αλλά και της ανάδειξης της Ιστορίας της ελληνικής Εκπαίδευσης στην Κύπρο και στην καλλιέργεια της ενσυναίσθησης, οι εκπαιδευτικοί των σχολείων μας έχουν τη δυνατότητα να επισκεφτούν και να ξεναγηθούν στους χώρους της Έκθεσης.
Συγκεκριμένα, η Έκθεση έχει περιοδεύσει ήδη σε σχολεία των επαρχιών: Λευκωσίας και Λεμεσού, και αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε σχολεία των επαρχιών Λάρνακας και Πάφου.
Την πρωτοβουλία για τη διοργάνωση της συγκεκριμένης πρωτοποριακής έκθεσης είχε η Δρ. Νάσα Παταπίου, ποιήτρια, ιστορικός, ερευνήτρια και μέλος της Συμβουλευτικής μας Επιτροπής.
Τα χειρόγραφα, που φυλάσσονται στη Βιβλιοθήκη της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου και στη Βιβλιοθήκη της Ιεράς Μητροπόλεως Κυτίου, φωτογραφήθηκαν από τον κ. Αγαμέμνονα Τσελίκα, Φιλόλογο-Παλαιογράφο, ο οποίος είχε και την επιστημονική ευθύνη και επιμέλεια της Έκθεσης.
Καταληκτικά, θα ήθελα να εκφράσω της θερμές μου ευχαριστίες σε όλους όσοι συνέδραμαν στην πραγματοποίηση της αποψινής εκδήλωσης και έκθεσης: το Σπίτι της Κύπρου, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου και τον Ο.Π.Α.Π. Κύπρου.
Σας ευχαριστώ πολύ.».
Αμέσως μετά τον λόγο έλαβε ο Μορφωτικός Ακόλουθος της Κυπριακής Πρεσβείας στην Αθήνα κ. Λούκας Ξενοφώντος, ο οποίος μετέφερε τον χαιρετισμό του Πρέσβη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα, κ. Σταύρου Αυγουστίδη, ο οποίος λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεών του δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στην εκδήλωση.
Στη συνέχεια, η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, Δρ. Μαρίνα Ιωάννου-Χασάπη, ανέγνωσε τον χαιρετισμό της Υπουργού Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας της Κυπριακής Δημοκρατίας Δρ. Αθηνάς Μιχαηλίδου, η οποίοι δεν μπόρεσε να παραβρεθεί στην εκδήλωση.
Αμέσως μετά, στο βήμα ανέβηκε η κεντρική ομιλήτρια της εκδήλωσης, ποιήτρια, ιστορικός και ερευνήτρια, μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, Επιστημονική συνεργάτης του Κέντρου Μελετών της Ιεράς Μονής Κύκκου, Δρ. Νάσα Παταπίου, η οποία ξεκίνησε την εισήγησή της, με θέμα: «Ιστορική Διαδρομή της Ελληνικής Κυπριακής Παιδείας προς την Ελευθερία», λέγοντας μεταξύ άλλων πως: «Κλείνουν φέτος 50 χρόνια από την εισβολή και κατοχή, και είναι ευχής έργο γιατί δημιουργήθηκε αυτή η Επιτροπή, με τη βοήθεια πάντα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, για να γίνει ένα Αρχείο της Ελληνικής Κυπριακής Εκπαίδευσης. Γιατί, όπως γνωρίζετε, τη μοίρα της Κύπρου πάντοτε την καθόριζε η γεωγραφική της θέση, και εξακολουθεί.
Ιστορική διαδρομή της Ελληνικής Κυπριακής Παιδείας προς την ελευθερία: Με τη λατινική κατάκτηση της Κύπρου το 1192 είχαν παρακμάσει τα υφιστάμενα στη μεγαλόνησο ελληνικά εκπαιδευτήρια, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τις διασωθείσες για την εποχή πηγές. Το γεγονός αυτό συντελέστηκε κυρίως και με την καταπίεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τους Λατίνους. Για παράδειγμα, ο Γεώργιος ο Κύπριος και μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 1283 έως το 1289, με την αυτοβιογραφία του, που μας κληροδότησε, περιγράφει την εκπαιδευτική του πορεία κατά τις αρχές του 13ου αιώνα στην Κύπρο. Διδάχθηκε τα στοιχειώδη γράμματα, δηλαδή, ανάγνωση και γραφή, και, όπως τεκμηριώνεται στο ίδιο το έργο του, θέλησε να συνεχίσει τις σπουδές του σε μία ανώτερη σχολή, την οποία ονομάζει η «Καλλινικησέων», προφανώς από το «Καλλινίκησις», προγενέστερη ονομασία της Λευκωσίας. Ο Γεώργιος ο Κύπριος, επειδή αντιμετώπιζε δυσκολίες στη λατινική γλώσσα, θέλησε στη συνέχεια να εγκαταλείψει την Κύπρο και να μεταβεί στη Μικρά Ασία, πρώτα στη Νίκαια και μετά στην Έφεσο, και, τέλος, στην Κωνσταντινούπολη για να σπουδάσει, όπως γράφει, στα «παιδευτήρια Ρωμαίων». Σ’ αυτόν, όπως έχει υποστηριχθεί, οφείλεται η αποκατάσταση της ανώτατης παιδείας στην Κωνσταντινούπολη.
Η μεγαλόνησος Κύπρος, «η Ελλάδος φθόγγον χέουσα», εξακολούθησε, ωστόσο, και κατά τους αιώνες δουλείας κάτω από τη λατινική κυριαρχία να τροφοδοτείται από τα νάματα της ελληνικής παιδείας.
Έτσι, όταν ακόμη οι Φράγκοι και αργότερα οι Βενετοί κυριάρχησαν για σχεδόν τετρακόσια χρόνια, καταργώντας το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου, καταδυναστεύοντας τους ορθοδόξους και επιβάλλοντας στους κατοίκους το πιο στυγνό φεουδαρχικό σύστημα, η ελληνικά παιδεία, σε όλη αυτή τη μακρά περίοδο, δεν σίγησε.
Η Εκκλησία και η λαϊκή προφορική παράδοση παρέμειναν οι κύριοι φορείς της ελληνικής παιδείας σε όλη τη διάρκεια της Λατινοκρατίας. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται πλήρως από τη χρήση της ελληνικής γλώσσας ακόμη και από μονάρχες ή ηγεμόνες μη Έλληνες. Ενδεικτικά, ας σημειωθεί ότι είχε συνταχθεί στην ελληνική ένα κείμενο συνθήκης, στις 7 Σεπτεμβρίου 1450, την οποία υπέγραψε ο Φράγκος βασιλιάς της Κύπρου, Ιωάννης Β΄ Λουζινιάν, με τον Εμίρη του Κανδηλόρου Λουφτίμπεη. Διατάγματγα των Φράγκων βασιλέων εκδίδοντας στην ελληνική γλώσσα της εποχής, όπως το Διάταγμα της 4ης Μαΐου 1468, του τελευταίου Φράγκου βασιλιά της Κύπρου, Ιακώβου Β΄ Λουζινιάν, για τους παροίκους, που είχαν εγκαταλείψει κρυφά τα χωριά τους. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί η μετάφραση του Κώδικα των Νόμων της Κάτω Αυλής ή Αυλής των Αστών, των γνωστών μας Ασσιζών, στην ελληνική. Το γεγονός ότι χρειάστηκε να μεταφραστούν οι νόμοι αυτοί, μαρτυρεί ότι ο αστικός πληθυσμός της Κύπρου απαρτιζόταν από Έλληνες ή και από εξελληνισμένους αστούς και ότι η μετάφραση των εν λόγω νόμων έγινε για τους Έλληνες κατοίκους της Κύπρου.
Απόδειξη ότι οι Έλληνες της Κύπρου, παρόλη την καταπίεση κάτω από την κυριαρχία των Φράγκων, μπορούσαν να διδαχθούν τα ελληνικά γράμματα, αποτελεί το έργο των δύο χρονικογράφων μας: Λεόντιου Μαχαιρά και Γεωργίου Βουστρωνίου. Τα έργα τους αποτελούν μνημεία της ελληνικής γλώσσας της εποχής ή του κυπριακού ιδιώματος, όπως είχε διαμορφωθεί τότε στο ανεξάρτητο Φραγκικό Βασίλειο της Κύπρου. Και οι δύο υπηρέτησαν υψηλά ιστάμενα πρόσωπα. Ο Μαχαιράς ήταν Γραμματέας του Ιωάννη Δενόρες, αλλά είχε αναλάβει και επίσημες αποστολές, και ο Γεώργιος Βουστρώνιος υπηρέτησε τον τελευταίο Φράγκο Βασιλιά της Κύπρου, Ιάκωβο Β΄ Λουζινιάν, που, ας σημειωθεί, η μητέρα του ήταν Ελληνίδα από την Πάτρα, κύριε Τσελίκα.
Υπάρχει και στα δύο έργα των χρονογράφων μας έντονη η επίδραση της μεσαιωνικής γαλλικής, αλλά το ύφος της γραφίδος του Μαχαιρά είναι πιο λόγιο, ενώ του Βουστρωνίου πιο απλοϊκό. Οι δύο αυτοί χρονογράφοι δεν διασώζουν μόνο τα ιστορικά γεγονότα, που καλύπτουν όλη την περίοδο της Φραγκοκρατίας, αλλά φτάνουν έως το τέλος της Δυναστείας των Λουζινιάν. Όχι μόνο ιστορική, αλλά και λογοτεχνική και γλωσσική είναι η αξία των δύο χρονογράφων. Η δημιουργία των μνημείων αυτών της ελληνικής γλώσσας στη Μεσαιωνική Κύπρο διατρανώνει ότι σε μια εποχή κατά την οποία δεν μαρτυρούνται στις πηγές συγκεκριμένα στοιχεία για λειτουργία σχολείων, η Εκκλησία της Κύπρου και τα ορθόδοξα μοναστήρια της ήταν αδιαμφισβήτητα κέντρα παιδεία. Παράλληλα, τα ορθόδοξα μοναστήρια, εκτός από κέντρα παιδείας, ήταν και σκριπτόρια αντιγραφής θύραθεν και εκκλησιαστικών κειμένων. Ας μη λησμονούμε ότι οι Φράγκοι, που είχαν εγκατασταθεί στην Κύπρο, είχαν εν μέρει εξελληνισθεί, ζώντας ανάμεσα στους Έλληνες της Κύπρου. Ούτε είναι τυχαίο ότι στην αυλή των φράγκων βασιλέων σύχναζαν Έλληνες λόγιοι, με ενδεικτικό παράδειγμα τον Γεώργιο Λαπίθη, ο οποίος συνδεόταν με τον βασιλιά Ούγο Δ΄ Λουζινιάν και σύχναζε στην Αυλή του.
Τα γράμματα τότε, δηλαδή, ανάγνωση, γραφή και γραμματική, διδάσκονταν στις μονές ή στις εκκλησίες. Δεν έχουμε συγκεκριμένα γραπτές πηγές κατά τη φραγκοκρατία για ύπαρξη σχολείων. Αντίθετα, για τη λατινική παιδεία μπορούμε μετά βεβαιότητος να πούμε ότι στη Μονή του Αγίου Δομηνίκου, που ήταν οικοδομημένη στην περιοχή της σημερινής Πύλης Πάφου και υφίστατο έως το 1567, ενώ στη συνέχεια κατεδαφίστηκε για την οικοδόμηση του νέου οχυρωματικού περιβόλου με προμαχώνες της πρωτεύουσας, λειτουργούσε σχολή και φαίνεται να αποτελούσε ένα είδος πανεπιστημίου της εποχής, όπως μπορούμε να αντιληφθούμε από σχετική πηγή των αρχών του 17ου αιώνα. Στην ίδια σχολή πρέπει εκτός από τη λατινική παιδεία να διδασκόταν και η ελληνική γλώσσα. Ο Ιστορικός Στέφανος Λουζινιάν, που έλκει την καταγωγή του από τη Δυναστεία του Φραγκικού Βασιλικού Οίκου, που κυριάρχησε στην Κύπρο, σχεδόν, τρεις αιώνες, που γνώριζε και την ελληνική γλώσσα, είχε φοιτήσει στη Σχολή του Αγίου Δομηνίκου και δάσκαλο τον Επίσκοπο Αρμενίων και Μαρωνιτών Ιούλιο Σταυριανό.
Κατά τα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας από τα τέλη του 15ου αιώνα έως και την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου, όπως έχει επισημανθεί, παρατηρείται στη μεγαλόνησο μια κυπριακή αναγέννηση, που έφθασε με αργούς ρυθμούς. Τότε συντάσσονται ή μεταφράζονται σπουδαία έργα, όπως το «Άνθος Χαρίτων» ή «Φιόρ δε Βερτού», το οποίο ανήκει στην κατηγορία των έργων από ρήσεις αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων Πατέρων της Εκκλησίας, γνωστές και αγαπητές τόσο στο Βυζάντιο όσο και στον δυτικό Μεσαίωνα. Έχουμε τις «Ρίμες Αγάπης» ή κυπριακά ερωτικά, που αποτελούν, σύμφωνα με τις μελέτες ειδικών, ένα από τα εκπληκτικότερα δείγματα της ποιητικής σκέψης του 16ου αιώνα και θεωρούνται ως το μοναδικό αριστούργημα της ελληνικής ποίησης στην εποχή της Αναγέννησης. Σήμερα έχουμε τη χαρά ν’ ακούσουμε ένα-δυο απ’ αυτά, μελοποιημένα από τον μεγάλο Κύπριο συνθέτη, Χριστοδουλίδη, από τον σπουδαίο πιανίστα Νεοκλή Νεοφυτίδηκαι τον μοναδικό καλλικέλαδο Δώρο Δημοσθένους. Σημαντικό μνημείο της ελληνικής γλώσσας κατά τους χρόνους της βενετικής κυριαρχίας στην Κύπρο αποτελούν αναντίλεκτα οι περίφημες «Νομικές Διατάξεις» (ας μου επιτραπεί ότι ήταν ένα εύρημα δικό μου από το Κρατικό Αρχείο της Βενετίας και σεμνύνομαι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο), που πρόσφατα ήρθαν στο φως και οι οποίες ίσχυαν στο διαμέρισμα ή βαλιράτο της χερσονήσου Καρπασίας, από το οποίο κατάγομαι, κατά τον 16ο αιώνα. Πρόκειται για 46 διατάξεις, που αφορούν στη χριστιανική ηθική, στη διενέργεια ακτοφρουρών, στις υποχρεώσεις των αγροτών και των κρατικών υπαλλήλων της χερσονήσου, στην καθημερινή ζωή και πολλά άλλα.
Όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία μαρτυρούν και καταδεικνύουν ότι η ελληνική γλώσσα δεν ομιλείτο μόνο από την πλειονότητα των κατοίκων της Κύπρου, αλλά διδασκόταν, επίσης, στις μονές, στις εκκλησίες, αλλά και από ιδιώτες. Σημαντικό παράδειγμα ενός διδασκάλου της ελληνικής γλώσσας στη μεγαλόνησο κατά τη χρόνια της Βενετικής κυριαρχίας αποτελεί ο γνωστός κωδικογράφος και με ιατρικές γνώσεις Ιάκωβος Διασσωρινός, με καταγωγή από τη Ρόδο. Εγκαταστάθηκε από τη Βενετία στην Κύπρο, δίδασκε την ελληνική και προσέφερε ιατρικές υπηρεσίες, στοιχεία που τον κατέστησαν λαοφιλή στον κόσμο της Κύπρου. Οι προσπάθειές του για ένα Κίνημα κατά των κυριάρχων, ώστε να απαλλαγεί η Κύπρος από τους Βενετούς, τον οδήγησε στον θάνατο, όπως και πολλούς άλλους που τον ακολούθησαν. Ας υπομνησθεί ότι ο ίδιος είχε φθάσει έως την Ισπανία και προσφέροντας αρχαίο ελληνικό κώδικα στον βασιλιά της χώρας Φίλιππο Β΄ τον προέτρεψε να ελευθερώσει την Ελλάδα από τους Οθωμανούς, λέγοντάς του «μνώεο Κεκροπίης – ενθυμού της Αθήνας (Να θυμόμαστε, όμως τη λύτρωσή μας).
Ο ρόλος της Εκκλησίας στην παιδεία τόσο κατά τη Φραγκοκρατία, αλλά και κατά την Τουρκοκρατία, διαφαίνεται και μέσα από στοιχεία, στα οποία γίνεται μνεία για ίδρυση Πανεπιστημίου, ήδη από τις αρχές της Τουρκοκρατίας. Ένα ανώτερο πνευματικό ίδρυμα, αν και δεν διαθέτουμε συγκεκριμένες πηγές, υπήρχε όντως, όπως αναφέρθηκε, ήδη κατά τη Φραγκοκρατία στη Λευκωσία, και, μάλλον, θα πρέπει να ταυτιστεί με αυτό το οποίο αναφέρει ο Γεώργιος ο Κύπριος. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι το 1601 γίνεται για το ίδρυμα αυτό σχετική μνεία, σε συνθήκη που είχε συνταχθεί μεταξύ του Αρχιεπισκόπου Κύπρου και του Δούκα της Σαβοΐας Καρόλου Εμμανουήλ, σε περίπτωση προσάρτησης της Κύπρου στο Δουκάτο του. Το 23ο άρθρο της εν λόγω συνθήκης είναι πολύ διαφωτιστικό ως προς το θέμα μας. Αναφέρεται σε ίδρυση σχολείων, αλλά και σε ίδρυση Πανεπιστημίου στη Λευκωσία, όπως ακριβώς αυτό το οποίο υπήρχε κατά τη Φραγκοκρατία, υπό την επωνυμία Βασιλικό Πανεπιστήμιο (Seminario Regio). Σ’ αυτό θα φοιτούσαν τόσο ευγενείς όσο και μέλη του λαού. Τη Διεύθυνση του Πανεπιστημίου θα αναλάμβανε ένας Επίσκοπος πεπαιδευμένος, ο οποίος θα εκλεγόταν κάθε τέσσερα χρόνια. Επίσης, ο Δούκας, μεταξύ άλλων, θα ενίσχυε οικονομικά τους σπουδαστές για την ένδυση και τη διατροφή τους.
Οι προσπάθειες για προσάρτηση της Κύπρου από τον Δούκα της Σαβοΐας, μετά από εκκλήσεις των Κυπρίων κατά τον 17ο αιώνα, σχετίζονταν οπωσδήποτε με την παραχώρηση το 1485 του Στέμματος του Βασιλείου της Κύπρου, ενός, βέβαια, κενού στην ουσία τίτλου, στο Δουκάτο της Σαβοΐας από τη νόμιμη βασίλισσα της Κύπρου, Καρλόττα Λουζινιάν, που είχε εκδιωχθεί από τον βασίλειό της από τον τελευταίο Φράγκο βασιλιά, τον ετεροθαλή αδελφό της Ιάκωβο Β΄ Λουζινιάν. Στο υπό ίδρυση Πανεπιστήμιο, η παιδεία σαφώς θα ήταν ελληνική, αφού οι εκκλήσεις για απελευθέρωση από τους Οθωμανούς είχαν γίνει εκ μέρους των Ελλήνων της Κύπρου από τον Αρχιεπίσκοπό τους.
Έως τις αρχές του 16ου αιώνα, δεν έχουμε πληροφορίες που να μας διαφωτίζουν για την ύπαρξη δημοσίων σχολείων ελληνικής παιδείας. Ανεξάρτητα, όμως, από το γεγονός αυτό, η ελληνική γλώσσα διδασκόταν έως τότε ιδιωτικά από δασκάλους ή στις μονές, αλλά και εν μέρει στις Σχολές με λατινική παιδεία, όπως πολύ πιθανόν στη Σχολή του Αγίου Δομηνίκου. Σε ιδιώτες δασκάλους, όμως, δεν θα μπορούσαν να φοιτήσουν μέλη των λαϊκών στρωμάτων μιας πόλης, και το γεγονός αυτό, όπως θα εξετάσουμε παρακάτω, μαρτυρείται σε σχετικό αίτημα της λαϊκής τάξης (populo menudo) της Λευκωσίας.
Ας πάμε σε μια σημαντική πηγή Βενετική: Αίτημα του λαού της Λευκωσίας.
Τον Ιούνιο του 1521, η Βενετική Γερουσία είχε απαντήσει σε αίτημα του Συμβουλίου της Κοινότητας της Λευκωσίας (ήταν οργανωμένες τότε οι μεγάλες πόλεις της Κύπρου σε κοινότητες, που ονομάζοντας: Universita για τη Λευκωσία), που είχε υποβληθεί από τη λαϊκή τάξη της πρωτεύουσας, σχετικά με τον διορισμό δύο δασκάλων των ελληνικών. Η Γερουσία είχε τότε εγκρίνει τον διορισμό ενός μόνο δασκάλου και όχι δύο, όπως είχε ζητηθεί. Η Βενετική Διοίκηση της Κύπρου (regimento) θα επέλεγε τον δάσκαλο, και ο μισθός του, ο οποίος είχε καθοριστεί ετησίως στα πενήντα δουκάτα, θα προερχόταν από τα εισοδήματα των ορθοδόξων μονών.
Εδώ παρατηρείται όχι μόνο η στήριξη της ελληνικής παιδείας από την Εκκλησία, αλλά και ότι ο ρόλος της αυτός αναγνωριζόταν και από την κυρίαρχο Βενετία.
Έναν μήνα αργότερα είχε εγκριθεί ο διορισμός ενός ακόμη δασκάλου των ελληνικών στην πόλη της Αμμοχώστου, αλλά με κατώτερη αμοιβή. Ο δάσκαλος που θα διοριζόταν στην Αμμόχωστο θα είχε ετήσιο μισθό είκοσι δουκάτα και θα του παραχωρούνταν και είκοσι πέντε μόδια κριθάρι, ασφαλώς για το άλογό του, που ήταν το τα»τροχοφόρο» της εποχής. Τον Οκτώβριο του 1522, είχε, επίσης, διοριστεί στην πόλη της Κερύνειας ένας δάσκαλος της ελληνικής, με ετήσια αμοιβή είκοσι πέντε δουκάτα.
Ελληνική Σχολή στον Καθεδρικό Ναό των Ορθοδόξων.
Ο ναός, ο αφιερωμένος στην Παναγία Οδηγήτρια, δίπλα από την Αγία Σοφία, καθεδρικό ναό των Λατίνων, στην κατεχόμενη σήμερα Λευκωσία, ή όπως σημειώνει ο Ιστορικός Στέφανος Λουζινιάν, Παναγία Χρυσοδεήτρια (Crussotheistrie), υπήρξε ο καθεδρικός ναός των Ορθοδόξων από τον 4ο αιώνα έως την οθωμανική κατάκτηση της Λευκωσίας από τους Οθωμανούς το 1570. Σε σχετικό απόσπασμα του Βίου του Αγίου Τριφυλλίου, προστάτη της Λήδρας της Λευκωσίας και μαθητή του Αγίου Σπυρίδωνος, γίνεται σαφές ότι ο ίδιος είχε οικοδομήσει τον καθεδρικό της Παναγίας της Οδηγήτριας. «Ανήγειρε δε και τον νυν σηκόν, ιερόν μέγιστον ες καθολικόν της πόλεως άθροισμα.».
Ατυχώς, από μία παρερμηνεία, όπως διατυπώθηκε τον 18ο αιώνα, ο ναός μέχρι και σήμερα εσφαλμένα είναι γνωστός ως Άγιος Νικόλαος ή Μπετεστάν, αφού οι Οθωμανοί όταν κατέλαβαν τη Λευκωσία μετέτρεψαν τον ναό σε αγορά. Έτσι, στη συνέχεια, το πραγματικό όνομα του ναού έσβησε και χάθηκε στο πέρασμα των αιώνων.
Ανασκαφές, που έγιναν κάτω από την αψίδα του Ιερού, έφεραν στο φως τα ερείπια μιας παλαιότατης βυζαντινής εκκλησίας. Κανένας, εντούτοις, φορέας ή, τουλάχιστον, η Εκκλησία της Κύπρου έως σήμερα δεν φρόντισε, έστω όψιμα, να αποκαταστήσει το πραγματικό όνομα του σπουδαίου αυτού θρησκευτικού και όχι μόνον μνημείου.
Στον συγκεκριμένο ναό, όμως, δεν καταγράφεται μόνο η Ιστορία της Ορθοδοξίας της Κύπρου, αλλά και της ελληνικής παιδείας, αφού στον καθεδρικό αυτόν ναό των Ορθοδόξων λειτουργούσε ελληνική Σχολή, τουλάχιστον, μετά το 1521 και έως το τέλος της Βενετοκρατίας. Η διαθήκη του Ευγενίου Συγκλητικού του Θωμά, ή κόμη Rochas, του μεγαλοφεουδάρχη και κτήτορος του Αγίου Μάμαντος Μόρφου, αποτελεί αδιαμφισβήτητο τεκμήριο. Κληροδοτούσε, μεταξύ άλλων, ένα ποσό, ανερχόμενο στα δώδεκα δουκάτα ετησίως και εις το διηνεκές στην Ελληνική Σχολή της Αγίας Οδηγήτριας (Schyola Greca de Sancta Odigitria), η οποία, όπως αναφέρει, βρίσκεται, δηλαδή λειτουργεί, εντός του καθεδρικού αυτού ναού της Λευκωσίας. Και, βέβαια, η αναφορά στη διαθήκη σε εκκλησία καθολική «chiesa cathedral), σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να οδηγήσει σε ταύτιση με την Αγία Σοφία, καθεδρικό ναό των Λατίνων, και ότι η Ελληνική Σχολή λειτουργούσε σ’ αυτόν, γιατί και η Παναγία η Οδηγήτρια, επαναλαμβάνω, ήταν καθεδρικός ναός των Ορθοδόξων, από τον 4ο αιώνα μέχρι το 1570. Οι σχετικοί στίχοι για τον ίδιο ναό από τον «Θρήνο της Κύπρου» μπορούν να πείσουν και όσους τυχόν θα διαφωνούσαν: «εκκλησίαν…της Οδηγήτριας, οπού ’ν καθολικάτον».
Τέλος, σε μια δεύτερη πηγή του έτους 1554, στην οποία γίνεται αναφορά στον μισθό του δασκάλου της Ελληνικής Σχολής (per sallario dela scola Greca), επιβεβαιώνεται όχι μόνο η σχετική απόφαση της βενετικής Γερουσίας, όπως έχουμε σημειώσει πιο πάνω του 1521, αλλά και οποιεσδήποτε αμφιβολίες, τις οποίες είχαμε μέχρι πρότινος, ότι πολύ πιθανόν με τον όρο «scola» να υπονοείται κάποια αδελφότητα και όχι σχολή, τελεσίδικα καταρρίπτονται. Με τα πιο πάνω δεδομένα είναι προφανές ότι μάλλον η Ιστορία της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας επεκτείνεται στις αρχές του 16ου αιώνα, πιθανόν και προγενέστερα.
Η παιδεία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας:
Η εκπαίδευση ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την Εκκλησία και κατά τους αιώνες της Τουρκοκρατίας, όπως συνάγεται από τις πηγές. Και στις ίδιες τις Μονές λειτουργούσαν Σχολές. Έμμεσες σχετικές μαρτυρίες αποτελούν κώδικες της εποχής, όπως για παράδειγμα αυτοί της Μονής Κύκκου, όπου σε κάποιους αναφέρονται κανόνες γραμματικής ή περιέχονται έργα συγγραφέων, όπως του Νικηφόρου Βλεμμύδη, του Θεόφιλου Κορυδαλλέα και του Ευγένιου Βούλγαρη.
Εκτός από τα μοναστηριακά σχολεία, υπήρχαν και τα ιδιωτικά, όπου, σύμφωνα με τις πηγές, προσέφεραν στοιχειώδη μόρφωση, αφού οι δάσκαλοί τους γνώριζαν απλώς ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Οι συνθήκες διδασκαλίας δεν ήταν κατάλληλες, αφού δεν υπήρχαν αίθουσες διδασκαλίας, αλλά, συνήθως, η διδασκαλία λάμβανε χώρα στο σπίτι του δασκάλου, σε νάρθηκα ναού ή και σε αχυρώνα. Επίσης, δεν υπήρχε σχολικός εξοπλισμός, και στα σχολεία αυτά οι ποινές ήταν, σχεδόν, βάρβαρες. Η πληρωμή των δασκάλων γινόταν, συνήθως, σε είδος, όπως ψωμί ή άλλα τρόφιμα.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, παράλληλα με τα δημόσια σχολεία, λειτουργούσαν στη Λευκωσία και ιδιωτικά, σε ναούς της πόλης, όπως η Σχολή του Αγίου Αντωνίου, στον ομώνυμο ναό, και εκείνη του Μετοχίου του Μαχαιρά. Την ίδια εποχή αξίζει να αναφερθεί ότι στην κυπριακή εκπαίδευση είχε γίνει εισαγωγή της αλληλοδιδακτικής μεθόδου. Η μέθοδος αυτή συνίστατο στη διδασκαλία μεγάλου αριθμού μαθητών από έναν δάσκαλο, που είχε βοηθούς τους αποκαλούμενους «πρωτόσχολους», δηλαδή, τους άριστους μαθητές των μεγαλυτέρων τάξεων. Ελληνικές Σχολές ή Σχολαρχεία, όπως ονομάζονταν τα Σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης, λειτουργούσαν τον 19ο αιώνα στις μεγαλύτερες πόλεις της Κύπρου: Λευκωσία, Λάρνακα και Λεμεσό. Ας σημειωθεί ότι η γυναικεία εκπαίδευση αναπτύχθηκε μόλις μετά το 1859, όταν με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Α΄ ιδρύθηκε το πρώτο Παρθεναγωγείο Λευκωσίας.
Σχετικά με τα πρώτα σχολεία μετά την οθωμανική κατάκτηση, αν και οι πηγές πριν από τον 18ο αιώνα είναι σπάνιες, ωστόσο, μπορούμε να αναφέρουμε δύο λόγιους, που δίδαξαν στην Κύπρο κατά τον 16ο και 17ο αιώνα. Πρόκειται για τους Λεόντιο Ευστράτιο και Ματθαίο Γαλατιανό. Ο Κοιλανιώτης Λεόντιος Ευστράτιος, ακούτε ιστορία, μικρό παιδί συνελήφθη αιχμάλωτος, το 1570, από τους Οθωμανούς, όταν κατέλαβαν τη Λευκωσία. Μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και μετά την απελευθέρωσή του έτυχε της προστασίας του Πατριάρχη και του δόθηκε η ευκαιρία να σπουδάσει. Ταξίδεψε στη Γερμανία, στη Βενετία, στην Κέρκυρα, στη Θεσσαλονίκη, και επέστρεψε στην Κύπρο στα τέλη του 16ου αιώνα, όπου διετέλεσε Ηγούμενος της Μονής Αγίου Ιωάννου του Πίπη, γνωστού σήμερα ως τέως καθεδρικού του Αγίου Ιωάννου, στη Λευκωσία. Και ο νεαρός λόγιος αφιερώθηκε στη διδασκαλία, αλλά, δυστυχώς, πέθανε νεότατος, μόλις 35 ετών. Ο Λεόντιος Ευστράτιος υπήρξε δάσκαλος του Κύπριου λογίου Νεοφύτου Ροδινού και, γενικά, οι πηγές μαρτυρούν τη φήμη της Σχολής του και την εκτίμηση που έτρεφαν στο πρόσωπό του προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς, ο Μάξιμος Μαργούνιος και άλλοι.
Ο σύγχρονος του Λεοντίου Ευστρατίου, Ματθαίος Γαλατιανός, γεννήθηκε στο χωριό Γαλάτα, και σπούδασε στην Ιταλία και στο Ελληνικό Κολλέγιο της Ρώμης. Έζησε για ένα χρονικό διάστημα στη Βενετία, όπου εργάστηκε ως διορθωτής εκδόσεων. Ίσως, μετά το 1603, να διαδέχθηκε τον Λεόντιο Ευστράτιο ως Ηγούμενος της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Πίπη. Αναφέρεται ότι δίδαξε τα ελληνικά γράμματα μέχρι το 1637, που τον βρήκε ο θάνατος.
Στις αρχές του 18ου αιώνα, στην αλληλογραφία του Μητροπολίτη Κιτίου Διονυσίου με τον Πατριάρχη Αντιοχείας Σίλβεστρο, μαρτυρείται ότι είχαν μεταβεί τρεις διάκονοι για σπουδές στη Σχολή, που είχε ιδρύσει ο ίδιος στο Χαλέπιο. Ένας από τους τρεις διακόνους, που φοίτησε ως υπότροφος στη Σχολή του Χαλεπίου ήταν και ο Φιλόθεος, ο οποίος δίδαξε αργότερα στην πρώτη Ελληνική Σχολή, που είχε λειτουργήσει στη μεγαλόνησο κατά τον 18ο αιώνα. Η εν λόγω Σχολή ιδρύθηκε από τον Μητροπολιτη Κιτίου Ιωαννίκιο Β΄ (1727-1735) και σ’ αυτήν δίδαξε ο διάκονος Φιλόθεος. Σημαντικό στοιχείο για την Ελληνική Σχολή της Μητροπόλεως Κιτίου ήταν το γεγονός ότι διέθετε την πρώτη σχολική Βιβλιοθήκη στην Κύπρο, όπως καταδεικνύεται σε κώδικά της με κατάλογο βιβλίων, αποτελούμενο από τριάντα τόμους προς διδασκαλία. Η παράθεση των τίτλων των βιβλίων μαρτυρεί ότι οι μαθητές της εποχής εκείνης διδάσκονταν, κυρίως, εκκλησιαστικούς συγγραφείς, όπως: Μέγα Βασίλειο, Ιωάννη Δαμασκηνό, Φώτιο κ.ά..
Θα ήθελα να τελειώσω απλώς με τη ρήση, που κάνει μια σπουδαία προσωπικότητα της Κύπρου, που έπρεπε οπωσδήποτε να αναπτυχθεί η παιδεία στην Κύπρο. Γιατί ήταν ο μόνος δρόμος για την ελευθερία των ανθρώπων, των κατοίκων αυτού του νησιού. Και όπως πάρα πολύ εύστοχα και πολύ ευφυώς έδωσε αυτόν τον τίτλο: «Χειρόγραφα παιδείας και ελευθερίας», που τον ακολουθήσαμε, ο σπουδαίος Παλαιογράφος Αγαμέμνων Τσελίκας.».
Αμέσως μετά, έγινε παρέμβαση από τον Φιλόλογο, Παλαιογράφο Δρ. Αγαμέμνονα Τσελίκα, ο οποίος αρχικά είπε πως: «Είμαι ιδιαίτερα συγκινημένος για τη σημερινή εκδήλωση. Επίσης, θέλω να ευχαριστήσω όσους ήρθαν σήμερα, παρά τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες της Αθήνας και ακόμη πιο πολύ για τους μαθητές μου, που είναι πάρα πολλοί εδώ πέρα, του Παλαιογραφικού Συνεδρίου. Και αυτό δείχνει ότι η Παλαιογραφία είναι γοητευτική, υπόσχεται πάρα πολλά στην έρευνα, και αυτό είναι αλήθεια.» και συνέχισε λέγοντας μεταξύ άλλων πως: «Εγώ, τώρα τι να πω για την παιδεία στην Κύπρο; Τα είπε η κ. Παταπίου πολύ ωραία και ανταποδίδω τη φιλοφροσύνη για τις τόσες αναφορές, που έκανε στο όνομά μου. Έχω συμειώσει κάποια πράγματα για την έκθεση και για τα χειρόγραφα, αλλά αφού τα είπατε εσείς όλα, επιτρέψτε μου να πω μερικά πράγματα βιωματικά για εμένα τον ίδιο.», προσθέτοντας πως: «Για τον Βουστρώνιο που είπατε, ελπίζω σε μερικές εβδομάδες να βγει σε μία δημοπρασία ένα πάρα πολύ σπουδαίο χειρόγραφο, το οποίο έχει άμεση σχέση με τον Βουστρώνιο, γιατί αυτός έδωσε οδηγίες, δηλαδή πώς θα γραφτεί αυτό το χειρόγραφο, που είναι περιγραφή της Κύπρου. Εξαιρετικό χειρόγραφο, το οποίο εκδόθηκε λίγα χρόνια πριν την άλωση της Κύπρου. Ας περιμένουμε λίγο καιρό και θα δούμε ότι είναι πολύ σημαντικό, γιατί υπάρχει ένας κατάλογος των μοναστηριών, φαιουδαρχών, τα πάντα.».
Στη συνέχεια, ο κ. Τσελίκας αναφέρθηκε στο πως ασχολήθηκε με αυτά τα χειρόγραφα, ήδη από την παιδική του ηλικία, τονίζοντας πως: «Αυτά σφράγισαν τη σκέψη μου για το τι είναι η Κύπρος. Πολύ μικρός δεν καταλάβαινα το βάθος. Αλλά εκείνο που καταλάβαινα ήταν ότι κάπου, κάποιοι, ήταν ήρωες. Και αυτοί οι ήρωες είναι Κύπριοι. Και αυτό μου έμεινε μέσα μου. Και δεν υπερβάλω. Παρακαλώ πολύ μη το θεωρήσετε υπερβολή, έμεινε μέσα μου. Και πραγματικά, όποτε άκουγα Κύπριο, και στο Πανεπιστήμιο Κύπριοι που ήταν συμφοιτητές μου, πάντοτε τους αντιμετώπιζα με μια άλλη διάθεση.», και συνέχισε με περισσότερες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες βιωματικές λεπτομέρειες για το θέμα των χειρόγραφών, τους δασκάλους του, την ενασχόλησή του με αυτά και τις σχετικές εργασίες που έκανε στη διαδρομή του.
Επίσης, ο κ. Τσελίκας αναφέρθηκε και στη μικροφωτογράφηση που έκανε επί τρία χρόνια, από τη στιγμή που ανέλαβε τη Διεύθυνση του Παλαιογραφικού Τμήματος του Μ.Ι.Ε.Τ., των Κυπριακών Χειρογράφων, με στόχο να διασωθούν, τονίζοντας μεταξύ άλλων πως: «Αυτό ήταν μία τεράστια για μένα εμπειρία και μάθημα, διότι μπήκα σε όλες τις Βιβλιοθήκες, που ήταν τότε στην Κύπρο, που ήταν ακόμη έτσι κι έτσι, καθώς τα χειρόγραφα βρίσκονταν σε κάποια καταφύγια. Και φωτογραφήθηκαν όλα τα χειρόγραφα της Αρχιεπισκοπής, ένα προς ένα. Μετά, ακολούθησε η Λάρνακα, μετά η Πάφος.».
Επιπλέον, ο κ. Τσελίκας αναφέρθηκε στα μέρη που βρέθηκαν σημαντικά χειρόγραφα, τα οποία αρχειοθετήθηκαν όλα, τονίζοντας πως: «Είναι μία καταπληκτική πηγή για την Ιστορία του νησιού, που είναι στη διάθεση των ερευνητών. Έτσι, λοιπόν, τώρα με το ’21, σκεφτήκαμε το εξής, στις συζητήσεις με την κ. Παταπίου. Και επειδή στην Ελλάδα, λυπάμαι που το λέω, δεν έγινε και τόση μεγάλη συζήτηση για το τι σήμαινε το ’21 για την Κύπρο, δεν θα πω παραπάνω, διότι οργανώσαμε εμείς στο «Μορφωτικό» μια έκθεση για το ’21 και η Κύπρος έμεινε απ’ έξω. Εμένα, επιτρέψτε μου να το πω έτσι, «μου τη βίδωσε». Κυριολεκτικά. Λέω, δεν είναι δυνατόν. Είναι ντροπή. Το λέω απεριφράστως. Και στη συζήτηση που είχαμε με την κ. Παταπίου, να δείξουμε τα χειρόγραφα εκείνα, παιδείας και ελευθερίας, για την Κύπρο. Τελεία και παύλα. Πολύ αργά.».
Κατόπιν, ο κ. Τσελίκας αναφέρθηκε στα πρόσωπα που συνέβαλλαν στο να γίνει η συγκεκριμένη έκθεση, τα οποία και ευχαρίστησε, και ακόμη επισήμανε πως: «Το ένα μου παράπονο ήτανε ότι συνάντησα μία απροθυμία από την πλευρά του Ιδρύματος του Κύκκου. Αλλά πάντοτε πίστευα ότι μπορούμε να συνεχίσουμε κξαι να βγάλουμε κι εκείνα τα χειρόγραφα, να τα προσθέσουμε στην έκθεση, ασχέτως εάν τώρα κυκλοφορεί, ώστε να γίνει ένα corpus. Τι δείχνει η έκθεση: το είπατε πολύ, έτσι, παραστατικά, ότι έχουμε αρχαία ελληνική φιλολογία, βυζαντινή θεολογία, νεότερη θεολογία, σε όλη τη σειρά των χειρογράφων. Να μην τα επαναλάβω.», ενώ ολοκληρώνοντας ανέφερε πως: «Θα τελειώσω, και πρέπει να τελειώσω, με κάτι άλλο. Η σύζυγός μου είναι από την Ικαρία. Και σε μια περίοδο διακοπών καλοκαιριού, που οι διακοπές μου δεν ήταν ποτέ για μπάνιο, αλλά ήταν για παλαιογραφικές έρευνες, όπως έκανε πάντοτε και ο δάσκαλός μου, ο ένας μου δάσκαλος, ο Λίνος Πολίτης, όπου πήγαινε, είχε ένα μπλοκάκι και σημείωνε χειρόγραφα. Κάνω, λοιπόν, μία επίσκεψη στο τότε Γυμνάσιο του Αγίου Κηρύκου. Ήτανε μία μικρή συλλογή από τα χειρόγραφα της Μονής Λευκάδας, και μεταξύ αυτών κατέγραψα ένα χειρόγραφο γραμμένο από τον Αντώνιο Τεϊρμεντζόγλου. Ψάχνω στη Βιβλιογραφία, κοιτάζω, γράφει και ο ίδιος από τη Λευκωσία. Και τι ήταν αυτό; Ήταν ένα χειρόγραφο, στο οποίο είχε καταγράψει αυτός (ήταν σπουδαία προσωπικότητα αυτός, αλλά λίγο γνωστή προσωπικότητα) πολιτικά συμβάντα της εποχής του, από το 1818 έως και το 1820.», διάβασε ένα απόσπασμα από το χειρόγραφο, που περιείχε διάφορα χρονικά, και ολοκλήρωσε λέγοντας πως: «Θα το δείτε πάνω στην έκθεση. Είναι από τη Βιβλιοθήκη της Λάρνακας. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.».
Στη συνέχεια, παρουσιάστηκε ένα σύντομο μουσικό πρόγραμμα από τους Δώρο Δημοσθένους και Νεοκλή Νεοφυτίδη
και κατόπιν πραγματοποιήθηκε ξενάγηση στην Έκθεση από τον Δρ. Αγαμέμνονα Τσελίκα.
Διάρκεια έκθεσης: 31 Ιανουαρίου 2024 – 27 Φεβρουαρίου 2024.
Ώρες λειτουργίας:
Δευτέρα και Τετάρτη: 10:00-18:00.
Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή: 10:00-15:00.
Συνεργάστηκαν:
Δρ Αγαμέμνων Τσελίκας, Φιλόλογος, Παλαιογράφος.
Δρ Νάσα Παταπίου, Ποιήτρια, Ιστορικός, Ερευνήτρια.
Ηλίας Μανούχος, Β.Δ. Καθηγητής Πληροφορικής.
Άντρια Κούμα-Αθανασίου, Καθηγήτρια Φιλολογικών.
Ανθή Περικλέους, Καθηγήτρια Φιλολογικών.
Επιμέλεια έκθεσης/εκδήλωσης:
Μαρία Ραγιά, Άντρη Χρυσάνθου.